
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
Ο ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ ΘΥΜΑΤΑΙ
ΣΤΙΣ 9 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1857,
ΗΜΕΡΑΝ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΣΑΒΒΑΤΟΝ,
ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΩΡΑΝ ΔΕΚΑΤΗΝ ΠΡΩΙΝΗΝ
ΤΟΝ ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΛΒΟ
Ακαταπαύστως... Μα τί και με θάνατον;... Τί θέλει
να πει; Μα και γιατί με σίγμα; Φστου-φστού! Σφυριξιές
φιδιών ή σαν να ξεφουσκώνει κάτι!... Τί με μέλλει
δα εμένανε μ’ εκειές τση λυρικές μισοριξιές!...
Αιθέρια νεύρα –ναι... – ηώα κάγκελα... Σιγά τα σκόρδα!
Θυμίζουν Σούτζους, Ραγκαβήν... Το χάλκεον χέρι του όζει
λυχνίας φαναριώτικης – ωδοποιούσε όπως (πφ!) επόρδα!...
Διαβάζεις μια γραμμή, γρικάς πατάγους, σαν να κρώζει
κοράκων γέννα... Το αεροκινείται του είναι ωραίο... –
το μόνο του! Μα τα ερεβώδη λουτρά του ενθυμούν
το β ό δ ι , αλίμονο, που μουγκανίζει (μούουου)! Σαν λέω
θαλάσσια ξύλα (που απελέκητά είναι), μου ευθυμούν
οι φρένες... Από το Μουστοξύδη, πάντως –θρέμμα
γελοίον– είν’ καλύτερος... που είν’ ευήθης...
Για δάσκαλος μιαδυό πεντάρες vale – ψέμα
δεν είναι. Λ υ - ρ ι - κ ό ς ; Τα ρεύματα της λήθης,
που γράφει, τον παράσυραν – σκωρ-δά-τος! Μα πού νά ’ναι;
Ο Φώσκολος... non so τί τού ’βρε ο Ούγος. Τ ο μ υ α λ ό ;
Καράφλας – όνομα και πράμα! Σάματις του πάνε
τα μαύρα;... ως κοντοστούπης που ’ναι τος, σιορ Νικολό...
Αμ’ κυκλοδίωκτος; Αμ’ αμβροσίοδμον στόμα; Αμ’ άντε
το ακεραύνωτος; Επίθετα!... Χα, αυτά σ’ τα πλέκω
εγώ για πλάκα, ω μπαίγνιο και ρεντικολέτσα grande!
Ε - μ έ - ν α εκάλεσε ο Σπυρέτος για sovrano greco
poeta, κι όχι εσένα ή άλλον!... Πάντως, ό χ ι ε σ έ ν α !
Νερά καθάρια δροσερά, νερά χαριτωμένα...