Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2022

ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ

PABLO NERUDA

 

ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ

 

Μετὰ ἀπὸ δεκαήμερο μακρὺ ταξίδι

καὶ ἀπαράσκευος ὄντας γι᾽ ἀπόψεων ἐκφράσεις

γυρνῶ στὸν ἑαυτό μου γιὰ νὰ γίνω «ἐγώ»,

γιὰ νὰ γίνω ὁ ἕνας ἑταῖρος ὁ μοναχικὸς

ποὺ πάντοτε ζητάει τὸν λόγο

γιὰ νὰ ἔχει πάντα τὸ δικαίωμα

νὰ παραμένει ὅσο θέλει σιωπηλὸς.

 

Νὰ ξαναφτάνω συμβαίνει ἐδῶ

στοῦ ἑαυτοῦ μου τὸ ἀκίνητο κέντρο

ἀπ᾽ ὅπου ἄλλωστε ποτέ μου δὲν βγῆκα,

καὶ σάμπως σὲ ρολόι κοιμισμένο

τὴν ἀληθινὴ τὴν ὥρα βλέπω τώρα:

τὴν ὥρα αὐτὴ ποὺ στέκει μιὰ φορὰ

ὄχι στὸν θάνατο γιὰ νὰ σὲ στείλει,

μὰ τὴ ζωὴ γιὰ νὰ σοῦ ἀνοίξει.

 

Κινήθηκα —ὄντως συμβαίνει— τόσο μὰ τόσο,

ποὺ ξύπναγαν τὰ κόκαλά μου

μές στὸν ὕπνο μου, καὶ περπατοῦσα

σὲ γειτονιὲς πού ᾽χα περάσει,

σὲ ἀγορὲς ποὺ μὲ στυλώσανε,

σὲ σχολεῖα ποὺ μ᾽ ἔδιωξαν,

σὲ ἀεροπλάνα μὲς στὴ θύελλα,

σὲ πλατεῖες γεμάτες κόσμο βιαστικό,

καὶ πάνω στὴν ψυχή μου ποὺ ἀναμφίβολα

τὴν κούρασή του πῆγε νὰ κοιμίσει

τὸ κορμί μου, τὸ κορμί μου ποὺ ὅλο ταξίδευε

μὲ τὴν ξέφρενη δόνηση

καμιονιοῦ φορτωμένου πέτρες

ποὺ ἐπλάκωνε τὸν σκελετό μου καὶ τὸν ἔλειωνε.

 

Ἄντε, ψυχή μου, νὰ δοῦμε, ἄντε ν᾽ ἀναστήσουμε

τὸ σημεῖο ποὺ χαιρετηθήκανε

τὸ ὡράριο καὶ ὁ λεπτοδείκτης:

τούτη εἶναι τοῦ χρόνου ἡ χαραμάδα

γιὰ νά ᾽βγεις ἀπ᾽ τὴ δυστυχία

καὶ στὴ δροσιὰ μέσα νὰ χωθεῖς καὶ νὰ τρυπώσεις.

 

(Ἐκεῖ ὑπάρχει μιὰ δεξαμενὴ ἀστείρευτη

φτιαγμένη μὲ ἐλάσματα πανόμοια

ἀπὸ πλῆθος ρεύματα, ροὲς καὶ διαύγεια,

καὶ δὲν χρειάζεται πιὰ νὰ κινήσω

τὰ πέντε τοῦ χεριοῦ μου δάχτυλα

γιὰ νὰ συνάξω τὰ βαριά μου βάσανα

ἢ τὰ φαιδρὰ τῆς ἐπαγγελίας πορτοκάλια.)

 

Ἀπ᾽ τοὺς πολλοὺς τοὺς γυρισμοὺς σὲ τοῦτο τὸ σημεῖο

κατάλαβα πὼς δὲν χρειάζομαι τόσους δρόμους νὰ βαδίζω,

οὔτε τόσες συλλαβὲς ἐξώτερες,

οὔτε τόσους ἂντρες ἢ τόσες γυναῖκες,

οὔτε τόσα μάτια γιὰ νὰ βλέπω.

 

Φαίνεται —μὰ δὲν τὸ βεβαιώνω ἐγώ—

φαίνεται ἀρκεῖ, φτάνει αὐτὴ ἡ στιγμή

ποὺ σταματάει καὶ ποὺ ξεχύνεται

ὅ,τι ἐσὺ ἀτελείωτο κουβάλαγες,

κι οὔτε ποὺ ἐνδιαφέρει κὰν ἡ τελειότητά του,

οὔτε ἡ σκορπισμένη σου ἀγωνία

πάνω σὲ παλιοὺς χάρτες πορείας

φορτωμένους τόση σκόνη.

Ἀρκεῖ νὰ κατεβεῖς νὰ δεῖς

τὴ σιωπὴ ἐκείνη ποὺ σὲ περιμένει,

ὁπότε καὶ θὰ νιώσεις τοῦτο:

ὅτι ὅπου νά ᾽ναι θὰ σοῦ ρθοῦνε

τοῦ φθινοπώρου οἱ πειρασμοί,

τ᾽ ἁλμυρὰ τῆς θάλασσας καλέσματα.

 

Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.

 






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου