VICENTE
ALEIXANDRE
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ
Ι
Είναι
όλοι τους εκεί· τους βλέπεις που περνάνε.
Αχ,
ναι, εκεί – και πόσο θά ’θελες να βρεθείς κι εσύ μαζί τους, να σε αναγνωρίσουν!
Ο
μανιασμένος μες στην καρδιά σου ανεμοστρόβιλος σε τρελαίνει.
Μάζα
πόνου ξέφρενη, κατάστικτη
κόντρα
σε τούτους τους βουβούς και σάρκινους από μέσα τοίχους.
Και
μετά, κάνοντας την ύστατη προσπάθεια, αποφασίζεις. Ναι, περνούν – συμβαίνει να
περνούν.
Όλοι
και όλα περνούν. Υπάρχουν παιδιά, γυναίκες. Άντρες σοβαροί. Πένθος αληθινό,
βλέμματα.
Και
μια μάζα μόνη, ένα μόνο ον παρελαύνει σύσσωμο.
Κι
εσύ, με σφιγμένη την καρδιά, τσακισμένος από τον μοναχικό σου πόνο, με μιαν
ύστατη προσπάθεια συμμετέχεις.
Ναι,
επιτέλους, συναντιέσαι με όλους, βρίσκεσαι!
Εκεί
γαλήνιος στο κύμα παραδίνεσαι. Ήσυχος παρασύρεσαι.
Και
σπρώχνεσαι λικνιστικά, ξανοίγεσαι, έχεις πλέον μαλακώσει.
Και
ακούς ένα βουητό πυκνό, υπόκωφο τραγούδι σάμπως.
Χιλιάδες
υπάρχουν καρδιές και φτιάχνουν τη μία καρδιά που σε κουβαλάει.
II
Μόνο
μία καρδιά σε κουβαλάει.
Παραιτήσου
από τον ίδιο σου τον πόνο. Δώσε τούτη την εντολή στη σφιγμένη σου καρδιά.
Μόνο
μία καρδιά σε διατρέχει, μόνο ένας παλμός ανεβαίνει στα μάτια σου,
εισβάλλει
με ορμή στο σώμα σου, ανεβοκατεβάζει το στήθος σου, σε κάνει να κουνάς τα χέρια
σου έτσι όπως τώρα προχωράς.
Κι
αν ορθωθείς για μια στιγμή, αν για μια στιγμή υψώσεις τη φωνή σου,
καλά
θα ξέρω τότε εγώ τί τραγουδάς.
Ό,τι
μέσα απ’ όλα τα σχεδόν άπειρα σκοτεινά σώματα έχει γίνει ένα και λάμπει,
ό,τι
μέσα από σώματα και ψυχές απελευθερώνεται ξαφνικά στην κραυγή σου
είναι
η φωνή όσων σε κουβαλάνε, η φωνή η αληθινή και η υψωμένη
εκεί
όπου μπορείς ν’ ακούσεις τον εαυτό σου,
εκεί
όπου με έκπληξη τον εαυτό σου αναγνωρίζεις.
Μέσ’
απ’ τον λαιμό σου, απ’ όλες τις σκόρπιες καρδιές ανεβαίνει η φωνή διαυγής στον
αέρα.
III
Και
είναι για όλα τ’ αφτιά. Ναι, για κοίταξέ τα πώς σε ακούνε.
Τον
εαυτό τους ακούνε τώρα. Ακούνε μια φωνή μοναδική που τους τραγουδάει.
Είναι
η ίδια τού τραγουδιού η μάζα και κινούνται σαν κύμα.
Κι
εσύ (βυθισμένος, σχεδόν διαλυμένος, σαν κόμπος της ύπαρξής σου όντας) τον εαυτό
σου αναγνωρίζεις.
Η
φωνή που τα κουβαλάει ακούγεται. Απλώνεται σαν δρόμος.
Όλα
τα φυτά την πατάνε.
Την
πατάνε όμορφα, τη χαράζουν με τη σάρκα τους.
Ξεδιπλώνεται,
προσφέρεται, και με όλο της το βάρος η μάζα όλη τούτη παρελαύνει.
Σαν
βουνό υψώνεται. Είναι το μονοπάτι όσων με βήμα στρατιωτικό περνάνε.
Ανεβαίνει
ίσαμε τις καθαρές ακρώρειες. Ο ήλιος ανοίγει πάνω από τα μέτωπα.
Και
στην κορυφή, δείχνοντας όλο της το μεγαλείο, όλοι ήδη τραγουδούν.
Η
φωνή σου είναι αυτή που τα εκφράζει. Η φωνή σου η συλλογική και ανεβασμένη.
Και
ένας ουρανός παντοδύναμος, πέρα ως πέρα υπαρκτός,
φτιάχνει
τώρα με μεγαλοπρέπεια ολόκληρο τον μέσα ήχο τού ανθρώπου.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.