Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2024

ΣΤΑΛΜΕΝΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ Λ. ΜΑΒΙΛΗ

 




ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

 

ΣΤΑΛΜΕΝΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ Λ. ΜΑΒΙΛΗ

 

Στη σιγαλιά η ψυχή σου είναι φευγάτη,

μόνη· μισείς το στόμα που γαβγίζει,

αλλ’ ω του αρχοντικού σονέτου εργάτη,

της πατρίδας η αγάπη σε φλογίζει.

 

Σ’ αλαβαστρένια γάστρα ολογιομάτη

απ’ αγνή ντόπια γη μοσκομυρίζει

και τρέμει ένα λουλούδι ονείρου, κάτι

που δύσκολα ο καθείς το ξεχωρίζει.

 

Γάστρα είν’ ο στίχος, και λουλούδι ο νους σου.

Μα τη γάστρα τη σύντριψ’ ένα χέρι,

κι η γαλανή ομορφιά του λουλουδιού σου

 

τον καπνό της μπαρούτης ήβρε ταίρι

στην Κρήτη, στην κορόνα του πελάγου,

μάνα της ρίμας και του τουρκοφάγου.

 

1896


ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΕ Ο ΠΟΛΥΛΑΣ

 




ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

 

ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΕ Ο ΠΟΛΥΛΑΣ

 

Ρυθμών και Στοχασμών άυλα φτερά και χέρια

τη λυτρωμένη την ψυχή σου απ’ το κορμί της

την πήραν και την παν ολόισα προς τ’ αστέρια·

στέκετ’ εκεί η πομπή και κόβει την ορμή της.

 

Στων παραδείσων τα υπερκόσμια καλοκαίρια,

στης Λύρας τ’ άστρο, εκεί που ο ψάλτης και ο τεχνίτης

λάμπουν αθάνατ’ από πνεύμα περιστέρια,

του Σολωμού σε σέρνει ο ίσκιος ο μαγνήτης.

 

Πατρικά σ’ οδηγεί σε δυο Θαβώρ αγνάντια,

σ’ αφήνει εκεί και λέει: «Νά η δόξα σου! Εδώ στάσου,

κι ένα ταίρι γιγάντιο σαν από διαμάντια

 

κατάβαθα αβασίλευτο βλέπε μπροστά σου,

και σαν αέρι από λατρεία πνέε τριγύρω

στον Όμηρο, μακάριε, και στο Σαιξπήρο!»

 

1896


ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΑ "ΑΛΑΝΙΑ"



ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΑ "ΑΛΑΝΙΑ"


εδώ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ






ΑΠΟ ΤΗ ΦΙΛΗ ΜΟΥ NORMA ETCHEVERRY

Existe todavía ( y gracias a los dioses) una cierta clase de personas...
que, entre otras cosas igual de mágicas, envía cartas y libros por correo. Adoro cuando el correo trae sobres donde se adivinan palabras, versos, poemas, y si vienen con sellos extranjeros, más aún, porque se huelen aires marinos, sales del océano, vuelos de gaviota, acentos de otras lenguas; en fin, pequeñas maravillas de la fraterna amistad de los poetas. Esa que todavía sobrevive, entre otras cosas igual de mágicas, pero especialmente la amistad de los poetas, la que resiste para que sobreviva la verdad de la poesía.
Gracias, querido amigo! (Tu envío trajo atardeceres de Corfu, mares azules, voces helénicas, resabios de una cultura y una filosofía que formó incontables espíritus y cvilizaciones enteras).

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2024

ΔΥΟ-ΤΡΙΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΜΠΛΑΝΑ

 




ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ

 

ΔΥΟ-ΤΡΙΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΜΠΛΑΝΑ

 

Με τον Γιώργο γνωριζόμασταν από πολύ-πολύ παλιά, από τότε που εργαζόταν ως υπάλληλος στο βιβλιοπωλείο «Πρωτοπορία». Ήταν κάτω, στο υπόγειο, στον τομέα της Λογοτεχνίας. Σοβαρός, μαζεμένος, συνεσταλμένος. Θα έλεγα «μελαγχολικός». Αυτή την εικόνα του έχω κρατήσει στον νου μου. Τον θυμάμαι να είναι μεν πωλητής βιβλίων, αλλά και να έχει πάντα στα χέρια του κάποιο βιβλίο ανοιγμένο – απόδειξη ότι διάβαζε. «Μπορείς να συγκεντρωθείς στο διάβασμα εδώ;» – κάτι τέτοιο τον είχα ρωτήσει την πρώτη φορά που τον είδα, απλώς για να του πιάσω κουβέντα, έχοντας πιο πολύ απορήσει για το τί διάβαζε παρά για το ότι κατάφερνε και διάβαζε μες στην κίνηση του μεγάλου βιβλιοπωλείου και τη σχετική φασαρία. Είχε το βιβλίο τσακισμένο στα δύο, στη ράχη του, και δεν φαινόταν το εξώφυλλό του. Μου είχε απαντήσει κάτι σαν «Δεν πρέπει να χάνουμε χρόνο». Και επειδή μου άρεσε η απροσδόκητη απάντησή του, που μου την έδωσε με κάποια καθυστέρηση και συστολή, αν όχι δειλία, βρήκα την αφορμή να τον ρωτήσω τί ακριβώς διάβαζε. «Ποίηση. Χόλντεριν», μου απάντησε. Εξυπνάκιας εγώ έσπευσα να τον διορθώσω: «Χέλντερλιν». Η απόκριση που έλαβα δεν ήταν τώρα μόνο απροσδόκητη, αλλά ήταν και κυριολεκτικώς αποστομωτική: «Το ίδιο είναι». Γι’ αυτό και δεν επέμεινα στην ορθοέπεια ως προς το όνομα του μεγάλου Γερμανού. Εικάζοντας από το μέγεθος και το πάχος του διπλωμένου βιβλίου ότι πρόκειται για τη μετάφραση των Ποιημάτων του από τον Παπατσώνη, εκδόσεις Ίκαρος, του το «μάντεψα». Μου το επιβεβαίωσε: «Ναι, του Παπατσώνη είναι».

Σε λίγο καιρό και επί αρκετό καιρό βρεθήκαμε να διαβάζουμε (με τις αναγκαίες διακοπές) στο υπόγειο της Πρωτοπορίας Χέλντερλιν. Μου το είχε ζητήσει, αφού έμαθε ότι ήξερα γερμανικά, και του εξηγούσα λέξη-λέξη και κατά λέξη το γερμανικό πρωτότυπο. Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση η αφομοιωτική ικανότητά του.

Για κάμποσους μήνες μιλούσαμε συχνά και γενικώς για λογοτεχνία. Ούτε θυμάμαι τί ακριβώς λέγαμε. Πάντως τον απασχολούσαν πράγματα που εμένα με άφηναν –τότε– αδιάφορο. Το 1985 έφυγα για διδακτορικές σπουδές στη Γερμανία. Επέστρεφα στην Αθήνα κάθε Ιούλιο και ξανάφευγα για τη Γερμανία στα τέλη Σεπτεμβρίου. Συναντιόμασταν περιστασιακά στην «Πρωτοπορία», διότι εντωμεταξύ είχα αλλάξει και βιβλιοπωλική στέγη: είχα γίνει πελάτης του «Βιβλιοπωλείου της Εστίας» στην οδό Σόλωνος, και έμεινα μέχρι που έκλεισε. Ο Μπλάνας είχε διαβάσει πάρα πολύ – για την ακρίβεια είχε γίνει μελετητής… συστηματικός μελετητής. Δεν χρειαζόταν πολύ για να το καταλάβεις. Και χαιρόμουν – και γι’ αυτό και για τις κάποιες αραιές συζητήσεις μας.

Το 1994 μετακόμισα στην Κέρκυρα, όπου μένω μέχρι και σήμερα. Χαθήκαμε για πολύ καιρό με τον Γιώργο, για πάνω-κάτω τρεισήμισι χρόνια. Τον πέτυχα στα τέλη του 1997 στο υπόγειο του «Διάττοντα», Ιπποκράτους 75, στο τυπογραφείο του φίλου μου του Νίκου Βοζίκη, όπου θα εξέδιδε μια ποιητική συλλογή σε πλακέτα. Πρόκειται για το βιβλίο «Η αναπόφευκτη ανθηρότητά σου», που κυκλοφόρησε τον Γενάρη του 1998. Δεν ήξερα ότι έγραφε ποιήματα. Δεν είχε τύχει να μου το πει. Μιλήσαμε για κανά δεκάλεπτο, κανόνισα εγώ τις δουλειές μου με τους μάστορες τυπογράφους του «Διάττοντα», χαιρετηθήκαμε και έφυγα. Ούτε τηλέφωνα ανταλλάξαμε ούτε είπαμε να ιδωθούμε. Μετά από έναν μήνα, που ξαναπέρασα από τον «Διάττοντα», βρήκα να μου έχει αφήσει με αφιέρωση την προηγούμενη (που ήταν και η πρώτη του) ποιητική συλλογή του:  «Η ζωή κολυμπά σαν φάλαινα ανύποπτη πριν τη σφαγή» (Υάκινθος, 1987).

Πολλά χρόνια πέρασαν και δεν τον ξανάδα. Θέλω να πω: τον ξανάδα μία μόνο φορά το 2015 ή το 2016 στην Πλατεία Ελευθερίας στο Νέο Ψυχικό. Μιλήσαμε με μεγάλη εγκαρδιότητα, αλλά μόνο για δέκα λεπτά – ήμασταν, άλλωστε, με τις παρέες μας. Είπαμε να βρεθούμε να τα πούμε. Δεν βρεθήκαμε. Από τότε τα λέγαμε όμως καμιά φορά στο Facebook – λίγο, δια βραχυτάτων.

Δημοσίευσε και άλλες ποιητικές συλλογές, τις προμηθεύτηκα όλες και τις διάβασα ακανόνιστα, δηλαδή ανάκατα. Τις διάβασα όλες μονομιάς μέσα σε έναν μήνα μετά τα χρόνια των μνημονίων. Μού έκανε εντύπωση η δύναμη της γραφής του. Δεν είμαστε της ίδιας σχολής, αλλά αυτό ακριβώς είναι ό,τι πάντα μού συμβαίνει χωρίς καθόλου να εκπλήττομαι: το ότι εντυπωσιάζομαι από τα «άλλα», από τα «διαφορετικά», από ό,τι δεν μου είναι «στενά οικείο». Κι όσο διάβαζα τα έργα του θυμόμουν πάντα (με λίγη πίκρα ομολογώ) τον… Χόλντεριν! Τα διάβασα, όπως είπα, όλα, και πρωτίστως χάρηκα για την «πρόοδό» του, θεωρώντας ότι κι εγώ (ως το πάλαι ποτέ συνομιλητής του) είχα συμβάλει μια σταλιά σε αυτή την πρόοδό του.

Ο Γιώργος ρίχτηκε στη μετάφραση κλασικών κειμένων. Τέρας εργατικότητας. Έβγαλε πολλά βιβλία. Αυτό ήταν και το «λάθος» του. Μπήκε στο μάτι πολλών αταλάντων με «άκρες» και υπεράγαν φιλοδόξων. Οι λοιδορίες στο πρόσωπό του ήταν το λιγότερο. Οι κακίες και οι ύβρεις έδιναν και έπαιρναν. Καλά, δεν είναι στα μέρη μας και πρωτόγνωρο το φαινόμενο…  Δεν ξέρω πώς το είχε αντιμετωπίσει, πώς το είχε διαχειριστεί. Δεν έχει σημασία τώρα πιά, αλλά μάλλον θα είχε στενοχωρηθεί. Το εικάζω.

Με τον Μπλάνα δεν υπήρξαμε φίλοι. Είχαμε γνωριστεί, όπως έγραψα ότι είχαμε γνωριστεί, αλλά καλά-καλά δεν ήμασταν ούτε «γνωστοί». Απλώς γνωριζόμασταν και τρέφαμε συμπάθεια ο ένας για τον άλλον. Κι όμως, όταν από τον κοινό μας φίλο Μιχάλη Παπαντωνόπουλο πληροφορήθηκα τον θάνατό του (και πρέπει να ήμουν εκείνος που πρώτος ανακοίνωσε την απέλευσή του από τα εγκόσμια στο Facebook), ένιωσα βαθύτατη λύπη, σαν να έχασα πολύ δικό μου άνθρωπο… σαν να έχασα καλό μου φίλο.


Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2024

ΚΡΙΤΙΚΗ

 


- Τα παζολινικά αλάνια -
Άραγε, τι θα μπορούσε να συμβεί, εάν η ζωή μας μετατρεπόταν σε ένα νήμα από στιγμιαία «είναι», αλλά ταυτόχρονα διατηρούσαμε την ικανότητα να απολαμβάνουμε συνειδητά το καθένα από αυτά, εν είδει ενός χαϊντεγκερικού DaSein;
Από την άλλη, πως θα μπορούσαμε κάθε πρωινό να ανακαλύψουμε το νήμα της προηγούμενης και όχι μιας οιασδήποτε άλλης ημέρας;
Ή μήπως η καθημερινότητα μας δεν είναι τίποτα παραπάνω ή λιγότερο από ένα μαζικό πεπρωμένο, από ένα σημείο τομής, κατά Lobachevsky, πολλαπλών παράλληλων γραμμών;
Εάν όλα αυτά τα ερωτήματα τα σχεδιάσουμε επί χάρτου και τα χρωματίσουμε με μια γλώσσα απολύτως δυναμική, που παρεισφρέει στα εσώτατα διαμερίσματα της παιδικής ψυχής, που διαστέλλεται και συστέλλεται αναζητώντας τα ίδια της τα ακρώτατα, τότε θα σχηματιστεί μπροστά στα μάτια μας η παζολινική Ρώμη.
Ο πολυπράγμων Ιταλός σκηνοθέτης, με πηλό την σκληρή παιδική πραγματικότητα και τη γλώσσα της εποχής του, έρχεται με τα «αλάνια» του (Ragazzi di Vita) να πλάσει τον homo ludens της Ρώμης, να αναζητήσει δηλαδή μέσα από τα δραματικά παιχνίδια της μοίρας το ίδιο το νόημα της ζωής, αλλά μετέπειτα και της ίδιας του της τέχνης. Ο σπουδαίος Yorgos Kentrotis απογείωσε μέσω της μεταφραστικής του δεινότητας το κείμενο, η δε απολύτως εμπνευσμένη απόδοση στα Ελληνικά του τίτλου, γιγάντωσε την επιθυμία να ανοίξουμε τη δική μας πόρτα ώστε να μπουν μέσα αυτά τα «αλάνια»...
ΥΓ - Φωτό: Τα «αλάνια» δεν πάνε μόνο Ρώμη, αλλά και στο «αλεμανικό» Bochum...

ΒΙΒΛΙΑ... ΒΙΒΛΙΑ...






Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2024

ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑ

 



ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑ
Στον σταθμό του ΚΤΕΛ, στον Κηφισό, στις 21.00 χτες συναντηθήκαμε (έχει ξανασυμβεί) με τον Βασίλη Λαλιώτη. Καταφθάσαντες αμφότεροι εξ επαρχίας στο κλεινόν άστυ. Σε 20 λεπτά καλύψαμε Σολωμό, Λεοπάρντι, Λόρκα και Νερούδα. Βγάλαμε και τούτες τις φωτογραφίες. Πολύ το φχαριστήθηκα. Άσε που ο Βασίλης με "ανάγκασε" να ξαναπιάσω τον Λεοπάρντι και κυρίως το Zibaldone του.

ΔΙΑΛΕΞΗ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΙΟΝΙΟ ΑΚΑΔΗΜΙΑ

 



ΔΙΑΛΕΞΗ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΙΟΝΙΟ ΑΚΑΔΗΜΙΑ
"Ο ΣΟΛΩΜΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΦΩΣΚΟΛΟ ΣΤΗ ΖΑΚΥΝΘΟ"
στο πλαίσιο του συνεδρίου ¨Μπάυρον, Σολωμός, Κάλβος, Παλαμάς: Διασταυρώσεις".

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2024

ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΣΤΕΡΗΜΕΝΟ ΑΠΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ ΕΡΩΤΑ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΣΤΕΡΗΜΕΝΟ ΑΠΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ ΕΡΩΤΑ

 

Νιώθω τη σιωπή σαν την άσπρη πέτρα που γλιστράει πάνω στις καρδιές των μανάδων, και δεν έχω δύναμη άλλη πέρα απ’ το να σας συγχωρήσω όλους για το κακό που μού’χετε κάνει, χωρίς να το αγνοείτε, με τη μορφή της σκιάς σας όταν περάσατε.

 

Είσαστε όλοι τόσο καθαροί, διάφανοι σαν τον κισσό, κι έτσι έναν-έναν σας μπορώ εγώ να σας παραμερίσω από τα συναισθήματά μου, που δεν με γαργαλάνε πια με τούτο το οδυνηρό σαν γυναικείο αιδοίο κουκουνάρι που έχω εξορίσει από τα μάτια μου. Μιλάω για τη γλυκιά σφήκα, για την απαράμιλλη γλυκύτητα που έσβησε το φως κάτω από τη σάρκα, όταν έδινε την αίσθηση του πόνου που διανέμει τον θάνατο, γι’ αυτή τη λεπτή διέλευση που συνίσταται στην υπογραφή με νερό πάνω σε λευκό φύλλο χαρτιού, εκμεταλλευόμενη ακριβώς  τη στιγμή που αρχίζει η καρδιά να υποχωρεί .

 

Είναι αργά να το σκεφτείς. Αυτό το αίσθημα καθυστέρησης πάντοτε οδηγούσε στο να φυτρώνουν τριαντάφυλλα στον ώμο, στο να πετάει κάποιο χειλάκι χωρίς ν’ ακούγεται, στο ν’ αχνοσβήνει η ζωντανή σου πραγματικότητα σαν αέρας που ανεβαίνει.

 

Το αδρανές σχήμα του χαρτιού, στο οποίο ακουμπά τρυφερά το μάγουλό του, δεν ξεγελάει, αναστενάζει και δεν αποκρίνεται, κρύβει τον σκελετό των οστών του, τη στιγμιαία νικέλινη πεταλούδα που πάλλεται κάτω από την κερωμένη του επιφάνεια. Μη με ρωτάς περισσότερα. Ηρέμησε. Ανακάλεσε στον νου σου τη σωτηρία των χεριών, εκείνη την ενδελεχή πτήση με την οποία προβλέπεται η άφιξη σε κάτι βελούδινα όρη, όπου τα μάτια θα μπορέσουν τελικά να δουν ένα καυτό τοπίο, μιαν απαλή μετάβαση που συνίσταται στο να ψελλίζεις ένα όνομα στ’ αφτί, ενώ την ίδια στιγμή θα ξεχνάς ότι ο ουρανός είναι πάντα ο ίδιος.

 

Κοιμήσου κορίτσι μου. Ακόνισε των νυχιών σου την ποιότητα, όση ώρα θολώνεται η ευαισθησία του αφηρημένου στήθους σου και καταλήγει να γίνει ένας στενεμένος γιαλός, αναπνοή με όρια που δεν πρέπει καθόλου να ξαφνιάζεται από τη νέα σελήνη.

 

Παρατημένο έχεις πρόσωπο. Τούτη η χαλαρότητα δεν είναι η χαλαρότητα των άκρων σου. Τούτη η ησυχία που διακηρύσσει με το ζώδιό της την ισχύ και την εγκυρότητα της ημέρας είναι ψέμα καθαρό που υπεκφεύγει, που δεν μπορεί να φύγει και που καταλήγει να γίνει λαχανικό. Μην επιμένεις, αλλά μεγάλωσε αμέσως τώρα. Μη μου λες ψέματα ότι ένα δάκρυ υδραργύρου τρυπάει τη γη και λιμνάζει, ότι δεν βρίσκει τη ρίζα και αρκείται απλώς στα χείλη, με εκείνο το οδυνηρό σάλιο που γλιστράει και που μου καίει τα χέρια με την ιστορία του, με τη λάμψη της όψης που επανεπινοήθηκε για να πεθάνει στου ρυακιού το ρέμα που ούτε καν ξέρω που βρίσκεται μες στη βουβωνική μου χώρα.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2024

ΤΟ ΣΩΜΑ ΚΑΙ Η ΨΥΧΗ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΤΟ ΣΩΜΑ ΚΑΙ Η ΨΥΧΗ

 

Πλην όμως είναι ακόμα πιο θλιβερό, πολύ πιο θλιβερό.

Θλιβερό σαν το κλαδί που του πέφτουν οι καρποί του ανώφελα.

Κι ακόμα θλιβερότερο, ακόμα. Σαν εκείνον τον αχνό

που βγαίνει από το χώμα αποπνέοντας έπειτα και τον νεκρό πολφό.

Σαν εκείνο το χέρι που σηκώνεται απ’ το ξαπλωμένο σώμα

και το μόνο που θέλει είναι να χαϊδέψει τα φώτα,

το λυπημένο χαμόγελο, τη βελούδινη και αμίλητη νύχτα.

Φως της νύχτας στο κορμί το ξαπλωμένο, το άψυχο.

Ψυχή έξω, ψυχή έξω απ’ το σώμα, ιπτάμενη

απαλά-απαλά πάνω από τη θλιβερή εγκαταλελειμμένη μορφή.

Ψυχή όλο γλυκιά ομίχλη, ψυχή αιωρούμενη

επάνω από τον παλιό της εραστή, σώμα ανυπεράσπιστο

που κάτωχρο ψύχεται τις ώρες τις νυχτερινές

και μένει ήρεμο, μόνο του, ευγενικά άδειο.

 

Ψυχή ερωτική που αγρυπνάει και χωρίζεται

διστακτικά, και τελικά φεύγει με εκδήλως τρυφερή ψυχρότητα.

 

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2024

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΓΛΥΦΗ ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΗ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΓΛΥΦΗ ΑΝΑΚΟΥΦΙΣΗ

 

Σήμερα επιθυμώ να σου δηλώσω τον έρωτά μου.

 

Ένα ποτάμι αίμα, μια θάλασσα αίμα είναι τούτο το έναστρο φιλί που έπεσε στα χείλη σου. Τα δυο σου στήθη είναι πολύ μικρά για να συνοψιστεί ολόκληρη ιστορία. Μάγεψέ με. Πες μου την ιστορία αυτού εδώ του σπίλου που δεν γνωρίζει τοπίο. Υλοτομημένο δάσος που θα μ’ έκανε να υποφέρω, πεδιάδα ίσια καθαρή.

 

Η συντροφιά σου είναι αλφαβητάρι. Θα τελειώσω χωρίς να σε ακούω. Τα σύννεφα δεν φεύγουν μεν απ’ το κεφάλι σου, υπάρχουν όμως ψάρια που δεν αναπνέουν. Τα πεσμένα σου μαλλιά δεν κλαίνε, ακριβώς επειδή τα μαζεύω πίσω στην πλάτη σου. Τρέμεις από λύπη, γιατί οι χαρές φεύγουνε, πετάνε. Ένα παιδί καβαλάει κρυφά το χέρι μου. Στη μέση σου τίποτ’ άλλο δεν υπάρχει παρά μόνο το ήρεμο άγγιγμα μου. Η καρδιά σου θα πεταχτεί απ’ το στόμα σου, μόλις αρχίσει να παίρνει η καταιγίδα χρώμα βιολετί. Το τοπίο αυτό είναι τώρα νεκρό. Μια πεσμένη πέτρα φανερώνει ότι πάει να τελειωθεί η γυμνότητα. Ξάπλωσε δίχως να σε πάρουν είδηση. Στο μέτωπό σου υπάρχουν κάτι καταξασπρισμένα σχέδια. Τα χρυσά βραχιόλια ζώνουν το νερό, τα χέρια σου είναι αμόλυντα – ας αναφερθεί: αμόλυντα, καθαρά. Μη μου δένεις το λαιμό – θα πιστέψω ότι όπου νά ’ναι πάει να νυχτώσει. Οι βροντές είναι υπόγειες. Του ρεύματος δεν φαίνεται ο διακόπτης. Υπάρχει μι’ ασφυξία που βγαίνει από το στόμα μου. Τα λευκά σου δόντια είναι στο κέντρο της γης. Τα κίτρινα πουλιά καδράρουν τις βλεφαρίδες σου. Μην κλαις. Ναι, σ’ αγαπώ. Το στήθος σου δεν είναι βασιλικός στη γλάστρα· είναι όμως το λουλούδι εκείνο το άλλο, το καυτό. Πνίγομαι. Ο κόσμος καταρρέει, γκρεμίζεται στην κατηφόρα. Κι εγώ πεθαίνω.

 

Θα μεγαλώσουν οι μανόλιες. Γυναίκα, οι μασχάλες σου είναι κρύες. Τα ρόδα θα μεγαλώσουν τόσο, που θα καταπνίξουν όλους τους θορύβους. Κάτω από τα μπράτσα σου ακούγεται ο χτύπος της καρδιάς που είναι όλη από καστόρι. Και τί φιλί! Πάνω από την πλάτη σου ένας καταρράκτης με παγωμένο νερό θα σου θυμίσει τον προορισμό σου. Είναι γιός μου. —Η φωνή σχεδόν βουβή.— Μα η απαλότατη φωνή σου και ο πολύ βραχνός ο βήχας θα φτύσουν τα ζοφερά άνθη. Τα φώτα θα βυθιστούν στο χώμα, θα πετάξουν ρίζες μες στο μεσημέρι. Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, δεν σ’ αγαπώ. Το χώμα και η φωτιά στα χείλη σου έχουν γεύση απολεσθέντος θανάτου. Βροχή με ροδοπέταλα συνθλίβει τη σπονδυλική μου στήλη. Σαν το φίδι θα σέρνομαι. Ένα πηγάδι με γλώσσα ξερή, σκαμμένο στο κενό, σηκώνει την οργή του και χτυπά το μέτωπό μου. Αποδοκιμάζομαι και πέφτω, όλο πέφτω· τα μάτια μου ανοίγω και κοιτάζω τον υγρό ουρανό. Ο κόσμος βρέχει τα κούφια καλάμια του. Σ’ έχω αγαπήσει, εγώ – σ’ έχω. Πού είσαι; – η μοναξιά μου δεν είναι σπίτι να μένω. Κόψε με σωστά και τα ζωοτόκα ημίση μου θα σέρνονται στo μελανιασμένο χώμα.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2024

Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΦΥΛΛΟ ΧΑΡΤΙΟΥ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΦΥΛΛΟ ΧΑΡΤΙΟΥ

 

Σπαραξικάρδια ατυχία!

Αρθούρος Ρεμπώ

 

Αυτό που εγώ νιώθω δεν είναι θάλασσα. Αυτό που νιώθω εγώ δεν είναι τούτο το δίχως αίματα κοντάρι που γράφει επάνω στην άμμο. Όταν τα χείλη υγραίνονται, τα γαλάζια γράμματα φτουράνε περισσότερη ώρα στα μάτια. Οι παλίρροιες ακούνε, γνωρίζουν δε ότι η βασιλεία τους είναι όλη κι όλη ένα φιλί, και ελπίζουν να νικήσουν την αγνότητά σου χωρίς φεγγάρι με τη δύναμη βελούδινων επιφανειών και αντικειμένων. Μι’ αχηβάδα, μια θαλάσσια λυχνία, μια κρυμμένη ψυχή θα χόρευε μόνη της, χωρίς καβαλιέρο. Μην αποκοιμηθείς στο ποτήρι, γιατί οι άρπες θα σε γκρεμίσουν στην άβυσσο. Τα μάτια των ψαριών είναι κουφά και πάλλονται αδιαφανή επάνω στην καρδιά σου. Από ψηλά με καλούν πορτοκαλόχρωμοι αρπισμοί, που σβήνουν το πράσινο των τραγουδιών. Μια γαλανή επιβεβαίωση, μια ενσαρκωμένη επιβεβαίωση, μια άλλη βιολετιά, κι έπειτα ο φλοιός του κόσμου παραιτείται από την ίδια του τη συνείδηση. Αν πλαγιάσω στη θάλασσα, όλα τα κοράλλια θα συναντηθούν στο μέτωπό μου ως δυνάμει απαντήσεις. Για τ’ ανεξιχνίαστα βάθη, το όποιο χέρι είναι ένα λευκότατο βάλσαμο. Αυτά τα στρογγυλά στόματα αναζητούν δαχτυλίδια για να βαφτούν αυτοστιγμεί, μια κι έξω. Κάτω όμως από τα νερά το πράσινο των ματιών είναι πένθος. Οι κόμες των σειρήνων φτάνουν στους αστραγάλους μου και με γαργαλάνε σαν παραμύθι. Ναι, περιμένετε, παρακαλώ, να αποσύρω τούτα τα παλιά χαρακτικά. Περιμένετε να στραγγιχτεί τ’ όνομά μου, να στειφτεί η αδιαφορία. Κι εγώ, ναι, περιμένω ένα κλικ, ένα κρακ, ένα ξύσιμο στη φτέρνα, έναν καπνό στην επιφάνεια. Το σήμα όλων των επαφών, όλων των αγγιγμάτων. Χαϊδεύω μια μελωδία: τί ωραίος, μα τί ωραίος μηρός! Αρκετά, κύριοι, φτάνει: το λουτρό δεν είναι δημόσιο πράγμα. Ο ουρανός εκπέμπει τη διαμαρτυρία του σαν εκτόπλασμα. Κλείσε τα μάτια σου, ασχήμια, και θρήνησε τα ονείδη σου. Είμαι αυτός που επινοεί τις δηλώσεις από πίσω, αυτός που κατηγορεί το υπέδαφος για τα ανοιχτά, τα εξόφθαλμά του λάθη. Εγώ, ναι, είμαι αυτός που εγνώριζε απ’ τα πριν ότι η θάλασσα θα υψωνότανε σαν επιτύμβια στήλη. Η ξηρότητα της κλοπής μου είναι τούτη η ποταπότατη άβυσσος, όπου και στριφογυρνάνε τα σκουλήκια. Τα σάπια ψάρια δεν είναι νεκρή φύση. Η κατακόρυφη θάλασσα αποκαλύπτει τον πέτρινο ορίζοντα. Ρίξε μια ματιά και θα πεισθείς για όλη την τρομώδη φρίκη σου. Απίθωσε τα μάτια σου στα χέρια σου και κατόπιν μέτρα με τα δάχτυλά σου τις σκέψεις σου. Κι αν τυχόν επιθυμείς να μάθεις τη μοίρα του ανθρώπου, ξέχνα ότι το ατσάλι δεν είναι απλό στοιχείο.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2024

ΖΩΗ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΖΩΗ

 

Εκείνη η σκιά ή εκείνη η μασημένη θλίψη που περνάει πονώντας δεν κρύβει τις λέξεις, ακόμα κι αν δεν φαίνονται τα μάτια να έχουν βλαφτεί. Πονέστε με. Δεν μπορώ να σε συγχωρήσω, όχι, όσο κι αν ένα αργό βαλς σηκώνει αυτά τα κύματα λεπτής σκόνης, αυτά τα χρυσά σημεία που είναι όντως πρόσκληση στο όνειρο της κόμης, σε εκείνη τη μακρά εγκατάλειψη που τινάζει ύστερα αδύναμες φλόγες μπροστά στην πνοή των καταπονημένων γλωσσών.

 

Η θάλασσα όμως είναι μακριά.

 

Θυμάμαι ότι κάποια μέρα μια πράσινη γοργόνα στο χρώμα της Σελήνης αποκάλυψε το πληγωμένο στήθος της, χωρισμένο στα δύο σαν το στόμα της, και ήθελε να με φιλήσει επάνω στον πεθαμένον ίσκιο, στα ήρεμα νερά που με άκρα την ακολουθούσαν αφοσίωση. Το άλλο στήθος τής έλειπε. Δεν πετούσαν άβυσσοι. Όχι. Ένα ρόδο με αισθήματα, ένα σάρκινο πέταλο κρεμότανε απ’ τον λαιμό της και βούλιαζε μες στο μενεξεδί νερό, ενώ το μέτωπό της από πάνω, σκιασμένο από φτερά που επάλλονταν, φορτωνόταν αδιακόπως ύπνο, νεαρό θάνατο, ελπίδα άνευ χλόης, έτσι όπως βρισκόταν κάτω από τον χωρίς αέρα αέρα. Τα μάτια δεν πέθαναν. Θα μπορούσα να τα έχω κρατήσει εγώ σε τούτο το χέρι, ίσως για να τα ασπάζομαι, ίσως για να τα ρουφάω, ενώ ήδη γελούσα ακριβώς από τον ώμο, έχοντας κατά νουν μια γωνιά για μονομαχίες ή και κάποιο βάναυσο ψάρι που ετίναζε για να ξεφορτωθεί τον γκρεμό απ’ τη ράχη του.

 

Εκείνα τα κρύα μάτια δεν μου μουλιάζουν την αναμονή της φλόγας σου, των ωχρών και όλο λαχτάρα φολίδων. Περίμενε με. Είσαι το παρθένο κύμα του εαυτού σου, η άσκοπη ύλη που αναπνέει μέσα σε ό,τι μαύρο, ψάχνοντας το μυρμήγκιασμα που καθόλου δεν ουρλιάζει, όταν του έχουν κλέψει το μυστικό ή τα ματωμένα σωθικά του που πετάνε πιτσιλιές όλόγυρα. (Αχ, η φωνή: «Θα μείνεις τυφλός».) Αυτή η σάρκα η μοιρασμένη σε φέτες μαστιγώνει τη γενναία αγνότητα και τεμαχίζει το μέτωπο, καθώς ξεγυμνώνει την ιδέα και επιτρέπει σε τρία πουλιά την εμφάνιση ή τη μορφή τους, την απογοήτευσή τους μπροστά στον ανιδιοτελή ουρανό.

 

Κάτι άλλο;

 

Δεν είμαι εγώ εκείνος ο χλιαρός αποκεφαλισμένος που ρωτάει πάνω στη σημαδιακή στιγμή ανάμεσα σε δύο κύματα τί ώρα είναι. Δεν είμαι η απαλότατη πλαγιά όπου κυλάει ο κλειστός αέρας, περιμένοντας να καταλήξει στο πηγάδι του, όπου μπορεί να πεθάνει ιππεύοντας ένα εκεί θαμμένο ρόδο. Δεν είμαι το κόκκινο χρώμα, ούτε το ροζ, ούτε το κίτρινο που γεννιέται αργά-αρά, μέχρι που να ουρλιάξω ξαφνικά, γιατί θα έχω δει την έλλειψη ειμαρμένης, των συγκεχυμένων κραυγών το τέλος.

 

Μάλλον είμαι η απέθαντη αιώρα που σκοτώσατε προχθές.

 

Είμαι αυτό που είμαι. Το κρυμμένο μου όνομα.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ

 

Ι

Είναι όλοι τους εκεί· τους βλέπεις που περνάνε.

Αχ, ναι, εκεί – και πόσο θά ’θελες να βρεθείς κι εσύ μαζί τους, να σε αναγνωρίσουν!

 

Ο μανιασμένος μες στην καρδιά σου ανεμοστρόβιλος σε τρελαίνει.

Μάζα πόνου ξέφρενη, κατάστικτη

κόντρα σε τούτους τους βουβούς και σάρκινους από μέσα τοίχους.

Και μετά, κάνοντας την ύστατη προσπάθεια, αποφασίζεις. Ναι, περνούν – συμβαίνει να περνούν.

Όλοι και όλα περνούν. Υπάρχουν παιδιά, γυναίκες. Άντρες σοβαροί. Πένθος αληθινό, βλέμματα.

Και μια μάζα μόνη, ένα μόνο ον παρελαύνει σύσσωμο.

Κι εσύ, με σφιγμένη την καρδιά, τσακισμένος από τον μοναχικό σου πόνο, με μιαν ύστατη προσπάθεια συμμετέχεις.

Ναι, επιτέλους, συναντιέσαι με όλους, βρίσκεσαι!

Εκεί γαλήνιος στο κύμα παραδίνεσαι. Ήσυχος παρασύρεσαι.

Και σπρώχνεσαι λικνιστικά, ξανοίγεσαι, έχεις πλέον μαλακώσει.

Και ακούς ένα βουητό πυκνό, υπόκωφο τραγούδι σάμπως.

Χιλιάδες υπάρχουν καρδιές και φτιάχνουν τη μία καρδιά που σε κουβαλάει.

 

 

II

Μόνο μία καρδιά σε κουβαλάει.

Παραιτήσου από τον ίδιο σου τον πόνο. Δώσε τούτη την εντολή στη σφιγμένη σου καρδιά.

Μόνο μία καρδιά σε διατρέχει, μόνο ένας παλμός ανεβαίνει στα μάτια σου,

εισβάλλει με ορμή στο σώμα σου, ανεβοκατεβάζει το στήθος σου, σε κάνει να κουνάς τα χέρια σου έτσι όπως τώρα προχωράς.

Κι αν ορθωθείς για μια στιγμή, αν για μια στιγμή υψώσεις τη φωνή σου,

καλά θα ξέρω τότε εγώ τί τραγουδάς.

Ό,τι μέσα απ’ όλα τα σχεδόν άπειρα σκοτεινά σώματα έχει γίνει ένα και λάμπει,

ό,τι μέσα από σώματα και ψυχές απελευθερώνεται ξαφνικά στην κραυγή σου

είναι η φωνή όσων σε κουβαλάνε, η φωνή η αληθινή και η υψωμένη

εκεί όπου μπορείς ν’ ακούσεις τον εαυτό σου,

εκεί όπου με έκπληξη τον εαυτό σου αναγνωρίζεις.

Μέσ’ απ’ τον λαιμό σου, απ’ όλες τις σκόρπιες καρδιές ανεβαίνει η φωνή διαυγής στον αέρα.

 

III

Και είναι για όλα τ’ αφτιά. Ναι, για κοίταξέ τα πώς σε ακούνε.

Τον εαυτό τους ακούνε τώρα. Ακούνε μια φωνή μοναδική που τους τραγουδάει.

Είναι η ίδια τού τραγουδιού η μάζα και κινούνται σαν κύμα.

Κι εσύ (βυθισμένος, σχεδόν διαλυμένος, σαν κόμπος της ύπαρξής σου όντας) τον εαυτό σου αναγνωρίζεις.

Η φωνή που τα κουβαλάει ακούγεται. Απλώνεται σαν δρόμος.

Όλα τα φυτά την πατάνε.

Την πατάνε όμορφα, τη χαράζουν με τη σάρκα τους.

Ξεδιπλώνεται, προσφέρεται, και με όλο της το βάρος η μάζα όλη τούτη παρελαύνει.

Σαν βουνό υψώνεται. Είναι το μονοπάτι όσων με βήμα στρατιωτικό περνάνε.

Ανεβαίνει ίσαμε τις καθαρές ακρώρειες. Ο ήλιος ανοίγει πάνω από τα μέτωπα.

Και στην κορυφή, δείχνοντας όλο της το μεγαλείο, όλοι ήδη τραγουδούν.

Η φωνή σου είναι αυτή που τα εκφράζει. Η φωνή σου η συλλογική και ανεβασμένη.

Και ένας ουρανός παντοδύναμος, πέρα ως πέρα υπαρκτός,

φτιάχνει τώρα με μεγαλοπρέπεια ολόκληρο τον μέσα ήχο τού ανθρώπου.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.