VICENTE
ALEIXANDRE
H NYXTA
Δροσερός
σβησμένος ήχος ή ίσκιος, και η μέρα με βρίσκει.
Ναι,
σαν θάνατος, ίσως και σαν στεναγμός,
ίσως
και μόνο σαν καρδιά με ακρότατα όρια,
ενδεχομένως
σαν το όριο ενός στήθους που ανασαίνει·
σαν
νερό που βρέχει γύρω-γύρω απαλά ένα σχήμα
και
μετατρέπει το σώμα αυτό σε αστέρι μέσα στο νερό.
Μπορεί
και σαν το ταξίδι ενός ατόμου που νιώθει να σέρνεται
ίσαμε
τις έσχατες εκβολές όπου κανείς δεν γνωρίζει καν τον εαυτό του,
όπου
το ψυχρό χαμόγελο εκτελείται μόνο με τα δόντια,
ολοένα
και πιο επώδυνο κι ας είναι τα χέρια ακόμα ζεστά.
Ναι.
Σαν άτομο, σαν ον ζωντανό, γιατί αυτό είναι να ζεις –
και
φτάνει στον αέρα, στη γενναιόδωρη μεταφορά
που
αποτελείται απ’ το να ξαπλώνεις στο χώμα και να περιμένεις,
να
περιμένεις ότι η ζωή είναι ρόδο δροσερό.
Ναι,
σαν τον θάνατο που ξαναγεννιέται στον άνεμο.
Ζωή,
ζωή αιωρούμενη που με μορφή αύρας,
με
μορφή τυφώνα που βγαίνει μέσα από μιαν ανάσα,
ανακατεύει
τα φύλλα, ανακατεύει τη χαρά ή των πετάλων το χρώμα,
το
δροσερό, το ευαίσθητο εκείνο άνθος,
στο
οποίο έχει ήδη μεταμορφωθεί κάποιος άλλος.
Σαν
νεαρή σιωπή, σαν πράσινο ή σαν δάφνη·
σαν
τον ίσκιο μιας όμορφης τίγρης που ξεπηδάει από τη ζούγκλα·
σαν
χαρούμενη συγκράτηση των ηλιαχτίδων στου νερού την επιφάνεια·
σαν
τη ζωντανή φυσαλίδα που γράφει το χρυσόψαρο πάνω στ’ ουρανού το γαλάζιο.
Σαν
το απίθανο κλαδί όπου κανένα χελιδόνι δεν ανακόπτει το πέταγμά του...
Με
βρίσκει η μέρα.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.