Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2019

ΠΟΙΗΜΑ



JORGE LUIS BORGES


ΠΟΙΗΜΑ

ΕΜΠΡΟΣΘΙΑ ΟΨΗ

Κοιμάσαι. Σε ξυπνάω.
Το υπέροχο πρωινό σού δίνει κάποιας αρχής την ψευδαίσθηση.
Έχεις ξεχάσει τον Βιργίλιο. Να τοι, εδώ, οι εξάμετροι.
Σου κουβαλάω τόσα πράγματα.
Τα τέσσερα ριζώματα του Έλληνα: τη γη, το νερό, τη φωτιά, τον αέρα.
Ένα μόνο γυναικείο όνομα.
Τη φιλία της σελήνης.
Τα καθαρά χρώματα του άτλαντα.
Την καθαρτήρια λήθη.
Τη μνήμη που διαλέγει και φανερώνει εκ νέου.
Τη συνήθεια που μας βοηθάει να νιώθουμε αθάνατοι.
Τη σφαίρα και τους δείκτες που τέμνουν τον ανέφικτο χρόνο.
Την ευωδιά του σάνταλου.
Τις αμφιβολίες που τις ονομάζουμε, όχι δίχως κάποια ματαιότητα, μεταφυσική.
Την καμπύλη του μπαστουνιού σου που περιμένει να την πιάσει το χέρι σου.
Τη γεύση του σταφυλιού και του μελιού.


ΟΠΙΣΘΙΑ ΟΨΗ

Να ξυπνάς κάποιον που κοιμάται
είναι πράξη κοινή, καθημερινή
που θα μπορούσε να μας συνταράξει.
Να ξυπνάς κάποιον που κοιμάται
είναι σαν να βάζεις τον άλλον στην ατέρμονη
φυλακή του σύμπαντος.
Όπως και τον χρόνο του – χωρίς δειλινά και χωρίς ξημερώματα.
Σαν να του φανερώνεις ότι κάποιος ή κάτι
υπόκειται σ’ ένα όνομα που το δημοσιεύει
και σ’ έναν σωρό από χτεσινές ημέρες στοιβαγμένες.
Είναι να του ταράσσεις την αιωνιότητα.
Είναι να τον φορτώνεις με αιώνες και άστρα.
Είναι να επανέρχεσαι στον κόσμο ως άλλος Λάζαρος,
ζαλωμένος μνήμες και μνήμες.
Είναι να διασύρεις του Ληθαίου ποταμού το όνομα.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου