FEDERICO GARCÍA
LORCA
ΡΟΜΑΝΤΖΑ ΤΟΥ ΔΟΝ
ΒΟΫΣΟ
(Λαϊκά
τραγούδια)
Τραβά-πηγαίνει
ο δον Βοΰσο
πρωί-πρωί
με τη δροσούλα
στα
μαυριτάνικα τα μέρη
μι’
αγάπη νά ’βρει… και τη βρίσκει.
Τα
ρούχα πού ’πλενε τη βρίσκει
σ’
ολόδροσης πηγής νεράκια.
Εδώ
τί θες εσύ, μαυρούλα
και
της Οβριάς η θυγατέρα;
Για
δες, διψάει τ’ άλογό μου·
να
πιεί άσ’ το δροσερό νεράκι.
Και
τ’ άτι και τον καβαλάρη
κακό
να τους εβρεί και ψόφος,
κι
εγώ δεν είμαι μαυριτάνα,
μα
μήτε και Οβριοπούλα τάχα.
Χριστιανή
είμαι βαφτισμένη,
κι
αιχμάλωτη μ’ έχουν δω κάτω.
Χριστιανή
πιστή αν ήσουν,
αμέσως
θα σε παντρευόμουν,
θα
σ’ είχα μέσα στα μετάξια,
στα
πλούτη πάντα τυλιγμένη.
Μα
έτσι κι είσαι μαυριτάνα,
δεν
θέλω ούτε να σ’ αγγίξω.
Την
ανεβάζει στ’ άλογό του
και
περιμένει να μιλήσει.
Εφτά
είχαν κάμει λεύγες δρόμο
κι
η κορασιά δεν είπε λέξη.
Αλλά
περνώντας απ’ τον κάμπο,
με
τις ελιές τις πράσινές του,
σ’
εκείνα τότε τα λιοστάσια
καυτά
της τρέχανε τα δάκρυα.
Λιοστάσια
μου, αχ, ελιές και κάμποι,
λιοστάσια,
κάμποι της ζωής μου!
Ο
ρήγας που ’ταν κύρης μου, όταν
ελίτσες
φύτεψε δω πέρα,
εγώ
τις πότιζα, όχι άλλος·
η
μάνα μου, βασίλισσα όντας,
εκένταε
βαριά βελούδα·
κι
ο αδερφός μου, ο δον Βοΰσο,
στους
ταύρους είχε τη δουλειά του.
Και
πώς το λένε τ’ όνομά σου;
Ροδούλα
με φωνάζαν όλοι,
εγώ
έτσι είμαι βαφτισμένη,
γιατί
σαν εγεννήθηκα είχα
στο
στήθος ρόδο καρφωμένο.
Λοιπόν,
μ’ αυτά που λές, που μού ’πες
δεν
είσαι άλλη – η αδερφή μου είσαι.
Κι
η μάνα μας γι’ αυτό θ’ ανοίξει…
τις
πόρτες της χαράς θ’ ανοίξει.
Κι
αντί εγώ ναν της φέρω νύφη,
την
κόρη της τής φέρνω πίσω.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου