Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2025

ΤΣΙΓΓΑΝΙΚΟ ΚΕΦΑΛΟΜΑΝΤΗΛΟ

 


FEDERICO GARCÍA LORCA

 

ΤΣΙΓΓΑΝΙΚΟ ΚΕΦΑΛΟΜΑΝΤΗΛΟ

 

Η κοπελιά μου εσύ σαν ήσουν,

της άνοιξης τ’ άσπρο κορίτσι,

του αλόγου μου τα πόδια εντύναν

τέσσερα πέταλα ασημένια.

 

Μικρό πηγάδι είν’ το φεγγάρι·

δεν έχουν τα λουλούδια αξία·

τα μπράτσα σου μονάχα αξίζουν

που μ’ αγκαλιάζουν κάθε βράδυ.

 

Τσαγκάρη μου, καλέ τσαγκάρη,

τα δυό που μού ’φτιαξες παπούτσια

αστέρια δύο είναι κι όλο λάμπουν

στ’ ωραίο της το μεσοφόρι.

 

Το ξέρουν όλοι ότι έχει ώρες

εικοσιτέσσερις η μέρα·

και εικοσιεπτά αν είχε, τότε

θα σ’ αγαπούσα άλλες τρεις ώρες.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2025

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΕΑ ΤΟ 1930 Ο ΛΟΡΚΑ

 


FEDERICO GARCÍA LORCA

 

ΜΙΚΡΟ ΑΠΕΙΡΟ ΠΟΙΗΜΑ

 

Στὸν Λουὶς Καρδόσα ὓ Ἀραγόν

 

Παίρνω λάθος δρόμο

φτάνω θὰ πεῖ στὸ χιόνι

καὶ φτάνω στὸ χιόνι

γιὰ εἴκοσι θὰ πεῖ αἰῶνες

τὰ χόρτα τῶν νεκροταφείων βόσκω.

 

Παίρνω λάθος δρόμο

φτάνω θὰ πεῖ στὴ γυναίκα,

στὴ γυναίκα ποὺ δὲν φοβᾶται τὸ φῶς,

στὴ γυναίκα ποὺ σφάζει δυὸ πετεινοὺς τὸ δευτερόλεπτο,

καὶ εἶναι φῶς ποὺ πετεινοὺς δὲν τρέμει

καὶ πετεινοὶ ποὺ δὲν νογᾶν νὰ τραγουδοῦν στὸ χιόνι.

 

Ἂν μὲ τὴν καρδιὰ ὅμως τὸ χιόνι κάνει λάθος,

ἴσως νὰ φυσήξει ἡ Ὄστρια,

κι ἔτσι, καθὼς ὁ ἄνεμος γιὰ βογκητὰ δὲν νοιάζεται,

θὰ πρέπει τῶν νεκροταφείων χόρτα

καὶ πάλι νὰ βοσκήσουμε.

 

Εἶδα δύο στάχυα πονεμένα κέρινα

ποὺ θάβαν ἕνα ἡφαιστειακὸ τοπίο,

καὶ εἶδα καὶ δύο τρελόπαιδα νὰ κλαῖν καὶ νὰ βουλώνουν

τὶς κόρες τῶν ματιῶν κάποιου δολοφόνου.

 

Τὸ δύο οὐδέποτε ὡστόσο ὑπῆρξε ἀριθμός,

γιατὶ εἶναι μιὰ ἀγωνία παρέα μὲ τὸν ἴσκιο της,

γιατὶ εἶναι ἡ κιθάρα ὅπου ἀπελπίζεται ὁ ἔρωτας,

γιατὶ εἶναι ἡ ἐπίδειξη ἑνὸς ἀπείρου ποὺ δὲν εἶναι δικό του

καὶ εἶναι τὰ τείχη τοῦ νεκροῦ

καὶ ἡ τιμωρία τῆς δευτέρας εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων παρουσίας.

Οἱ νεκροὶ μισοῦν τὸ δύο,

πλὴν ὅμως τὸ δύο αὐτὸ τὶς γυναῖκες νανουρίζει,

καὶ ὅπως ἡ γυναίκα τρέμει τὸ φῶς,

ἔτσι καὶ τὸ φῶς τρέμει μπρὸς στοὺς πετεινούς,

ἐνῶ οἱ πετεινοὶ ξέρουν νὰ πετοῦν μόνο στὸ χιόνι,

γι᾽ αὐτὸ κι ἐμεῖς γιὰ πάντα νὰ βόσκουμε θὰ πρέπει

τὰ χόρτα τῶν νεκροταφείων.

 

10 Ἰανουαρίου 1930, Νέα Ὑόρκη

 

Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.


Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2025

ΑΝΤΙΟ, ΠΑΡΙΣΙ

 


PABLO NERUDA

 

ΑΝΤΙΟ, ΠΑΡΙΣΙ

 

Τί όμορφος ο Σηκουάνας, το πλούσιο το ποτάμι,

με τα σταχτόχρωμά του δέντρα:

πύργους του και βελόνες του συνάμα.

 

Εγώ όμως τί γυρεύω εδώ, αλήθεια, τί;

 

Κι από ρόδο είναι εδώ τα πάντα ωραιότερα,

από ρόδο ξέφρενο, αχαλίνωτο,

από ρόδο ήδη λιποθυμισμένο.

Είναι αμφιλύκη τούτ’ η γης·

το δειλινό και η χαραυγή

είναι τα δυό του ποταμόπλοια

που περνούν και συναντιούνται

χωρίς να χαιρετιούνται, αδιάφορα τελείως,

γιατί πριν χίλιες χιλιάδες χρόνια

γνωρίστηκαν κι αγαπηθήκαν.

 

Κι έχει περάσει πια χρόνος πολύς.

 

Ζάρωσε η πέτρα και πήραν μπόι

οι κίτρινοι καθεδρικοί ναοί,

τα εργοστάσια τα παράδοξα,

και τώρα το φθινόπωρο καταβροχθίζει ουρανό,

με σύννεφα τρέφεται και με καπνό,

και ηγεμονεύει σαν μαύρος βασιλιάς

σ’ έναν γιαλό ολόκληρον μες στις ομίχλες.

 

Στον κόσμο δεν υπάρχει εσπέρα πιο γλυκιά.

Έχουν όλα στην ώρα τους συγυριστεί·

το χρώμα το απότομο, η κραυγή η αόριστη·

απόμεινε  μονάχα η αραιή ομίχλη·

τυλιγμένο πια το φως στα δέντρα

έχει το πράσινό του ρούχο από νωρίς ντυθεί.

 

Έχω τόσα και τόσα εγώ να κάνω στη Χιλή·

με περιμένουν ο Σαλίνας και η Λάουρα·

σε όλους χρωστάω κάτι εκεί στην πατρίδα μου,

και την ώρα ετούτη το τραπέζι έχει στρωθεί

και με περιμένουνε στα σπίτια όλα,

όπως άλλωστε με περιμένουν κι άλλοι για να με πληγώσουν·

αφήνω που ’ναι  κι εκείνα τα δέντρα

με το σκουριασμένο τους φύλλωμα

που ξέρουνε καλά τα ντράβαλά μου,

την ευτυχία μου, μα και τα βάσανά μου:

εκείνα είναι τα φτερά τα δικά μου

και το νερό που τόσο θέλω,

η θάλασσα η βαριά σαν πέτρα,

η πιο ψηλή απ’ όλα εκεί τα κτίρια,

γαλάζια και σκληρή σαν άστρο.

 

Εγώ όμως τί γυρεύω εδώ, αλήθεια, τί;

 

Πώς βρέθηκα σε τούτα εδώ τα μέρη;

 

Πρέπει νά ’μαι εκεί που με καλούνε

για ν’ αγιάσω τα θεμέλια,

για να κάνω χαρμάνι άμμο και ανθρώπους,

για να πιάσω τα φτυάρια και το χώμα,

γιατί πρέπει να τα φτιάξουμε όλα

εκεί στη γη που γεννηθήκαμε,

γιατί πρέπει να ρίξουμε θεμέλια γερά στην πατρίδα,

στο τραγούδι, στο ψωμί και στη χαρά μας,

γιατί πρέπει να καθαρίσουμε την τιμή μας

σαν να καθαρίζουμε τα νύχια μιας βασίλισσας,

κι έπειτα να κυματίσουνε στον άνεμο

εξαγνισμένες οι σημαίες όλες

πάνω στης Παταγονίας τους κρυστάλλινους πύργους.

 

Αντίο, του Παρισιού φθινόπωρο, αντίο,

γαλάζιο καράβι, θάλασσα ερωτική,

αντίο ποτάμια, γέφυρες, αντίο,

ψωμί κρουστό κι ευωδιαστό,

βαθύ και αβρό κρασί, αντίο

και πάλι αντίο, φίλοι που με αγαπήσατε ,

φεύγω τραγουδώντας,

στις θάλασσες τραβώ,

γυρνάω σπίτι μου για ν’ ανασάνω ρίζες.

Η διεύθυνσή μου είναι απροσδιόριστη, ζω

στην ανοιχτή τη θάλασσα όπως και στην ανοιχτή στεριά,

και πόλη μου εμένα είναι η γεωγραφία.

Μένω στην οδό «Φεύγω»,

στον αριθμό «Για να μη γυρίσω».

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Η ΠΟΙΗΣΗ

 


EUGENIO MONTALE

 

Η ΠΟΙΗΣΗ

 

Από καταβολών του αιώνος διερευνάται

αν η ποίηση είναι μέσα ή έξω.

Στην αρχή νικούσε το μέσα, ύστερα αντεπιτέθηκε σκληρά

το έξω και μετά από χρόνια το έξω επιβλήθηκε

και παραμένει οπλισμένο μέχρι και τα δόντια.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2025

ΑΠΟ ΤΟ ΣΩΜΑ ΣΟΥ ΕΞΟΡΙΣΤΟΣ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΑΠΟ ΤΟ ΣΩΜΑ ΣΟΥ ΕΞΟΡΙΣΤΟΣ

 

Ανάλαφρη, χαριτωμένα πανάλαφρη, και μου χαμογελάς ακόμα. Να φιλάς άραγε κιόλας;

Από σἐνα ξυπνάω, αγαπημένη, απ’ την αγκαλιά σου σηκώνομαι

και βλέπω ότι είναι κάποιο ποτάμι και τραγουδάει τη μοναξιά του.

Όμορφο κορμί ξαπλωμένο – μα εγώ έχω δει τον εαυτό μου μόνο στα δικά σου τα κύματα,

ή μήπως είναι το αίμα μου ό,τι κουβαλάς εσύ στα κύματα σου;

 

Μα από σένα σηκώνομαι όρθιος. Από σένα αναβλύζω.

Λες ερωτικός να ήταν κόμπος;  Να ήταν λες σιωπή δαιμονισμένη; Ποτέ δεν θα το μάθουμε.

Ακρωτηριασμό αποκαλώ τον εαυτό μου. Δεν έχω όνομα: μόνο μνήμη σπασμένη είμαι, από σένα αποσπασμένη την ίδια. Ω πατρίδα μου,

ω κορμί απ' όπου εξόριστος ζω,

ω γη μου και χώμα μου,

διεκδίκησε με, πάρε με.

Στο εύφορο πρόσθεσέ με στήθος σου. Γεμάτος εγώ εσύ ζωντανή,

με όνομα, με αίμα, για να διακρίνεται η ένωσή μας, σωστά να σημαίνεται.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΒΙΒΛΙΑ... ΒΙΒΛΙΑ...

 











 




















Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2025

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2025

ΒΙΒΛΙΑ... ΒΙΒΛΙΑ...



 

ΤΗΣ ΣΑΡΚΑΣ ΕΙΜΑΡΜΕΝΗ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΤΗΣ ΣΑΡΚΑΣ ΕΙΜΑΡΜΕΝΗ

 

Όχι, δεν είναι αυτό, όχι. Δεν κοιτάζω

απ’ την άλλη πλευρά του ορίζοντα κάποιον ουρανό.

Δεν σκέπομαι μάτια ήσυχα και δυνατά,

που ηρεμούν όσα άγρια ​​νερά εδώ βρυχώνται.

Δεν κοιτάζω αυτόν τον καταρράκτη των φώτων που κατεβαίνουν

από το στόμα ίσαμε το στήθος, στα χέρια τα αβρά,

σε φώτα πεπερασμένα, που αποθησαυρίζονται σε τούτον εδώ τον κόσμο.

Παντού ολόγυρα βλέπω γυμνά κορμιά νά ’ναι πιστά

στην κόπωση του κόσμου. Σάρκα φευγαλέα το καθένα τους που μάλλον

γεννήθηκε για να γίνει σπίθα φωτός, να καίει

από έρωτα και να είναι το τίποτα στερημένο από μνήμη, η όμορφη του φωτός στρογγυλάδα.

Και ό,τι είναι εδώ είναι εδώ, μαραίνεται όντας αιώνιο,

διαδοχικό, στέρεο, και όντας πάντα, πάντα κουρασμένο.

 

Είναι άχρηστο όσο κι ένας μακρινός άνεμος με φυτική μορφή ή όσο και μια γλώσσα

που γλείφει τον όγκο της σιγά-σιγά και για ώρα, τον ακονίζει,

τον γυαλίζει, τον θωπεύει, τον εξυψώνει.

Ανθρώπινα σώματα, κουρασμένοι βράχοι, γκρίζοι σβώλοι

που έχετε στην ούγια της θάλασσας πάντοτε συνείδηση

τού ότι η ζωή δεν τελειώνει, όχι — η ζωή κληρονομείται.

Σώματα επαναλαμβανόμενα αύριο, σώματα άπειρα, κυλάτε, πάντοτε κυλάτε

σαν αργός αφρός, βγαλμένος απ’ την πλάνη — πάντοτε κυλάτε.

 

Και πάντα σάρκα του ανθρώπου, δίχως φως! Και πάντα να κυλάει

από εκεί, από έναν ωκεανό χωρίς καταγωγή που στέλνει

κύματα, κύματα, αφρούς, σώματα κατάκοπα, γιαλούς

μιας θάλασσας που δεν τελειώνει και που πάντοτε στις άκρες της αγκομαχάει.

 

Όλοι, πολλαπλασιασμένοι, επαναλαμβανόμενοι, διαδοχικοί, στοιβάζετε τη σάρκα,

τη ζωή, χωρίς ελπίδα, τα πάντα μονότονα ίδια κάτω από τους σκυθρωπούς ουρανούς που απαθώς κληρονομούνται.

Πάνω σε τούτη τη θάλασσα από σώματα που χύνονται εδώ ακατάπαυστα, που σπάνε εδώ

στρογγυλά και παραμένουν θνητά στα παράλια,

δεν φαίνεται, όχι, εκείνο το γρήγορο σκαρί, το σβέλτο ιστιοφόρο,

αυτό με την ατσάλινη καρίνα, νά ’ρθει και να σκίσει λοξοπηγαίνοντας,

ν’ ανοίξει και να χύσει αίματα φωτός και να φύγει αμέσως

προς τον βαθύ ορίζοντα, προς τις απαρχές

του βίου, προς το έσχατο όριο του αιώνιου ωκεανού

όπου όντα ανθρώπινα

τα γκρίζα κορμιά τους χαλαλίζουν. Προς το φως, προς αυτήν την στιλπνή κλίμακα

που ανεβαίνει από στήθος καλοκάγαθο προς στόμα,

προς μεγάλα, ολόκληρα μάτια που στιοχάζονται,

προς τα σιωπηλά, πεπερασμένα χέρια που φυλακίζουν,

όπου μονίμως κουρασμένοι και γεμάτοι ζωή

εξακολουθούμε να γεννιόμαστε και πάντα θα γεννιόμαστε.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτἠς.


ΣΚΑΡΙ ΜΠΑΣΜΕΝΟ ΣΤΗ ΦΥΡΟΝΕΡΙΑ


 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ

 

ΣΚΑΡΙ ΜΠΑΣΜΕΝΟ ΣΤΗ ΦΥΡΟΝΕΡΙΑ

 

Ἀκόμα σειέται ἐκείνη ἡ φανταιζὶ κορδέλα·

μασιέται καὶ τὸ ξεροκόμματο τῆς μοίρας

στὴν πόλη τὴ γλαρή. Δικαστικὸς κλητήρας

φαντάστηκα πὼς εἶσαι, μὲ τὴ μνήμη βδέλα

 

νὰ σοῦ ρουφάει ἀκυρωμένες ἐπιδόσεις

στοὺς ἑαυτούς σου μέσα στὸν θαμπὸ καθρέφτη

καὶ τὴ μαντὰμ Ζαλούχου νὰ σὲ βγάζει ψεύτη

 

στῶν τακουνιῶν της τὶς χαώδεις ἀναγώσεις.

Μὲς στὴν ἀσβόλη ὑπάρχεις μὰ καὶ δὲν ὑπάρχεις·

 

τῶν χαρτονόμουτρων ἐσὺ εἶναι ὁ λιμενάρχης.





Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2025

ΜΑΥΡΗ ΚΟΜΗ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΜΑΥΡΗ ΚΟΜΗ

 

Τί θέλω και σε κοιτάζω, που έχεις ολοσκότεινα τα μάτια,

ζωηρό βελούδο όπου τη ζωή μου βασανίζω;

Μαύρα μαλλιά, πένθος όπου θάβω το στόμα μου,

οδυνηρός κυματισμός όπου πεθαίνουν τα φιλιά μου,

ακτογραμμή όπου η φωνή μου σβήνει στο τέλος και υγραίνει

τη μεγαλειότητά σου, ω κόμη, που βασιλεύεις σε προσκέφαλο χυμένο.

 

Στις άκρες σου τσακίζονται,

σαν σε σκοτεινό γιαλό, οι αέναοί μου πόθοι.

Ακόμα και πλημμυρισμένη υπάρχεις, επιζείς, ηγεμονεύεις!

Και είσαι ακέραιη και νικηφόρα σαν αξίνα ή και σαν ράμφος στις θάλασσες.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Τετάρτη 1 Ιανουαρίου 2025

ΑΧ, ΛΟΓΙΣΜΕ ΜΟΥ ΕΣΥ, ΟΤΑΝ ΜΕ ΚΟΙΤΑΣ ΑΠΕΛΠΙΣΜΕΝΑ

 


GUIDO CAVALCANTI

 

ΑΧ, ΛΟΓΙΣΜΕ ΜΟΥ ΕΣΥ, ΟΤΑΝ ΜΕ ΚΟΙΤΑΣ ΑΠΕΛΠΙΣΜΕΝΑ

 

Αχ, λογισμέ μου εσύ, όταν με κοιτάς απελπισμένα

που πόνοι με χτυπούν, γιατί δεν βγάζεις με ηρεμία

τα λόγια έξω από του νου μου την περιουσία; –

τα λόγια που ’ν’ στο δάκρυ και στη θλίψη βουτηγμένα.

 

Τα βλέπεις τα σωκάρδια μου τα χιλιολαβωμένα:

τα πλήγωσαν ματιές και ατάραχη μια γοητεία.

Αχ, λογισμέ μου, δώσ’ τους τη γλυκιά παραμυθία,

που ’ν’ από κάθε δύναμη και σθένος γυμνωμένα!

 

Ποιός στην καρδιά μου πνεύμα επίβουλο έχει εξαποστείλει; –

πνεύμα υψηλό, ευγενές και που την έχει πια γραπώσει·

της έσχατης ικμάδας της θα σβήσει το καντήλι.

 

Αχ, λογισμέ μου, να χαρείς, για δέξου την σαν φίλη,

τη δόλια μου ψυχή, που θέλει να σου ανακοινώσει

ό,τι ο Έρωτας τής κάνει, αλί, για να την εξοντώσει.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.