Δευτέρα 24 Ιουνίου 2024

ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 


FEDERICO GARCÍA LORCA

 

ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 

Σε τούτο το βιβλίο θ’ άφηνα

και την ψυχή μου ολάκερη!

Αυτό μου το βιβλίο είδε

μαζί μ’ εμέ τοπία, τόπους

κι εβίωσε ώρες αγιασμένες.

 

Δεν είναι τάχα κρίμα, πείτε,

που τα βιβλία μάς γεμίζουν

τα χέρια μας με ρόδα και άστρα

και, αχ, ύστερα περνούν και φεύγουν;

 

Στα τρίπτυχα με τις εικόνες

τί πόνος είναι να κοιτάζεις

τα βάσανα, τις περιπέτειες

που μια καρδιά περνάει βογκώντας!

 

Φαντάσματα διαβαίνουν οι ζωές μας,

τις βλέπεις που περνούν χαμένες,

γυμνό τον άνθρωπο τον βλέπεις

σε Πήγασο άφτερο καβάλα.

 

Ζωή και θάνατο κοιτάζεις:

τη σύνθεση κοιτάς του κόσμου,

σε μύχιους βλέπεις μέσα χώρους

ματιές μα και φιλιά ν’ αλλάζουν.

 

Βιβλίο ποιημάτων είναι

Φθινόπωρο πες πεθαμένο:

οι στίχοι του είναι μαύρα φύλλα

πεσμένα σε λευκά τοπία,

 

ενώ η φωνή που τους διαβάζει

του ανέμου γίνεται η ανάσα

που μες στα στήθια τους τούς μπήγει

της νοσταλγίας αποστάσεις.

 

Ο ποιητής είν’ ένα δέντρο

που δίνει τους καρπούς της θλίψης,

που φύλλωμα έχει μαραμένο

από τα δάκρυα της αγάπης.

 

Ο ποιητής ένα μέντιουμ είναι

που πιάνει τον σφυγμό της Φύσης,

το μεγαλείο της αδράχνει

και με τις λέξεις το ερμηνεύει.

 

Ο ποιητής καταλαβαίνει

αυτά που ακατανόητα είναι,

κι εκείνα που σφοδρά μισούνται

τα κάνει πάλι να φιλιώσουν.

 

Το ξέρει πως τα μονοπάτια

τραχιά κι αδιάβατα ανεβαίνουν,

γι’ αυτό κι αυτός φροντίζει νύχτα

να τα διαβαίνει με ηρεμία.

 

Απ’ τα βιβλία με τους στίχους,

από τα ματωμένα ρόδα

περνούν κατάφορτα με θλίψη

τα αιώνια εκείνα καραβάνια,

 

που κουβαλάν τον ποιητή, όταν

θρηνεί στου δειλινού την ώρα

ζωσμένος, περικυκλωμένος

απ’ τα φαντάσματα που τρέφει.

 

Και ποίηση σημαίνει πίκρα,

ουράνιο μέλι που αναβλύζει

απ’ την αόρατη κυψέλη

που μ’ έγνοια οι καρδιές οικίζουν.

 

Η ποίηση το αδύνατο είναι

που γίνεται εφικτό. Είναι μι’ άρπα

που για χορδές της πάντοτε έχει

καρδιές και βάσανα και φλόγες.

 

Ομοίως ποίηση η ζωή είναι

που την περνάμε με αγωνίες

και καρτεράμε κείνον που ’ναι

τη βάρκα μας στ’ αλλού να πάει.

 

Γλυκά βιβλία ουράνιων στίχων

είν’ τ’ άστρα που περνοδιαβαίνουν

απ’ την ολόβουβη σιωπή και

στου Τίποτα παν το βασίλειο

και γράφουν πάντοτε στα ουράνια

στροφές λαμπρές, μαλαματένιες.

 

Καημούς και βάσανα κρυμμένα

και πόνους που δεν γιαίνουν λένε,

αχ, οι φωνές οι πονεμένες

των ποιητών που τραγουδάνε!

 

Σε τούτο το βιβλίο θ’ άφηνα

και την ψυχή μου ολάκερη!

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου