
ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ
ΟΠΙΣΘΙΑ ΟΨΙΣ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ
Σαστισμένος με τα πράσινα όπως νέφος
όταν ξεκινάει από τον Φλιούντα
ύπαρχες χτες ως χλωράσβεστος.
Τελευταία σου ευκαιρία το πίφερο του ακκάδιου Μπούα
λόγω που στα πρόσφατα οχτακόσιες χιλιάδες χρόνια
μόνο αυτός υγροποιώντας ανευρέτου ανάθρωσκε
με το κοντάρι του Αη Μηνά ως τρίσβαθο της Γορτυνίας.
Α, η κορφούλα δυόσμου πάνω στους ώμους του
άπιαστη χορταριά ψηλά σε ντάπια
κι η φωνή του:
μη μου άπτεσθε του μυαρού οι Τόσκηδες.
Παρότι γενναίος έτρεμε τον χημικό τύπο της σιλικόνης.
Στ’ άλλα ρυπαρά τα φώτα σβήνανε·
βαθιά του αιμάτου άγλωσσο κουφό το άκαρι έπλεε
ο μόνος γήινος
Από το βιβλίο: Έκτωρ Κακναβάτος, «Οδός Λαιστρυγόνων», Κείμενα, Αθήνα 1978, σελ. 68.
Το ποίημα μάς παρακάλεσε να το αναρτήσουμε η φίλη του ιστολογίου κ. Tamara Paganini.
Την καλημέρα μου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕτσι το γράφει το μυαρός, με ύψιλον;
@ νίκος σαραντάκος: Ναι, με υ ψιλόν!
ΑπάντησηΔιαγραφήΛες νά 'χει να κάνει με τα "ποντίκια", τα οποία στα Κύθηρα -πληροφοριακώς το αναφέρω- τα λένε "σούκιους"; Καλημέρα.
Polu paidi h Tamára, kurie Mplogkarxa!
ΑπάντησηΔιαγραφή@ ανώνυμος: Θα της το διαβιβάσω.
ΑπάντησηΔιαγραφή