Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2016

ΣΠΙΤΙ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ




EUGENIO MONTALE


ΣΠΙΤΙ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Το ταξίδι τελειώνει εδώ:
στις μέριμνες τις ελεεινές που μας διχάζουν
την ψυχή, και ούτε ξέρει πια και να κραυγάσει.
Τώρα οι στιγμές ίδιες είναι και απαράλλαχτες
σαν στροφές βαρούλκου σε μαγκανοπήγαδο.
Μία στροφή: έρχετ’ επάνω το νερό με μια στριγκλιά.
Άλλη στροφή: άλλο νερό, και πού και πού και κανά τρίξιμο.

Το ταξίδι τελειώνει σε τούτο τον γιαλό
που αργές τον σκανδαλίζουνε κι επίμονες πλημμύρες.
Τίποτα δεν φανερώνει παρά μόνο κάτι οκνηροί καπνοί
τ’ ακροθαλάσσι που το υφαίνουν με αχηβαδάκια
αύρες απαλότατες: και σπάνια αποκαλύπτεται
μέσα στη βουβή τριγύρω νηνεμία
κι ανάμεσα από τα νησιά με την αποδημητική τους όψη
η Κορκική με τις ακρώρειές της ή η Καπρασία.

Κι είσαι κι εσύ και με ρωτάς αν έτσι χάνονται όλα
σε τούτη τη φτενή εντός των αναμνήσεων ομίχλη·
και αν μέσα στην αδράνεια και με του κυματοθραύστη
τον αναστεναγμό εκπληρώνονται άραγε τα πεπρωμένα.
Θά ’θελα να σου πω όχι, να σου πω πως σ’ έχει ζυγώσει
η ώρα που αντίκρυ θα διαβείς πια, πέρα από τον χρόνο·
και ίσως μόνο όποιος θέλει γίνεται αιώνιος,
πράγμα που εσύ το δύνασαι, κι εγώ, πάλι, μάλλον όχι.
Σκέφτομαι και λέω: για τους πιο πολλούς ουκ έστι σωτηρία,
πλην όμως τους σχεδιασμούς τούς ανατρέπουν κάποιοι,
διαβαίνουν τα στενά, και όποιος θέλει εδώ και πάλι θά γυρίσει.
Προτού πάντως ενδώσω, θα επιθυμούσα να σου δείξω
την οδό που σου λέω της διαφυγής, έναν δρόμο
περαστικό, εφήμερο, όπως είναι στα πεδία της θαλασσοταραχής
ο αφρός ή οι πτυχές των κυμάτων.
Μαζί σου δίνω και τη λειψή μου ελπίδα.
Σε μέρες καινούργιες, κουρασμένος εγώ,
δεν ξέρω πια τρόπο να μεγαλώσει κι άλλο:
μα την προσφέρω ενέχυρο στη μοίρα σου, εσύ για να γλιτώσεις.

Εδώ σε τούτες τις ακτές τελειώνει ο δρόμος
που μ’ εναλλάξ κινήσεις η παλίρροια τρώει.
Στο πλάι μου η καρδιά σου δεν μ’ ακούει, κι όμως
για την αιωνιότητα σαλπάρει: αχόι-αχόι!



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


*****************************

CASA SUL MARE

ll viaggio finisce qui:
nelle cure meschine che dividono
l'anima che non sa più dare un grido.
Ora
i minuti sono eguali e fissi
come i giri di ruota della pompa.
Un giro: un salir d'acqua che rimbomba.
Un altro, altr'acqua, a tratti un cigolio.

Il viaggio finisce a questa spiaggia
che tentano gli assidui e lenti flussi.
Nulla disvela se non pigri fumi
la marina che tramano di conche
I soffi leni: ed è raro che appaia
nella bonaccia muta
tra l'isole dell'aria migrabonde
la Corsica dorsuta o la Capraia.

Tu chiedi se così tutto vanisce
in questa poca nebbia di memorie;
se nell'ora che torpe o nel sospiro
del frangente si compie ogni destino.
Vorrei dirti che no, che ti s'appressa
l'ora che passerai di là dal tempo;
forse solo chi vuole s'infinita,
e questo tu potrai, chissà, non io.
Penso che per i più non sia salvezza,
ma taluno sovverta ogni disegno,
passi il varco, qual volle si ritrovi.
Vorrei prima di cedere segnarti
codesta via di fuga
labile come nei sommossi campi
del mare spuma o ruga.
Ti dono anche l'avara mia speranza.
A' nuovi giorni, stanco, non so crescerla:
l'offro in pegno al tuo fato, che ti scampi.

Il cammino finisce a queste prode
che rode la marea col moto alterno.
Il tuo cuore vicino che non m'ode
salpa già forse per l'eterno.


O VITTORIO GASSMAN ΔΙΑΒΑΖΕΙ: CASA SUL MARE

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου