ΠΕΤΡΑΡΧΗΣ
σε δική μου μετάφραση
(απόσπασμα από το "Ασματολόγιο", ποίημα 126).
PABLO NERUDA
ΘΥΜΑΣΑΙ ΜΑΛΛΟΝ ΕΝΑΝ ΑΝΤΡΑ ΚΟΚΑΛΙΑΡΗ
Θυμᾶσαι μᾶλλον ἕναν ἄντρα
κοκαλιάρη
ποὺ ἀπ᾽ τὰ σκοτάδια ἐχύμιξε ἔξω σὰν μαχαίρι
καὶ πρὶν τὸ μάθουμε ἐμεῖς, τό ᾽ξερε ἐκεῖνος:
καπνὸ
εἶδε καὶ εἶπε πὼς ἀπ᾽ τὴ φωτιὰ πηδοῦσε.
Ἡ ὠχρὴ γυναίκα μὲ τὴ μελανή της κόμη
ἦρθε... ἀναδύθηκε σὰν ψάρι τῆς ἀβύσσου,
καὶ ἀνάμεσά τους στῆσαν, κόντρα στὴν ἀγάπη,
μιὰ μηχανὴ ὁπλισμένη μὲ χιλιάδες δόντια.
Γυναίκα καὶ ἄντρας ρήμαξαν βουνὰ καὶ κήπους,
ποτάμια
κατεβῆκαν, τοίχους ἀνεβῆκαν,
στὶς κορυφὲς κανόνια στυγερὰ ἀνεβάσαν.
Ἡ ἀγάπη τότε ἔμαθε ἀγάπη
πὼς τὴ λένε.
Τὸ βλέμμα μου σὰν ἔστρεψα πρὸς τ᾽ ὄνομά σου
ἐγώ, ἡ καρδιά σου, ἀγάπη, μοῦ ἄνοιξε τὸν δρόμο.
JORGE
LUIS BORGES
ΠΕΡΟΥ
Ἀπὸ τὰ πράγματα τοῦ ἀπείρου κόσμου μένει ἡ
γνώση
μόνο ἕνα-δυὸ νὰ ὁραματιζόμαστε, ἀφοῦ ἡ
λήθη
καὶ ἡ τύχη μᾶς ἀπογυμνώνουν. Τὸ Περοὺ ἀνεδύθη
ἁπλῶς στὴν ἱστορία ποὺ ὁ Πρέσκοτ ἔχει
σώσει
καὶ διάβασα ὡς παιδί. Ἦταν διαύγεια, ἀσήμι
καὶ εἶχε λάχει
νὰ δῶ ἀπὸ ἕνα σαμάρι ἐκεῖ νὰ κρέμεται τοῦ
μάτε
ἡ κούπα μὲ δυὸ φἰδια σταυρωτά, καὶ νὰ κοιμᾶται
τοῦ πόλεμου ἡ κλαγγή, τὴν ἄλικη
ποὺ ὑφαίνει μάχη.
Μετὰ ἦταν ὀ γιαλὸς ποὺ μὲ λυκόφως
σκυθρωπιάζει, ἡ
σιωπὴ στὴ μεσαυηλή, στὴν πέργκολα, στὸ
σιντριβάνι,
τοῦ Ἐγκοῦρεν κάτι στίχοι σ᾽ ἔνα ἀνάλαφρο
σεργιάνι,
καὶ στὸ ὄρος λείψανο τεράστιο
λίθων ποὺ ρεμβάζει.
Κι ἂν ζῶ, εἶμαι σκιὰ ποὺ ἡ Σκιὰ τῆς ἀπειλεῖ
τὴ σκήτη·
πεθαίνοντας δὲν θά ᾽χω δεῖ τὸ ἀπέραντό μου σπίτι.
Μετάφραση:
Γιῶργος Κεντρωτής.
PIER PAOLO PASOLINI
ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ
Δεν υπάρχει στην εποχή μας χειρότερη αμαρτία από το να
αρνούμαστε να δείξουμε κατανόηση: ακριβώς επειδή στην εποχή μας η αγάπη είναι
αδύνατον να διαχωριστεί από την κατανόηση. Η ευαγγελική προτροπή «να αγαπάς τον
πλησίον σου όπως τον εαυτό σου» πρέπει να συμπληρωθεί με το «να κατανοείς τον
πλησίον σου όπως τον εαυτό σου». Διαφορετικά η αγάπη είναι κάτι καθαρά
μυστικιστικό και απάνθρωπο.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
ΤΟ ΙΣΠΑΧΑΝ — IN NUCE
... vers l’azur noire
où tremble la mer de topazes
Arthur Rimbaud
Ἐντὸς τῆς κάμαρας νωθρὰ σαλεύει
τὸ κύμα τὸ γαλάζιο πού ᾽χει
φτάσει
τοπάζια μελανὰ νὰ κατεβάσει
στὸ ἡμίφως, σ᾽ ἕνα δάσος ἀπὸ
σκεύη
πού ᾽χαν ταιριάσει ἀπάντεχα μὲ τὰ
ὅσα
ἐπινοοῦν τὰ βλέμματα στὰ βάθη
τῶν ὁραμάτων. Ἂν ἐκεῖ τὸ ἀγκάθι
τοῦ ρόδου, ὡς ἀντανάκλαση βοώσα
τοῦ ἀρχετύπου τῶν κήπων τῆς
γαλήνης
καὶ τῆς τρυφῆς, τρυπήσει τῶν ὀνείρων
τὰ δάχτυλα, τὰ κύματα τῶν μύρων
θὰ σπᾶνε ὡς φλοῖσβος στὶς ἀκτὲς τῆς
κλίνης
καὶ ἡ στέγη, ὡσὰν τὸν ἀστερόεντα
αἰθέρα,
στὴ νύχτα μέσα θ᾽ ἀπαστράφτει ὡς
μέρα.
PABLO
NERUDA
ΠΟΥ
ΒΡΙΣΚΕΣΑΙ, ΜΑΤΙΛΔΕ; ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ;
Ποῦ βρίσκεσαι, Ματίλδε; Ποῦ εἶσαι; Ἔνιωσα τότε,
ἀνάμεσα γραβάτας καὶ καρδιᾶς, στὸ στῆθος
μιὰ κάποια ἐκεῖ ἀόριστη μελαγχολία:
στὰ ξαφνικὰ κατάλαβα ὅτι ἤσουν ἀπούσα.
Ἡ λάμψη τῆς ζωντάνιας μοῦ ᾽λειψε ποὺ ἔχεις·
καὶ ἀφοῦ εἶχα τὶς ἐλπίδες
μου καταβροχθίσει,
κατάματα εἶδα τὸ
κενό (χωρὶς ἐσένα)
σπίτι μὲ τραγικὰ
παράθυρα νὰ μένει.
Μὲ ἁγνή, μὲ μι᾽ ἄμιχτη
σιωπὴ ἀκούει ἡ στέγη
βροχές, χωρὶς φύλλα,
πανάρχαιες νὰ πέφτουν,
μὰ καὶ φτερά, καὶ ὅ,τι
ἡ νύχτα φυλακίζει.
Ἐδῶ ἔτσι ἐγὼ σὲ
περιμένω στὸ ἄδειο σπίτι
νὰ ᾽ρθεῖς καὶ νὰ μὲ
δεῖς καὶ νὰ μὲ κατοικήσεις.
Μὲ ἀπούσα ἐσένα τὰ
παράθυρα μὲ θλίβουν.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
JORGE
LUIS BORGES
ALL
OUR YESTERDAYS
Νὰ μάθω θέλω ποιοῦ εἶναι ἐμὲ τὸ
παρελθόν μου.
Ποιοῦ ἔχω ἐγὼ ἀπαρχές; Παιδιοῦ ἀπ᾽
τὴ Γενεύη
μ᾽ ἑξάμετρα λατινικά, ποὺ τοῦ
συνέβη
στὸ καθαρτήριο νὰ σβηστοῦνε τῶν ἐτῶν
μου;
Ἢ τοῦ παιδιοῦ ποὺ τοῦ πατέρα του ἔχει
ψάξει
τ᾽ ἀτέλειωτα βιβλία, πάντοτε
ζητώντας
ἀκρίβεια χαρτῶν καὶ καμπυλῶν,
ποθώντας
στοὺς τίγρεις καὶ στοὺς πάνθηρες
νὰ βάλει τάξη;
Ἢ μήπως κάποιος ἄλλος εἶμαι ποὺ εἶχε
σπρώξει
μιὰ πόρτα, γιὰ νὰ δεῖ ἕναν ἄλλον
νὰ πεθαίνει,
καὶ φίλησε στὸ φῶς τῆς μέρας μιὰ
χαμένη
μορφὴ ξεθωριασμένη, μὲ νεκρὴ τὴν ὄψη;
Εἶμαι ὅσοι δὲν ὑπάρχουν πιά· καὶ ζῶ ματαίως
τὸ δειλινό μου — στοὺς χαμένους τελευταῖος.
Μετάφραση:
Γιῶργος Κεντρωτής.
ΓΙΩΡΓΟΣ
ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
ΜΕ ΜΟΤΟ ΤΟΥ
ΜΠΟΡΧΕΣ
... ese montón de espejos rotos
J.L.B.
Τὰ θραύσματα, οἱ ὄγκοι οἱ λεῖοι τῶν κατόπτρων
τὸν χρόνο περιέχουν διασπασμένον·
στοὺς στίχους ὑποφώσκει τὸ σημαῖνον
καὶ οἱ ρίμες μὲς στὴ γλώσσα δίκην ρόπτρων
χτυποῦν νοήματα καὶ ἀλληλουχίες
ἠχοσυνόλων, γιὰ νὰ τοὺς ἀνοίξουν
τὰ μάτια ὡς ἄνθη. Θάλλοντας θὰ πνίξουν
τὰ λόγια σὲ νερῶν σκϊαμαχίες.
Καθρέφτες εἶναι καὶ οἱ στιγμὲς τῶν πρώτων
βλεμμάτων ποὺ ἐν κρυπτῷ τὰ φῶτα κλέβουν
τῆς γνώσης· μά, ὅπως τὴν ἐπιβραβεύουν,
τὴ σπάζουν στὴ θυμέλη τῶν ἐρώτων.
Κομμάτια γίνεται κι ἐκείνη ἡ σπάθη
ποὺ κατοπτρίζει με αἵματα τὰ πάθη.
JORGE LUIS BORGES
Ο ΑΛΛΟΣ
Στὸ πρῶτο ἀπ᾽ τὰ χιλιάδες χάλκινα μακρὰ
ἑξάμετρά του ὀ Ἕλληνας ἐπικαλεῖται
τὴν μῆνιν τοῦ Ἀχιλλέα γιὰ νὰ ὑμνήαει εἴτε
τὴ
μούσα τὴ γνωστὴ εἶτε μιὰ κρυφὴ φωτιά.
Ἤξερε
ὅτι ἕνας ἄλλος —ἕνας Θεός— κινεῖ
μ᾽ αἰφνίδιο φῶς τοὺς σκοτεινούς μας μόχθους. Αἰῶνες
μετὰ ἔρχεται ἡ Ἁγία Γραφὴ νὰ πεῖ μὲ εἰκόνες
ἀχνὲς
ὅτι τὸ Πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ.
Τὸ τέλειο ἐργαλεῖο (τὸ πέρα ἀπ᾽ τὰ συνήθη)
ὁ ἀδίστακτος καὶ ἀνώνυμος θεὸς τὸ δίνει
στοὺς ἐκλεκτούς του: ὁ Μίλτων παίρνει τὴν ὀδύνη
τῶν τοίχων τῆς σκιᾶς· ὁ Θερβάντες μόνο λήθη.
Δικό του εἶναι ὅ,τι μὲς στοῦ χρόνου ἐγκεταστάθη
τὴ μνήμη. Ἁπλῶς δικό μας εἶν᾽ τὸ κατακάθι.
Μετάφραση: Γιῶργος
Κεντρωτής.
PABLO NERUDA
ΔΕΝ ΕΧΩ ΠΙΟ
ΠΟΛΥ, ΔΕΝ ΕΧΩ ΠΑΝΤΑ
Δὲν ἔχω
πιὸ πολύ, δὲν ἔχω πάντα. Μὲς στὴν ἄμμο
ἡ
νίκη ἀκούμπησε, ἐκεῖ, τὰ χαμένα της τὰ πόδια.
Εἶμαι
ἄνθρωπος φτωχός. Τοὺς ὅμοιούς μου ἀγαπάω.
Κι ἂν
δὲν σὲ ξέρω, σ᾽ ἀγαπῶ. Κι ἀγκάθια δὲν πουλάω
οὔτε
χαρίζω. Ξέρουν ἴσως πὼς ἐγὼ δὲν πλέκω
στεφάνια
ματωμένα, πὼς πολέμησα τὴ χλεύη·
μὲ ἀλήθεια
ἐγέμισα τὴν πλημμηρίδα τῆς ψυχῆς μου·
τὴν ἀχρειότητα
τὴν πλήρωσα μὲ περιστέρια.
Ποτέ
μου ἐγὼ δὲν εἶχα τὸ «ποτέ», δὲν τὸ γνωρίζω.
Γιατὶ
ἤμουν, εἶμαι καὶ θὰ εἶμαι ἀλλιῶς. Τὸν ἔρωτά μου,
ποὺ ἀλλάζει
συνεχῶς, ἐπικαλοῦμαι· καὶ φωνάζω
γιὰ
τὴν ἁγνότητα. Τῆς λήθης λίθος εἶναι μόνο
ὁ
θάνατος. Μὲ ἀγάπη σοῦ φιλῶ βαθιὰ τὸ στόμα.
Ξύλα
νὰ φέρουμε, ν᾽ ἀνάψουμε φωτιὰ στὰ ὄρη.
Μετάφραση: Γιῶργος
Κεντρωτής.
PABLO NERUDA
ΞΑΝΑΓΥΡΙΖΕΙ Ο
ΜΑΡΤΗΣ ΜΕ Τ᾽ ΑΠΟΚΡΥΦΑ ΤΟΥ ΦΩΤΑ
Ξαναγυρίζει
ὁ Μάρτης μὲ τ᾽ ἀπόκρυφά του φῶτα·
σ᾽ ὅλους
τοὺς δρόμους τ᾽ οὐρανοῦ γλιστροῦν τεράστια ψάρια·
ἀπόσιγο
τὸ πούσι τῆς στεριᾶς κοντοζυγώνει·
τὰ
πράγματα ἕνα-ἕνα μέσα στὴ σιωπὴ κυλᾶνε.
Στὴν
κρίση αὐτὴ εὐτυχῶς τῆς πλανημένης ἀτμοσφαίρας,
ξαναένωσες
ζωὲς φωτιᾶς μὲ ζωὲς ἀρχιπελάγους,
τὴ
γκρίζα κίνηση τοῦ πλούτου ποὺ εἶχε ὁ χειμώνας,
τὸν
τύπο ποὺ ἔβαλε ὁ ἔρωτας νὰ φτιάξει τὴν κιθάρα.
Ὦ ἀγάπη,
ὦ ρόδο ἀπὸ σειρῆνες καὶ ἀπὸ ἀφροὺς βρεγμένο,
φωτιὰ
ποὺ μι᾽ ἀόρατη ἀνεβαίνει σκάλα καὶ χορεύει·
ξυπνᾶ
ξανὰ στὴ σήραγγα τῆς ἀγρυπνίας τὸ αἷμα
νὰ
φάει καὶ νὰ καταπιεῖ τῶν οὐρανῶν τὸ κύμα·
ἡ
θάλασσα τὸ βιός της λησμονᾶ καὶ τὰ λιοντάρια
κι ὁ
κόσμος μὲς στὰ σκοτεινά της δίχτυα (νά τος!) πέφτει.
Μετάφραση: Γιῶργος
Κεντρωτής..
ΓΙΩΡΓΟΣ
ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
ΠΟΙΗΣΙΝ
ΔΕ ΧΕΙΡΩΝ ΑΥΤΗΣ
Τῆς
καλλονῆς τὰ χέρια εἶναι μελέτη
σὲ
βάθος τῆς αἰθρίας, τῶν ἀστέρων,
τῶν
θαλασσίων κήπων, καὶ ἐνδιαφέρον
ποὺ ἡ
μουσικὴ γιὰ τὸ λευκὸ διαθέτει.
Τὰ
χέρια φέρνουν τ᾽ ἄνθη στὰ πανέρια
τῶν
λόγων, τῶν βλεμμάτων καὶ τοῦ κάλλους·
τοὺς
σκόπελους λειαίνουν, τοὺς ὑφάλους
ὑψώνουνε.
Τῆς καλλονῆς τὰ χέρια
ποδοπατοῦν
τοῦ θάνατου τὸ κράτος,
τὸν ἔρωτα
χειροκροτοῦνε ἀφάτως.