Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2010

ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΟ ΚΛΟΥΒΙ ΤΗΣ ΤΣΕΧΙΑΣ



JAROSLAV SEIFERT


ΤΙΜΗ ΣΤΟΝ ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΓΟΛΑΝ


Είναι στιγμές που μες στις σκέψεις μας
ζηλεύουμε ακόμα και τους πεθαμένους,
λες και η αιώνια ανυπαρξία τους
είναι μονάχα ένα ξαπόσταμα
σε μια γλυκιά γαλήνη δίχως πόνο,
σε άδυτα λουλουδιών που μαραίνονται...

Όμως αρκεί μόνο ένα ρίγος ηδονής,
όποιας και νά ’ναι,
και πρόθυμα ξαναγυρίζουμε
στις καθημερινές μας ταλαιπωρίες.

Έζησα περισσότερο απ’ όλους τους ποιητές
της γενιάς μου...
Όλοι τους ήταν φίλοι μου.
Τελευταίος πέθανε ο Βλάντιμιρ Γόλαν.
Πώς να μη νιώθω αγωνία;
Είμαι μόνος.

Πρώτος έφυγε ο Γίρζι Βόλκρ,
ήταν νέος και βιαζόταν.
Αχ, τα άμοιρα φιλιά σε στόματα
που καίγανε απ’ τον πυρετό,
φυματικών κοριτσιών σε σανατόριο
στην ακροθαλασσιά.

Ύστερα από χρόνια πεθαίνει ο Γίντρζιχ Γόρζεϊσι,
ήταν ο μεγαλύτερός μας.
Τους στίχους του τους έγραφε σ’ ένα κατάμεστο καφενείο
πάνω σ’ ένα στρογγυλό τραπεζάκι
όπως ο στρατιώτης μετά τη μάχη τα γράμματα στην καλή του
πάνω σ’ ένα αναποδογυρισμένο τύμπανο.

Ο Γιόζεφ Γόρα ήταν ο μόνος
που μπορούσε να μιλά στον ενικό στον Φ. Ξ. Σάλντα.
Για μπείτε στον δεντρόκηπό του
όταν αρχίζουν ν' ανθίζουνε οι μηλιές.
Τα συγκινητικά λουλούδια του εύωδιάζουν στον ήλιο
πικραμύγδαλο.

Δεν μας αποχαιρέτησε ούτε ό Φράντισεκ Γάλας,
ο αγαπημένος σύντροφος.
Ήθελε οι στίχοι του να κρώζουν
στ’ αυτιά των ανθρώπων,
όμως καμιά φορά δεν άντεχε
και τραγουδούσε.

Με μια απότομη χειρονομία έφυγε ξαφνικά
ο Κόνσταντιν Μπιμπλ.
Φαίνεται πως νοσταλγούσε την τρυφερότητα
των κοριτσιών της Γιάβας
που είναι σαν ζωντανά λουλούδια
κι ακροπατοϋν αθόρυβα στις μύτες των ποδιών.

Ο Βίτιεζσλαβ Νέζβαλ βλαστημούσε τον θάνατο,
κι αυτός τον εκδικήθηκε.
Όταν απρόσμενα πέθανε το Πάσχα
όπως το είχε ο ίδιος προφητέψει για τον εαυτό του,
έσπασε ένα απ' τα δυνατά κλωνάρια
του δέντρου της ποίησης.

Ούτε που αναλογίστηκε τον θάνατο
ο Φράντισεκ Γρούμπιν.
Στην αρχή δεν υποψιαζόμουν καν πού είχε ανακαλύψει
την καντιλένα των στίχων του,
ενώ εκείνος απλώς αφουγκραζόταν
το χαμογελαστό νερό
στο φράγμα του Σάζαβα.

Ο Γόλαν έσβηνε αργά
και το τηλέφωνο συχνά έπεφτε απ’ το χέρι μου.
Σε αυτό το καταραμένο μεγάλο κλουβί της Τσεχίας
σκορπούσε τα ποιήματά του με περιφρόνηση,
σαν κομμάτια ματωμένο κρέας.
Τα πουλιά όμως φοβόταν.

Ο θάνατος ζητούσε από αυτόν υποταγή,
υποταγή όμως αυτός δεν ήξερε τί σημαίνει
και μέχρι την τελευταία στιγμή
απεγνωσμένα πάλεψε μαζί του.

Ο Άγγελος που του ανασήκωνε τα χέρια,
όταν έχανε τις δυνάμεις του,
καθότανε στην άκρη του κρεβατιού του
κι έκλαιγε.



Μετάφραση: Κάρολος Τσίζεκ.


Από το βιβλίο: Jaroslav Seifert, «Η γλυκιά συμφορά της ποίησης»
εκδ. Ποταμός, Αθήνα 2003, σελ. 190-192.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου