Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2024

ΑΙΩΝΙΟ ΜΥΣΤΙΚΟ


 

VICENTE ALEIXANDRE

 

ΑΙΩΝΙΟ ΜΥΣΤΙΚΟ

 

Το ουράνιο σημάδι του έρωτα σ’ έναν έρημο κάμπο

όπου εδώ και κάτι λεπτά δυο πόθοι επάλευαν,

όπου ακόμα κι απ’ τον ουρανό ένα πουλί τελευταίο πάει πια, έφυγε:

φτέρωμα καυτό που κάτι χέρια το έχουν συγκρατήσει.

 

Στάσου, στάσου και πάντα περίμενε.

Πάντα και πάντα θα κουβαλάς

την έκπαγλη φρικίαση του δέρματος

που το οικειώνονται τα ουράνια χέρια τα γεμάτα καλές αγγελίες

και που εντέλει σε απέστειλαν στη ζωντανή ν’ αντικατοπτριστείς καρδιά,

σ’ εκείνο το κενό το σκοτεινό και στερημένο απ’ τους παλμούς

του τυφλού, του κουφού και του θλιμμένου  

που έχει να κοιμάται στο χώμα η δίχως γλώσσα αδιαφάνειά του.

 

Ω εσύ, θλιβή και αγέλαστη στιγμή οπού το μυστηριώδες πουλί

(αυτό που δεν ξέρω, αυτό που κανείς δεν θα μάθει από πού μας έρχεται)

ζητάει καταφύγιο στο στήθος τούτου εδώ του φιλημένου χαρτονιού,

του φιλημένου απ’ το φεγγάρι που περνάει χωρίς ν’ ακούγεται,

σαν φόρεμα μακρύ σερνάμενο ή σαν αόρατο άρωμα.

 

Ω εσύ, καρδιά που δεν έχεις σχήμα καρδιάς.

άθλιο κουτί, άμοιρο χαρτόνι που θέλεις να χτυπάς όσο κοιμάσαι,

ενώ το πράσινο χρώμα των πλαϊνών σου δέντρων

τεντώνεται σαν τίποτα κουφά κλαδιά που μεταξύ τους γίνονται ένα.

 

Ψυχρό και πηγμένο φεγγάρι που θά ’δινες στα σώματα ποιότητα κρυστάλλου,

που θά ’δινες και  στις ψυχές φυσιογνωμία ασπασμών – τώρα είσαι

σ’ ένα δάσος όλο φοινικόδεντρα, όλο ζευγαρωμένα περιστέρια,

όλο κορυφές που συμπλέκονται σαν λιθάρια ασάλευτα!

 

Φεγγάρι, φεγγάρι, ήχε, μέταλλο σκληρό ή φρικίαση:

φτερό, φτέρωμα τρομακτικό που έρχεσαι κι αγγίζεις κάποιο αφτί,

που ψελλίζεις των ουρανών το σκληρό συννέφιασμα

και συνάμα μνημονεύεις ένα νερό που μοιάζει με αίμα!

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024

ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΚΟΡΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

 

Κορίτσι, καρδιά ή χαμόγελο,

κόμπε καυτέ που δένεσαι στη διαδρομή της μέρας,

κάλλος απερίσκεπτο που αγνοεί τον εαυτό του,

και μάτια με γαλάζιο χρώμα ακτινοβόλο που θά ’λεγες ριγεί.

 

Είναι η αθωότητά σου ίδια η θάλασσα όπου ζεις –

τί κρίμα να σου αρπάξουν το μοναδικό νησί της που είναι ακόμα απάτητο.

τί στήθος το δικό σου, γιαλός και αμμουδιά αγαπημένη

που γλιστράει ανάμεσα απ’ τα δάχτυλα χωρίς μορφή ακόμα.

 

Γενναιόδωρη παρουσία αυτή του κοριτσιού για τον έρωτα,

κορμί γκρεμισμένο ή ξαπλωμένο ή παραλία αφημένη στις αύρες

και στα εύκρατα μάτια που σε κοιτάζουν

και με το άγγιγμά τους ένα γυμνό δροσίζουν πειθήνιο.

 

Ψέματα μην πεις ποτέ, και πάντοτε να συντηρείς

τον αδρανή και αρμονικό σου πυρετό που δεν προβάλλει αντίσταση,

παραλία ή κορμί χρυσό, κορίτσι στην ακτή

είναι ανέκαθεν κοχύλι που κύματα το έχουν φέρει εκεί και αφήσει.

 

Ζήσε, ζήσε σαν την ίδια τη φήμη ότι γεννήθηκες·

τον ήχο της επιβλητικής μητέρας σου άκου·

να είσαι εσύ ο αφρός που μένει έπειτα από εκείνον τον έρωτα,

έπειτα από οτιδήποτε (μα νερό μα μάνα) επισκέπτεται η ακτή αποσυρόμενη.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2024

ΠΙΝΔΑΡΟΣ ΚΑΤΑ ΒΑΚΧΥΛΙΔΟΥ

 




ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ

 

ΠΙΝΔΑΡΟΣ ΚΑΤΑ ΒΑΚΧΥΛΙΔΟΥ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ & MΙΜΗΣΗ

 

Σοφός είναι όποιος γνωρίζει εκ φύσεως πολλά·

εκείνοι που εμείς τους μάθαμε αυτά που ξέρουν

ας κράζουν όσο θεν σαν τα κοράκια

και ας μένουν να ξελαρυγγιάζονται

από τη λαιμαργία που τους πνίγει

μπας και γίνουνε κι ελόγου τους σοφοί.

Αδιαφορεί για όλους τους αυτούς ο αετός:

το θεϊκό πουλί του Δία.

Για σένα λέω, Βακχυλίδη·

μα και τον Σιμωνίδη εννοώ.

8 D. A. CAMPBELL

 

Τρόπους πρόσφορους να έχω πρέπει πάντα εγώ πολλούς

απ’ του κακόστομου του Βακχυλίδη

τις δαγκωνιές για να γλυτώνω. […]

Τύραννε μεγάλε των Συρακουσών εσένα, Ιέρωνα,

θα σου το πω, και άκουσέ με εδώ που σου το λέω:

καλές είν’ οι μαϊμούδες… καλές,

για να τις κάνουν χάζι τα παιδιά, να παίζουν –

πολύ καλές…

για τα παιδιά όμως, όχι για τους ηγέτες! […]

Με τον θεό δεν πρέπει να τα βάζω – ούτε και μπορώ.

Κι ας ανεβάζει ψηλά κάτι ανίκανους…

κι ας τους χαρίζει δόξα και τιμές που δεν αξίζουν. […]

Όλο τέντωσε-τέντωσε τα πράγματα

κάποιοι πονηροί τα όρια στο τέλος ξεπερνάνε·

τυράννους έτσι ξεγελούν,

μα η καρδούλα τους

με τούτο τους το χούι

από τον πόνο τον μεγάλο

–πού θα πάει; τί θα κάνει;–

δεν θ’ αντέξει… θα κλατάρει.

9 D. A. CAMPBELL

 

Κρου-κρου οι κάργιες κρώζουν·

πετάνε χαμηλά· ψοφίμια τρώνε.

10 D. A. CAMPBELL


ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

 

Σε αγάπησα, σε αγάπησα, για τα μάτια σου, τα χείλη σου, τον λαιμό, τη φωνή σου,

για τη βίαια πυρπολημένη καρδιά σου.

Σε αγάπησα σαν τη μανία μου, σαν το μανικό μου πεπρωμένο,

σαν την ισχυρογνωμοσύνη μου την αξημέρωτη, σαν το χιλιοτσακισμένο μου φεγγάρι.

 

Ήσουν όμορφη, πανέμορφη. Και είχες μάτια μεγάλα.

Μεγάλα περιστέρια, νύχια γρήγορα, ψηλούς αετούς με δύναμη περίσσια...

Είχες τη δέουσα πληρότητα για έναν ουρανό απαστράπτοντα

όπου ο βρυχηθμός των κόσμων δεν είναι φιλί στο στόμα σου.

 

Σε αγάπησα όμως όπως αγαπάει και η σελήνη το αίμα –

όπως ψάχνει το φεγγάρι να βρει αίμα στις φλέβες,

όπως μπαίνει το φεγγάρι στου αίματος τη θέση και τρέχει έξαλλο

με τις αρτηρίες του πυρπολημένες από κίτρινα πάθη.

 

Δεν ξέρω τί παναπεί θάνατος, όποτε φιλιόμαστε στο στόμα.

Δεν ξέρω πώς είναι να πεθαίνεις. Δεν πεθαίνω εγώ. Απλώς τραγουδάω.

Νεκρός και σάπιος τραγουδάω σαν κόκαλο άσπρο, αστραφτερό,

πιο αστραφτερό κι απ’ το φεγγάρι και σαν το καθαρότερο που υπάρχει κρύσταλλο.

 

Τραγουδάω σαν τη σάρκα, σαν την σκληρή την πέτρα.

Τραγουδάω τ’ άγρια ​​ και άναυδα δόντια σου.

Τραγουδάω τη μοναδική τους σκιά, την πιο θλιμμένη σκιά τους

επάνω στο χώμα το γλυκό όπου τιθασεύονται, και ημερεύουν οι χλόες.

 

Κανένας δεν θρηνεί, κανένας. Μην κοιτάς τούτο το πρόσωπο –

τα δάκρυά του δεν ζουν, δεν ανασαίνουν.

Μην κοιτάς τούτη την πέτρα, τούτη τη σιδερένια φλόγα,

τούτο το κορμί που σαν μεταλλικός αντιβουίζει πύργος.

 

Είχες κόμη τέλεια, υπέροχες μπούκλες, παρειές και βλέμματα.

Είχες μπράτσα – όχι ποτάμια ατελείωτα.

Είχες το σχήμα σου, τα πολύτιμα όρια σου είχες,

με το γλυκό περίγραμμα της σάρκας σου να ασπαίρει.

Ίδια φτερωτή σημαία ήταν η καρδιά σου.

 

Το αίμα σου όμως όχι – ούτε η ζωή σου, όχι,

ούτε η κακότητά σου!

Ποιός είμαι εγώ που ικετεύω τον θάνατό μου απ’ τη σελήνη;

Ποιός είμαι εγώ που αντιστέκομαι στους ανέμους,

που νιώθω τις πληγές από τα φρενήρη μαχαίρια τους,

όποτε ραντίζουν το μαρμάρινο σχήμα τους

σαν άγαλμα σκληρό και από την καταιγίδα ματωμένο;

 

Ποιός είμαι εγώ που δεν ακούω τίποτα στις βροντές ανάμεσα:

ούτε το κοκάλινο μπράτσο μου με της αστραπής το σημάδι

ούτε την αιμάσσουσα βροχή που λερώνει τα χορτάρια που γεννήθηκε

στα πόδια μου ανάμεσα τα δαγκωμένα από ένα ποτάμι όλο δόντια;

 

Ποιός είμαι εγώ, ποιά είσαι εσύ, και ποιός σε ξέρει;

Ποιόν αγαπάω εγώ, ω πανέμορφή μου εσύ θνητή,

ω ερωμένη φαεινή, ω στήθος φεγγερό και πάνστιλπνο·

Ποιάν ή και τί αγαπάω εγώ, ποιά σκιά, ποιά σάρκα,

ποιά σάπια κόκαλα που σαν λουλούδια πάντα με μεθάνε;

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.



ΟΛΓΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΟΥ






ΟΛΓΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΟΥ

Ποιήματα της φίλης μου Όλγας Οικονομίδου

ΠΙΕΡ ΠΑΟΛΟ ΠΑΖΟΛΙΝΙ: "ΑΛΑΝΙΑ"

 





ΠΙΕΡ ΠΑΟΛΟ ΠΑΖΟΛΙΝΙ: "ΑΛΑΝΙΑ"
Μετάφραση δική μου.
Στο "Πέτρινο", στην Κέρκυρα, με τον μαιτρ (και γνωστό αλάνι) Νικολά Παπαντιμιτριού!

Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2024

ΤΑ ΦΙΛΙΑ

 



VICENTE ALEIXANDRE

 

ΤΑ ΦΙΛΙΑ

 

Μην τα ξεχάσεις, πριν την ώρα τους, τα φιλιά μια μέρα.

Τα φιλιά τα φτερωτά εκείνα που ήρθανε στο στόμα σου.

Το πυρπολημένο  για μια στιγμή απλώσαν φτέρωμά τους

επάνω στο καθαρό το σχέδιο που παραδίδεται μισάνοιχτο.

 

Σου αγγίξανε τα δόντια. Τον όγκο τους, ναι, τον ένιωσες –

στο στόμα σου μέσα όπως παλλόταν το γαλάζιο τους  φτέρωμα.

Αχ, στρογγυλά τα χείλη σου έσφυζαν από ευδαιμονία. Άραγε

όποιος δεν φιλάει τούτα τα πουλιά όταν φτάνουν, έπειτα του φεύγουν;

 

Στο μισάνοιχτο στόμα σου είδα τα κατάλευκα δόντια σου.

Αχ, οι λεπτές τους ακμές ανάμεσα στα χείλη βυθίζονται.

Αχ, και πώς εράμφιζαν ουράνιες, όσην ώρα εσύ γλυκά ένιωθες

το λυγερό, το πανάλαφρο κορμί σου στα ύψη να ορθώνεται.

 

Τί  πασίχαρη, τί τέλεια, και τί λεπτεπίλεπτη που εβασίλευες!

Έρχονται, φτάνουν είτε φως είτε πουλιά, φιλιά αγνά και φτερώματα.

Και σου σκοτεινιάζουν την όψη με τα φτερά τους τα ζέοντα,

που σε αγγίζουν, και που αναδεύονται, ενώ τυφλή εσύ λάμπεις, λάμπεις.

 

Μην το ξεχνάς. Ευτυχισμένα, δες τα, πάνε, τώρα πια φεύγουν.

Κοίτα: πετούν, ανεβαίνουν, τα υιοθετεί το γαλάζιο.

Σηκώνονται ψηλά, χρυσαφωμένα. Είναι ζεστά, και καίνε, καίνε.

Βογκούν, τραγουδούν, λαμπρύνονται. Στον ουρανό παραληρούνε.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΤΑ ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ ΜΟΥ

 



ΤΑ ΝΕΑ ΒΙΒΛΙΑ ΜΟΥ

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2024

ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑ

 

Αυτό το ίχνος, το αποτύπωμα αυτό δεν είναι φιλί.

Ούτε στεναγμός είναι, μα ούτε και λυγμός, ούτε απόδραση –

μια μαρτυρία ζωντανή είναι που κάποιος την κατάθεσε.

Είναι ποδιού αποτύπωμα: ανθρώπινο αποτύπωμα!

Το πόδι ή το λουλούδι, το πόδι ή ο αφρός, το πόδι ή η συνολική βαρύτητα που όλο βαραίνει και τρίζει.

Εκεί, στο αποτύπωμα, εντοπίζεται η απαλότητα του φυτού. Εκεί και η πολύ λεπτή ασβεστώδης δομή,

η αβρότητα του πέταλου, τα πέντε δάχτυλα, που κάποτε συνενωμένα αποτελούσαν το λουλούδι, έχουν τώρα πια πετάξει. Εκεί φαίνονται.

Εκεί η ροδαλή σάρκα τρέμοντας στην άμμο

παλλόταν: ο κόσμος δονήθηκε· απομακρύνθηκε.

Υπάρχει ακόμα το γυμνό πόδι εκεί, αποτυπωμένο σαν φιλί στο χώμα επάνω.

Εκεί η λεπταίσθητη μορφή που σηκώθηκε με ρίζα στιγμιαία

και για μια στιγμή ανοίχτηκε σ’ ένα κορμί, δώρισε το άρωμά της και εξαφανίστηκε.

Έλαμπε με άνθη από πάνω, με τρέλα πολύ απαλή...

Εκεί έγνεψε ναι ένα πλάσμα υπέροχο που είχε γεννηθεί, μεγαλώσει, διαλάμψει και εξαφανιστεί

στην ανεπανάληπτη του αποτυπώματος μοναδική στιγμή.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΟΥ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΜΟΥ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ

 

Όταν με κοιτάς,

όταν είσαι πλάι μου, χωρίς να κινείσαι, καθιστή, γέρνεις λίγο μόνο, πολύ απαλά·

και απαλά, απαλότατα απλώνεις τα δυο σου χέρια, γιατί θέλεις… γιατί την όψη μου θα’ θελες τώρα, ναι, ν’ αγγίξεις.

Τα δυο σου χέρια σαν από όνειρο θά ’λεγες,

και σχεδόν σαν ίσκιος με ζυγώνουν, με φτάνουνε.

Το πρόσωπό σου κοιτάζω. Πνοή τρυφερότητας έχει απλωθεί στα χαρακτηριστικά σου σαν φως.

Ω, τί όμορφη που φαίνεσαι. Μάλλον με κορίτσι μοιάζεις. Και με κοιτάς.

Και μου χαμογελάς.

Τι εύχεσαι όταν απλώνεις τα δυο σου τα χέρια, βουβή, και μ’ αγγίζεις;

Της σκιάς νιώθω τη ζέση… του καπνού που έρχεται όλο ζωηράδα.

Τι ομορφιά, ω ψυχή μου! Πνιγμένη η κάμαρα ηρεμεί, ησυχάζει.

Κι ενώ εσύ σιωπάς, εγώ νιώθω το πρόσωπό μου μετέωρο, γλυκό, στα δάχτυλά σου μέσα.

Κάτι εύχεσαι εσύ. Σαν κοριτσάκι κάνεις. Κοριτσάκι που  κάτι εύχεται.

Και κάτι ζητάς. Μια φωνή ανύπαρκτη σπάει και όλο κάτι ζητάει.

Έρωτα που έχει αργοπορήσει…αναβληθεί. Έρωτα στα δάχτυλα που δονείται αθόρυβα,

χωρίς φωνές. Σε κοιτάζω στα μάτια εγώ – και σε κοιτώ και σε ακούω.

Τη γαλήνια ακούω ψυχή: ένα κορίτσι που τ’ ακούς να τραγουδάει.

Έρωτας σαν φιλί. Έρωτας στα δάχτυλα, που τον ακούω φυλακισμένον στα χέρια σου μέσα.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ

 

Υπάρχουν στιγμές μοναξιάς

όπου έκπληκτη η καρδιά παραδέχεται ότι δεν αγαπάει.

Μόλις σηκωθήκαμε – κουρασμένοι: η μέρα σκοτεινή.

Κάποιος κοιμάται, αθώος, ακόμα σ’ εκείνο το κρεβάτι.

Ίσως όμως και να κοιμόμαστε εμείς οι ίδιοι ... Μα, όχι: εμείς κινούμαστε.

Και είμαστε λυπημένοι, σιωπηλοί. Η βροχή – εκεί, δώσ’ του, επιμένει.

Πρωί με αργή, ανελέητη ομίχλη. Και πόσο μόνοι!

Κοιτάμε μέσ’ από τα τζάμια. Τα ρούχα πεσμένα·

ο αέρας βαρύς· το νερό τ’ ακούς να στάζει. Και το δωμάτιο

παγωμένο τούτον τον σκληρό χειμώνα που απ’ έξω είναι εντελώς άλλος, διαφορετικός.

 

Έτσι μένεις σιωπηλός, έχοντας το πρόσωπό σου μες στις παλάμες σου.

Ο αγκώνας σου στο τραπέζι. Η καρέκλα αμίλητη.

Και ακούγεται μόνο η αργή διακεκομμένη αναπνοή κάποιας γυναίκας,

κάποιας που είναι εκεί, γαλήνια, όμορφη – κοιμάται

και ονειρεύεται ότι δεν την αγαπάς, και ότι είσαι εσύ το όνειρό της.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2024

ΤΑ ΕΝΩΤΙΑ

 


EUGENIO MONTALE

 

ΤΑ ΕΝΩΤΙΑ

 

Σβήνουν ολοένα οι ίσκιοι των πτήσεων μες στα νερά

του καθρέφτη. (Ούτε ίχνος καν απ’ τη δική σου.)

Πέρασε και το σφουγγάρι και κυνήγησε τις άοπλες

λάμψεις έξω απ’ του χρυσού κατόπτρου τον κύκλο.

Τις πέτρες σου, τα κοράλλια, την πανίσχυρη εξουσία

που σε απάγει αναζητούσα· και διώχνω να φύγει

τη θεά που δεν σαρκώνεται, τους πόθους φέρνω

ίσαμε εκεί που δεν τους καίει η αστραπή σου.

Έξω τρίζουν έλυτρα, τρίζει, το τρελό τρίζει

ξόδι γνωρίζοντας πως δυό ζωές τώρα πια δεν μετράνε.

Στην κορνίζα γυρνούν και πάλι οι μαλακές

μέδουσες της εσπέρας. Το είδωλο το δικό σου

θα έλθει από κάτω: εκεί, στους λοβούς σου, άσαρκα

δυό χέρια τρέμοντα σου κρεμάνε τα κοράλλια.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2024

ΣΤΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ



ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΕΡΟΥΔΑ

ΣΤΟΝ ΣΗΜΕΡΙΝΟ "ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ"

Με πρόσφατες δουλειές σας, την «Αυτοβιογραφία» του Πάμπλο Νερούδα, τα «Άνθη του Κακού» του Σάρλ Μπωντλαίρ, το «Μυθιστόρημα της Φεράρας» του Τζόρτζιο Μπασάνι, τα «Αλάνια» του Πιέρ Πάολο Παζολίνι συνεχίζετε ακατάπαυστα ένα μεγάλο μεταφραστικό έργο. Με ποια κριτήρια επιλέγετε τι θα μεταφράσετε;

Μεταφράζω ό,τι αγαπώ. Επιλέγω πάντοτε να μεταφράζω έργα κλασικών συγγραφέων, παλαιότερων και συγχρόνων, από διάφορες γλώσσες. Μεταφράζω πάντα έργα που γνωρίζω, αφού τα έχω διαβάσει, μελετήσει και αγαπήσει. Δεν μεταφράζω κατά παραγγελία. Και μεταφράζω πολλά έργα παράλληλα. Ακολουθώντας την πολύτιμη συμβουλή του Γιάννη Ρίτσου γράφω τα δικά μου έργα και μεταφράζω κάθε μέρα – από έξι έως δέκα ώρες. Σαν κανονικός εργαζόμενος. Στο συρτάρι μου υπάρχουν ήδη αρκετά τελειωμένα έργα που δεν έχουν εκδοθεί ακόμα: Πλάτων («Θεαίτητος» και «Παρμενίδης»), αρχαίες ελληνίδες ποιήτριες, Κάτουλλος, Μαρτιάλης, Γαρθιλάσο δε λα Βέγα, Φόσκολο, Ελυάρ, Αραγκόν, Νερούδα, Αλεϊξάνδρε, Μπόρχες. Μία μελέτη για τον Διονύσιο Σολωμό και δύο ποιητικές συλλογές μου.

Συνηθίζεται να λέγεται: «ό,τι χάνεται στη μετάφραση είναι λογοτεχνία». Ποιός είναι για εσάς ο καλύτερος τρόπος (η μεθοδολογία που ακολουθείτε) για να μεταφράσετε έργα μεγάλων δημιουργών;

Οι αφορισμοί είναι πολλοί και είναι διαχρονικώς και παγκοσμίως δημοφιλείς – αλλά είναι, κατά τη γνώμη μου, «ατάκες», «εξυπνάδες» και «παρόλες, και τίποτε άλλο. Εντυπωσιάζουν, γοητεύουν, αλλά δεν παράγουν προβληματισμό, αφού είναι κατά βάση λόγοι αποτρεπτικοί. Η μετάφραση ξεκινά από τον σεβασμό του πρωτοτύπου σε όλες του τις γλωσσικές και υφολογικές πλευρές και φάσεις. Το παντοιοτρόπως δουλεμένο πρωτότυπο καταλήγει στην άρθρωσή του ως μετάφρασμα σε διάφορες γλώσσες με τα όπλα του μεταφράζοντος υποκειμένου και μάλιστα με τον τρόπο που αντιλήφθηκε και προσέλαβε το αρχικό κείμενο. Η μετάφραση είναι γνώση συνδυαζόμενη με ερμηνεία: πρώτα γνωρίζω το προς μετάφραση έργο και κατόπιν το φέρνω ερμηνευτικά στη γλώσσα της εποχής μου. Δεν υπάρχει «αντικειμενική» μετάφραση, ούτε μετάφραση με αποκλειστική χρήση λεξικών και μεταφραστικών εργαλείων. Η μετάφραση απαιτεί όλη την κουλτούρα και την προσωπικότητα του μεταφραστή, και δη όπως δρα στη γλωσσική επικράτεια της μητρικής του γλώσσας. Έτσι γίνεται ο μεταφραστής με τον τρόπο του «κήρυκας» ξένου λόγου και «γέφυρα» πολιτισμών.

Μόλις το καλοκαίρι κυκλοφόρησε η «Αυτοβιογραφία» του Νερούδα, ενώ από τον Gutenberg κυκλοφορεί επίσης η συλλογή, «Δελτία από τη Μαυρόνησο» πάλι σε δική σας μετάφραση. Μελετώντας αυτόν τον κορυφαίο δημιουργό τι σας έκανε περισσότερο εντύπωση σε ό,τι αφορά την προσωπικότητά του και το έργο του; Γιατί να διαβάσουμε αυτά τα έργα;

Ο Νερούδα δεν είναι ούτε ένας απλός ισπανόφωνος ποιητής ούτε ένας ακόμα συγγραφέας μέσα στη μεγάλη χορεία των λατινοαμερικανών συγγραφέων που είναι δημοφιλέστατοι ανά τον κόσμο – και στη χώρα μας. Χωρίς υπερβολή μπορούμε να πούμε ότι είναι ένας «Όμηρος» του αμερικανικού κόσμου που έχει σκάψει βαθιά θεμέλια για να σηκώσουν μιαν «άλλη», «διακριτή» λογοτεχνία που βγαίνει από τα γεωγραφικά της όρια και γίνεται παγκόσμια. Έτσι διευρύνει και τα όρια της ισπανικής γλώσσας καθιστώντας την και λογοτεχνικώς διεθνή. Ο Ουίτμαν και ο Νερούδα είναι οι πατριάρχες του αμερικανισμού.

Στη δημοφιλία του Νερούδα στην Ελλάδα αδιαμφισβήτητα έπαιξε ρόλο και η μελοποίηση του «Κάντο Χενεράλ» από τον Μίκη.

Ναι, αναμφίβολα. Και αισθάνομαι τυχερός που βρέθηκα στο Στάδιο Καραϊσκάκη στις 13 Αυγούστου 1975 να παρακολουθώ τη συγκλονιστική ερμηνεία αυτού του μοναδικού έργου από τη Μαρία Φαραντούρη και τον Πέτρο Πανδή, με τη συμμετοχή του αλησμόνητου Μάνου Κατράκη, της Εθνικής Χορωδίας της Γαλλίας και των Κρουστών του Στρασβούργου. Υπάρχουν, βέβαια, μελοποιήσεις ποιημάτων του Νερούδα και από άλλους συνθέτες (από τον Χρήστο λεοντή, τον Γιάννη Γλέζο και τον Χρήστο Γκάρτζο, λόγου χάρη, με ερμηνευτές τον Νίκο Ξυλούρη, τον Γιάννη Πουλόπουλο και τον Δημήτρη Ψαριανό), αλλά η μελοποίηση του «Γενικού Άσματος» από τον Θεοδωράκη και η μετάφραση του στα ελληνικά από τη Δανάη Στρατηγοπούλου ήσαν οι καταλύτες της δημοφιλίας του ποιητή στην πατρίδα μας.

Με δεδομένο ότι το μεταφραστικό σας έργο περιλαμβάνει μια μεγάλη «βεντάλια» από δημιουργούς που εντάσσονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε διαφορετικά λογοτεχνικά ρεύματα, ποιό είναι το «κόκκινο νήμα» των επιλογών σας, ή αλλιώς τι “αποτύπωμα” θέλετε να εισφέρετε με το σύνολο του έως τώρα μεταφραστικού σας έργου;

Όπως σας είπα μεταφράζω ό,τι αγαπώ. Η επιλογή, όντας έτσι προσωπική, έχει γίνει προ πολλών ετών, ύστερα από μακρές μελέτες και συζητήσεις με ανθρώπους των οποίων τη γνώμη λαμβάνω πάντοτε υπόψη. Επιλέγω, πάντως, συγγραφείς που «μου πάνε» και που έχω σχηματίσει την πεποίθηση ότι μπορώ να τους «αποδώσω» στη γλώσσα μας με στοιχεία του γλωσσικού και λογοτεχνικού εαυτού μου. Δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να χωριστεί το μετάφρασμα από τον δημιουργό του, από αυτόν που στοχάζεται πάνω σε σκέψεις άλλων, που έχουν τις περισσότερες φορές διατυπωθεί πριν από δεκαετίες και αιώνες. Η μετάφραση είναι μια συνάρτηση με ανοικτό πλήθος μεταβλητών (εξαρτημένων, ανεξάρτητων, τυχαίων κ.λπ.) και με μόνη σταθερά το πρωτότυπο κείμενο. Αλλά και αυτό είναι «σταθερό» μόνο ως τυπωμένο κείμενο, ως «σελίδα». Κατά τα λοιπά χρήζει ερμηνείας, που οδηγεί στην πρόσληψή του πρώτα από τον διαμεσολαβούντα μεταφραστή και κατόπιν από το αναγνωστικό κοινό.

Ποιός είναι ο πιο αγαπημένος σας δημιουργός και γιατί;

Αν πρέπει να διαλέξω μόνο έναν, πράγμα αρκετά δύσκολο, θα διάλεγα τον Σολωμό. Πέραν του ότι είναι κορυφαίος λυρικός, είναι αυτός που (ξεκινώντας από τα δημοτικά τραγούδια και λαμβάνοντας υπόψη του και τις όποιες λόγιες επιβιώσεις) μας έδωσε τη γλώσσα που μιλάμε και που διεύρυνε τον λογοτεχνικό ορίζοντα της γλώσσας μας. Ο «Διάλογός» του είναι προγραμματικό κείμενο για τη νεοελληνική γλώσσα – είναι κυριολεκτικώς γλωσσικό μανιφέστο. Αν είχαν μελετηθεί και είχαν ληφθεί υπόψη οι προτάσεις του, θα είχαμε γλυτώσει από όλες τις γλωσσικές περιπέτειες. Κατά τη γνώμη μου ο Σολωμός είναι εθνικός ποιητής, ακριβώς επειδή έδωσε στο έθνος γλώσσα. Από μια τεράστια γκάμα αγαπημένων δημιουργών διαλέγω τον Πετράρχη από τους παλαιούς κλασικούς, τον Μπρεχτ και τον Ρίτσο από τους μοντέρνους. Του δύο πρώτους τους έχω μεταφράσει, τον τρίτο τον μελετώ επί δεκαετίες.

Η επόμενη μεγάλη σας μεταφραστική δουλειά θα είναι η μετάφραση των απάντων των ποιημάτων του Λόρκα... Πείτε μας λίγα λόγια για αυτό σας το εγχείρημα...

Ο Λόρκα όπως και ο Νερούδα υπήρξαν οι ποιητές της νιότης μου. Γνώρισα το έργο τους (αποσπασματικά, εννοείται, και μέσω τραγουδιών κυρίως) στα 17-18 μου χρόνια. Παρέδωσα προ ημερών στον εκδότη μου τα ποιητικά «Άπαντα» του Λόρκα, μια δουλειά που έγινε αργά-αργά κατά τα τελευταία 30 χρόνια. Η αρχική σκέψη ήταν να καταρτίσω μια ευρεία ανθολογία ποιημάτων. Με τα χρόνια ωρίμασε η ιδέα των «Απάντων» και πραγματοποιήθηκε. Συνήθως έτσι γίνονται μ’ εμένα τα πράγματα, όταν πρόκειται περί ποιημάτων.


Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΚΑΙ ΕΔΩ.