
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
Η ΤΑΜΜΟΥΡΡΙΑΤΑ ΤΗΣ ΛΑΤΡΕΜΕΝΗΣ ΓΑΜΠΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΞΕΝΟΥ ΜΑΡΤΗ
Του σανδαλιού τα πέτσινα καλώδια
σε ρόμβους σάρκας τέμνουνε τη γάμπα·
τα δάχτυλά μου, σκλαβωμένα βόδια,
χιμούν να πιούν το φως που χύνει η λάμπα
στα κορφοβούνια απάνω των γονάτων,
εκεί που λιώνουν και γκρεμιούνται οι πόθοι.
Οι νόθοι έκγονοι των Αθανάτων
με στριμώχνουνε και πάλι, δίχως Γνώθι
σαυτόν, προ των πυλών του τετραγώνου
νου, ξέφρενος τα φρένα μου να σπάσω.
(Μα, αν πιάσω αγώνα ως νά ’τανε περί όνου
σκιάς, μεμιάς θε να βρεθώ στον άσο...)
........................................
Κιννάβαρι και λούστρο των ονύχων
μου ορίσανε μια πορφυρήν αρένα,
που ξεθωριάστηκε όμως μες στων ήχων
το πανδαιμόνιο, που ολοένα εγέννα
η γέενα που ’χει για μονιά του ο όφις
της Γένεσης: το φρόνιμον θηρίον.
Από τη γάμπα, εν σκότεσι και ζόφοις,
κατέληξα των μύχιων μαρτυρίων
να γίνω μάρτυς έναν Μάρτη ξένο
στου έαρος τη γκάμα. Με μια ρομβο-
ειδή ειδή εξόριστος πια ξαίνω
μαλλί σ’ ενός των καλωδίων της κόμβο.