Κυριακή 7 Μαρτίου 2021

ΑΠ’ ΤΑ ΒΑΘΗ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ

 


PAUL ELUARD

 

ΑΠ’ ΤΑ ΒΑΘΗ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ

 

Ι

Το φως και η ζέση

Έχουν ποδοπατηθεί διασκορπιστεί

 

Το ψωμί

Κλεμμένο από τους αφελείς

 

Του γάλακτος το νήμα

Στα λυσσασμένα κτήνη τιναγμένο

 

Κάτι βαθιά τέλματα με αίματα

Κάτι πυρκαγιές όλο ζωηράδα

Προς τέρψιν όσων θα ζήσουν

Θα ζήσουν θα ζήσουν στους αποπάτους τους.

 

ΙΙ

Εν μέσω παραληρημάτων

Λαρύγγια ταραχώδη κοιλιές αδηφάγες

Η δαγκωματιά είναι ήλιος και φεγγάρι η ροχάλα

Η πληγή κοσμηματοθήκη μαργαριτάρι η κηλίδα

Χλιαρός ο σάπιος μαστός

Ο σάπιος θρύλος του μητρικού στήθους

Ροδαλή και πράσινη η γλώσσα

Η ωραία ιστορία της γλώσσας που μεταμορφώθηκε

   σε νεράιδα.

 

ΙΙΙ

Δεν ήσαν τρελοί οι μελαγχολικοί

Ήσαν κατακτημένοι αφομοιωμένοι αποκλεισμένοι

Από την αδιάφανη μάζα

Από τα τέρατα τα εξασκημένα στην πράξη

 

Είχαν τη δική τους ηλικία λόγου οι μελαγχολικοί

Της ζωής την ηλικία

Δεν ήσαν εκεί από καταβολών

Στη δημιουργία

Δεν την επίστευαν

Δεν είχαν μάθει με την πρώτη

Να συνδέουν τη ζωή και τον χρόνο

 

Ο χρόνος τούς φαινόταν μακρός

Η ζωή τούς έμοιαζε σύντομη

Και κουβέρτες λερωμένες του χειμώνα

Πάνω σε καρδιές ασώματες πάνω σε καρδιές ανώνυμες

Έφτιαχναν χαλί βδελυγμίας παγωμένης

Και στο κατακαλόκαιρο ακόμα μέσα.

 

IV

Ο μονήρης πάντοτε πρώτος

Σαν σκουλήκι μέσα στο καρύδι

Ξαναφαίνεται παντού στις σχισμές

Του πιο φρέσκου εγκέφαλου

Ο μονήρης μαθαίνει να περπατάει παράμερα

Να σταματάει όποτε από μοναξιά μεθύσει

Ο μονήρης παίρνει τα πόδια του και πάει παντού

Αλητεύει ξεκόβει αποφεύγει προσποιείται

 

Κινείται αλλά αμέσως

Τα πάντα κινούνται και τον φοβίζουνε

Ο μονήρης όταν τον φωνάζουνε

Μικρέ μικρέ μικρέ μικρέ

Κάνει πως δεν ακούει

 

Σε ολόφρεσκο κρέας

Σαν μαχαίρι σκουριασμένο

Ο μονήρης διαιωνίζεται

Και η αποφορά του πτώματος ανεβαίνει και

   διαιωνίζεται

Το μέλι της ισχύος είναι ανακατεμένο με

   απορρίμματα.

 

V

Μιλώ από τα βάθη της αβύσου

Και τα βάθη της αβύσσου βλέπω

Τον άνθρωπο σκαμμένον σαν ορυχείο

Σαν λιμάνι δίχως πλοία

Σαν τζάκι χωρίς φωτιά

Όψη άθλια θυσιασμένη

Όψη άθλια δίχως όρια

Αρμολογημένη απ’ όλες τις λεηλατημένες όψεις

Ονειρευόσουν εξώστες πανιά ταξίδια

Ονειρευόσουν άνοιξες φιλιά καλοκαρδία

Γνώριζες καλά ποιά είναι τα δικαιώματα και ποιές

οι υποχρεώσεις

Του κάλλους όμορφη δικιά μου όψη σκορπισμένη

 

Για να κρύψουν τον τρόμο σου και την ντροπή σου

Χρειάζονται καινούργια χέρια χέρια ολόκληρα

   δοσμένα στο καθήκον τους

Χέρια εργατικά στο παρόν

Που νά ’χουν απαντοχή ακόμα και μέσα στο όνειρο.

 

VI

Μιλώ απ’ τα βάθη της αβύσσου

Μιλώ απ’ τα βάθη του βαράθρου μου

Είναι βράδυ και οι σκιές δραπετεύουν

Το βράδυ μ’ έχει κάνει σοφό και αδελφικό

Ανοίγει παντού τις πένθιμες θύρες του

Δεν φοβάμαι μπαίνω πάω παντού

Βλέπω όλο και καλύτερα τη μορφή την ανθρώπινη

Χωρίς όψη ακόμα και ωστόσο

Σε μια σκοτεινή γωνιά που ο τοίχος έχει γκρεμιστεί

Είναι μάτια το ίδιο φωτεινά με τα δικά μου

Να μεγάλωσα άραγε νά ’χω τάχα λίγη δύναμη τώρα.

 

VII

Είμαστε οι δυό μας το πρώτο σύννεφο

Μες στο παράλογο μάκρος της στυγνής ευτυχίας

Είμαστε η δροσιά η μελλούμενη

Η πρώτη ξεκούραστη νύχτα

Που θ’ απλωθεί σε όψη νέα και σε μάτια νέα και καθαρά

Κανείς δεν θα μπορέσει να τα αγνοήσει.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

 







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου