Κυριακή 6 Ιουνίου 2021

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ "ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ" ΓΙΑ ΤΑ "ΙΤΑΛΙΚΑ" ΤΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ

 


— Τι είναι αυτό που καθιστά τον Σολωμό μεγάλο ποιητή. Ποια είναι τα στοιχεία που ξεχωρίζετε;

 

Στο έργο του Σολωμού συναντάμε για πρώτη φορά το «υψηλό» στοιχείο της ποίησης τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενο των ποιημάτων, που γράφτηκαν στην κοινή νεοελληνική. Προϋπήρξαν βεβαίως ο Κορνάρος και το Κρητικό Θέατρο, αλλά εκεί τα από διαλέκτου στοιχεία σφραγίζουν τα μεγαλοφυή δημιουργήματα. Ο Σολωμός επηρεάζεται από την κρητική ποίηση και τους κορυφαίους ιταλόφωνους ποιητές του παρελθόντος και συνάμα βαπτίζεται τόσο στη διαμορφωμένη γλωσσική παράδοση των δημοτικών τραγουδιών όσο και στην ποιητική τους. Δεν χρησιμοποιεί όμως μόνο τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, αλλά και άλλα μέτρα, κυρίως ιταλικής κοπής, και μάλιστα με μεγάλη ποικιλία, για να χαράξει το ποιητικό πλαίσιο του έργου του. Συνδυάζει τον κλασικισμό με τον ρομαντισμό και προτείνει έναν τρίτο τρόπο: το «είδος μιχτό αλλά νόμιμο», στο οποίο απηχούνται οι πρωτοποριακές για την εποχή τους απόψεις του Χέγκελ για τη σύνθεση των αντιθέτων και την άρση ή υπέρβασή των επί μέρους στοιχείων. Συνηθίζει δε να συνοδεύει τις δημιουργίες του με στοχασμούς και σχόλια –κάτι πρωτόγνωρο–, που συντελούν αποφασιστικά και στη βαθιά κατανόηση των στίχων του και στη διάπλαση ποιητικής θεωρίας. Το σημαντικότερο στοιχείο της μεγαλοσύνης του Σολωμού έγκειται στο ότι στο έργο του διαμόρφωσε γλώσσα για το Γένος, όπως λεγόταν το έθνος στις μέρες του, βασισμένη στη λαϊκή λαλιά. Η κατηγορία, που του απεύθυναν οι «σοφολογιότατοι», ότι «βάνει παντού και στα πάντα δάσκαλο τον λαό» ήταν γι’ αυτόν ο μέγιστος έπαινος. Δυστυχώς, όμως, οι πρωτοποριακές γλωσσικές και πολιτιστικές απόψεις του Σολωμού, όχι μόνο δεν έγιναν δεκτές, αλλά και πολεμήθηκαν σκληρά από τους αντιδραστικούς εκπροσώπους της καθαρολογίας. Αν είχαν γίνει δεκτές, θα είχαμε γλιτώσει ενάμιση αιώνα «γλωσσικού σπαραγμού». Ευτυχώς στις μέρες μας ο Σολωμός έχει παύσει να είναι απλώς ο ποιητής του Εθνικού Ύμνου, καθώς πια εξετάζεται και μελετάται ως πρωτοπόρος και ανακαινιστικός λυρικός εντός του πολιτιστικού πλαισίου της εποχής του και με προβολές στο σήμερα. Ο Σολωμός είναι μέγας, γιατί εμπνέει (και μάλιστα πολύ περισσότερο από ό,τι στα χρόνια του) τους σύγχρονους ποιητές και με τις ποιητικές του φόρμες και με το βαθύ ανθρώπινο περιεχόμενο της πένας του: με τον έρωτα για τη ζωή και την ελευθερία.

 

— Πολλοί γνωρίζουν τον Σολωμό από τον Ύμνο εις την Ελευθερία και τους Ελεύθερους Πολιορκημένους, το έργο του ωστόσο είναι ευρύτατο. Το βιβλίο σας καταπιάνεται με ένα σχετικά λιγότερο γνωστό κομμάτι από το έργο του Σολωμού. Δώστε μας μια περιγραφή για τα περιεχόμενα του βιβλίου. Από πού έλκει τη θεματολογία του σε αυτά τα Ιταλικά ποιήματα και κείμενά του;

 

Ο Σολωμός ήταν ιταλόφωνος βρετανός υπήκοος με ελληνική εθνική συνείδηση. Σε όλη του τη ζωή μιλούσε ιταλικά. Τα ελληνικά τα έμαθε μέσα από τη μελέτη των δημοτικών τραγουδιών. Τα ιταλικά του ποιήματα γράφτηκαν σε τρεις χρονικές περιόδους. Τα πιο πολλά γράφτηκαν στη Ζάκυνθο μεταξύ 1818 και 1823. Μερικά είχαν γραφτεί στην Ιταλία, όπου έζησε μέχρι το 1818. Τα σημαντικότερα γράφτηκαν στην Κέρκυρα κατά τη τελευταία δεκαετία της ζωής του (1847-1857). Έγραψε τερτσίνες, οκτάβες και μεγάλο πλήθος σονέτων. Η θεματολογία του κινήθηκε κατά βάση ανάμεσα στη θρησκευτικότητα (με αναφορές στο Άσμα Ασμάτων, στο χριστιανικό εορτολόγιο και στα Πάθη του Ιησού Χριστού) και στον έρωτα, αλλά απαντώνται και ποιήματα αφιερωμένα σε προσφιλή του πρόσωπα, σε μεγάλους λογοτέχνες  (στον Δάντη, στον Πετράρχη και στον Ούγο Φόσκολο) και σε πολιτικές προσωπικότητες (υπέρ και εναντίον του Ναπολέοντα), στον πατριωτισμό των αγωνιζόμενων Ελλήνων. Συνέγραψε επίσης σατιρικά ποιήματα και νεκρολογίες, σημαντικότερη των οποίων είναι το Εγκώμιο προς τον Ούγο Φόσκολο. Τα περισσότερα ποιήματα γράφτηκαν κατά παραγγελία της εκάστοτε φιλολογικής συντροφιάς του, γι’ αυτό και οι ρίμες τους είναι προκαθορισμένες, εκ των προτέρων δοσμένες. Ο ποιητής απλώς συμπλήρωνε το υπόλοιπο μέρος τους. Και είναι θαύμα που σώθηκαν όσα σώθηκαν, γιατί τα πιο πολλά από αυτά (ως «παιχνίδια» που ήσαν) δεν προορίζονταν να δημοσιευθούν ποτέ. Και ενώ ήδη οι πρώτες ιταλικές συνθέσεις του προαγγέλλουν ευκρινώς την ποιητική του δεινότητα, οι τελευταίες του (το Ελληνικό πλοιάριο, η Γυναίκα με το μαγνάδι, η Σαπφώ, ο Ορφέας, η Ελληνίδα Μάνα) τον κατατάσσουν στις μεγάλες μορφές του ιταλικού Παρνασσού.

 

— Ο Σολωμός θεωρείται από πολλούς ένας από τους διαμορφωτές της σύγχρονής μας γλώσσας. Ποια είναι η άποψή σας πάνω σε αυτό;

 

Η απάντηση βρίσκεται τόσο στην ποίησή του όσο και στο δοκίμιό του «Διάλογος», που συνέγραψε το 1823. Το τελευταίο είναι ένα προγραμματικά πολιτικό κείμενο για την ελληνική γλώσσα, όπου ο ποιητής εκφράζεται μαχητικά υπέρ της δημοτικής ως γλώσσας του λαού. Γι’ αυτόν η γλώσσα του νέου κράτους, που προσδοκούσε ότι θα ιδρυόταν μετά τη νικηφόρα επανάσταση του 1821, θα στηριζόταν στην παράδοση της δημοτικής μούσας και στην καθημερινή ομιλία των Ελλήνων, όπου όμως θα υπήρχε χώρος για τις λόγιες επιβιώσεις από παλιότερες μορφές της Ελληνικής, για τα έργα της λογοτεχνίας και για τις «ξένες λέξες». Ο Σολωμός, εκτός από μεγάλος ποιητής, είναι εξίσου μεγάλος και διορατικός στοχαστής. Διαβλέπει προς τα πού βαίνουν τα πράγματα στη λογοτεχνία και αγωνίζεται να εκπονήσει ένα δημιουργικό σύνταγμα όχι απλώς μακράς πνοής, αλλά ες αεί.

 

— Μιλήσατε για τη μετάφραση ως μίμηση. Εξηγήστε μας πως προσεγγίζετε στο βιβλίο σας τη μετάφραση των Ιταλικών του Σολωμού.

 

Η μετάφραση, κοιταγμένη από τη μεριά του υποκειμένου, είναι έργο του εκάστοτε συγκεκριμένου μεταφραστή. Κοιταγμένη από τη μεριά του αντικειμένου είναι μιμητική επανάληψη με ερμηνευτική δύναμη μέσα στον χρόνο. Στη μετάφραση των ιταλικών ποιημάτων συνδυάζω τη σημερινή γλώσσα με στοιχεία παρμένα από τα ελληνικά ποιήματα του Σολωμού καθώς και από την επτανησιακή διάλεκτο. Έχω προκρίνει δηλαδή μία «μιχτότητα» στην απόδοση. Ο αναγνώστης θα ανακαλύψει στο μετάφρασμά μου λέξεις και εκφράσεις γνήσια σολωμικές, όπως επίσης και ατόφυες κάποιες αποδόσεις των ιταλικών του στίχων από τον ίδιο τον Σολωμό. Είναι σαν να εκτελείται ένα παλιό μουσικό έργο με όργανα εποχής. Η μετάφρασή μου είναι έμμετρη και έρρυθμη κατά το παράδειγμα του πρωτοτύπου: το σονέτο, π.χ., μόνο αν μεταφραστεί ως σονέτο, μπορεί να έχει λογοτεχνική αξία, ενώ μια πεζόμορφη μετάφρασή του, όσο καλή και αν είναι, δεν μπορεί να υπερβεί τα όρια της φιλολογίας. Η ποίηση μεταφράζεται ποιητικά, για να είναι όντως μίμηση και για να παραμένει ποίηση και στη γλώσσα υποδοχής του πρωτοτύπου.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου