Επάνω απ’ της Αβύσσου τ’ άγρια σκότη ΡΩΜΟΣ ΦΙΛΥΡΑΣ
Φουγάρα λήθης σκόρπισαν τις κάπνες στους κάμπους τ’ ουρανού που ’χε ροδίσει και θλίβαν λόγια που όλη νύχτα ανάπνεες στον πυρετό των πόθων, όταν λυσι- μελής παραδοθεί είχες και μιλήσει.
Ρημάτων εμβατήρια εξατμιστήκαν, ειρμοί αρωμάτων χύθηκαν στη μέρα και γίναν ασυνέχεια και σβηστήκαν σα σπίνοι που βουλιάξαν στον αγέρα, σαν ασπιρίνη που ’λυωσε, σα σφαίρα
που σού ’σφαξε στα χείλια δυό τρυγώνια ισοσκελή μπροστά από τα σκαλιά σου σκαλίζοντας τα χιόνια και τα χρόνια που επέφταν σα μπαλλόνια απ’ τη μηλιά σου και παίρναν την παλιά λαλιά σου.
Ξεχάστηκαν ευθύς μεμιάς τα πάντα, αιθάλη αρνητική του παραδείσου ’κεί που φαλτσοπαιάνιζε μιά μπάντα στον κήπο της κβαντομηχανικής σου πρωί-πρωί στα σκαλοπάτια της αβύσσου.
Είναι στιγμές που μες στις σκέψεις μας ζηλεύουμε ακόμα και τους πεθαμένους, λες και η αιώνια ανυπαρξία τους είναι μονάχα ένα ξαπόσταμα σε μια γλυκιά γαλήνη δίχως πόνο, σε άδυτα λουλουδιών που μαραίνονται...
Όμως αρκεί μόνο ένα ρίγος ηδονής, όποιας και νά ’ναι, και πρόθυμα ξαναγυρίζουμε στις καθημερινές μας ταλαιπωρίες.
Έζησα περισσότερο απ’ όλους τους ποιητές της γενιάς μου... Όλοι τους ήταν φίλοι μου. Τελευταίος πέθανε ο Βλάντιμιρ Γόλαν. Πώς να μη νιώθω αγωνία; Είμαι μόνος.
Πρώτος έφυγε ο Γίρζι Βόλκρ, ήταν νέος και βιαζόταν. Αχ, τα άμοιρα φιλιά σε στόματα που καίγανε απ’ τον πυρετό, φυματικών κοριτσιών σε σανατόριο στην ακροθαλασσιά.
Ύστερα από χρόνια πεθαίνει ο Γίντρζιχ Γόρζεϊσι, ήταν ο μεγαλύτερός μας. Τους στίχους του τους έγραφε σ’ ένα κατάμεστο καφενείο πάνω σ’ ένα στρογγυλό τραπεζάκι όπως ο στρατιώτης μετά τη μάχη τα γράμματα στην καλή του πάνω σ’ ένα αναποδογυρισμένο τύμπανο.
Ο Γιόζεφ Γόρα ήταν ο μόνος που μπορούσε να μιλά στον ενικό στον Φ. Ξ. Σάλντα. Για μπείτε στον δεντρόκηπό του όταν αρχίζουν ν' ανθίζουνε οι μηλιές. Τα συγκινητικά λουλούδια του εύωδιάζουν στον ήλιο πικραμύγδαλο.
Δεν μας αποχαιρέτησε ούτε ό Φράντισεκ Γάλας, ο αγαπημένος σύντροφος. Ήθελε οι στίχοι του να κρώζουν στ’ αυτιά των ανθρώπων, όμως καμιά φορά δεν άντεχε και τραγουδούσε.
Με μια απότομη χειρονομία έφυγε ξαφνικά ο Κόνσταντιν Μπιμπλ. Φαίνεται πως νοσταλγούσε την τρυφερότητα των κοριτσιών της Γιάβας που είναι σαν ζωντανά λουλούδια κι ακροπατοϋν αθόρυβα στις μύτες των ποδιών.
Ο Βίτιεζσλαβ Νέζβαλ βλαστημούσε τον θάνατο, κι αυτός τον εκδικήθηκε. Όταν απρόσμενα πέθανε το Πάσχα όπως το είχε ο ίδιος προφητέψει για τον εαυτό του, έσπασε ένα απ' τα δυνατά κλωνάρια του δέντρου της ποίησης.
Ούτε που αναλογίστηκε τον θάνατο ο Φράντισεκ Γρούμπιν. Στην αρχή δεν υποψιαζόμουν καν πού είχε ανακαλύψει την καντιλένα των στίχων του, ενώ εκείνος απλώς αφουγκραζόταν το χαμογελαστό νερό στο φράγμα του Σάζαβα.
Ο Γόλαν έσβηνε αργά και το τηλέφωνο συχνά έπεφτε απ’ το χέρι μου. Σε αυτό το καταραμένο μεγάλο κλουβί της Τσεχίας σκορπούσε τα ποιήματά του με περιφρόνηση, σαν κομμάτια ματωμένο κρέας. Τα πουλιά όμως φοβόταν.
Ο θάνατος ζητούσε από αυτόν υποταγή, υποταγή όμως αυτός δεν ήξερε τί σημαίνει και μέχρι την τελευταία στιγμή απεγνωσμένα πάλεψε μαζί του.
Ο Άγγελος που του ανασήκωνε τα χέρια, όταν έχανε τις δυνάμεις του, καθότανε στην άκρη του κρεβατιού του κι έκλαιγε.
Μετάφραση: Κάρολος Τσίζεκ.
Από το βιβλίο: Jaroslav Seifert, «Η γλυκιά συμφορά της ποίησης» εκδ. Ποταμός, Αθήνα 2003, σελ. 190-192.
Τι πάθος βυθίζει σε πέλαγα το νου βραδιάζει κι αλλάζει το χρώμα τ' ουρανού
Μην η αθωότητά μου είναι μέσα στη σιωπή σ' ένα θησαυρό χαμένο που γυρεύω μια ζωή μην την ξόδεψα στα ζάρια μην την πήρε το κρασί ίσως φταίει η βροχή που κλαίει με παράπονο κι οργή
Τι πάθος βυθίζει σε πέλαγα το νου βραδιάζει κι αλλάζει το χρώμα τ' ουρανού
Χάνω την ισορροπία κι ο αέρας με τρυπά φταίνε κι οι κραυγές των γλάρων σ' ένα γκρίζο ορίζοντα οι αποστάσεις με λυγίζουν δεν υπάρχει επιστροφή ειν' η αθωότητά μου μέσα στην καταστροφή
Τι πάθος βυθίζει σε πέλαγα το νου βραδιάζει κι αλλάζει το χρώμα τ' ουρανού
Ο ήλιος ξεσπά, πρησμένος απ’ τον ύπνο. Και ουρλιάζουνε δέντρα: Στη Περιπετειώδη μαρμαρυγή με την άγκυρα ξανά τραβηγμένη μέσα σου αποπλέεις. Και οι πελαγίσιες εποχές γλυκά ξεβράζουν σε νεογέννητες ακτές.
Εγώ, από άλλη γη πικρός αγρυπνώ, εδώ με τον οίκτο, ασταθή στο τραγούδι του που αγάπη με σπείρει θανάτου και ανθρώπων.
Ιδού, οι νέοι βλαστοί του κακού μου, μα τα δικά μου χέρια δικά σου κλαδιά: Σε γυναίκες που η θλίψη έσφιξε μες στην εγκατάλειψη μην τις αγγίξει ο χρόνος, και αργά τη μορφή μου αποφλοιώνοντας ευνουχίσει.
Πέφτω σαν ζωγραφιά μιάς ναυμαχίας στην καρδιά σου.
Βήματα από ξυπόλυτους αγγέλους στο σκοτάδι.
1942
Μετάφραση: Χρίστος Κρεμιώτης. Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Κουκούτσι», Αθήνα 2010, σελ. 89.
Can't stop addicted to the shin dig Cop top he says I'm gonna win big Choose not a life of imitation Distant cousin to the reservation Defunkt the pistol that you pay for This punk the feeling that you stay for In time I want to be your best friend Eastside love is living on the westend Knock out but boy you better come to Don't die you know the truth is some do Go write your message on the pavement Burnin' so bright I wonder what the wave meant White heat is screaming in the jungle Complete the motion if you stumble Go ask the dust for any answers Come back strong with 50 belly dancers
The world I love The tears I drop To be part of The wave can't stop Ever wonder if it's all for you The world I love The trains I hop To be part of The wave can't stop Come and tell me when it's time to
Sweetheart is bleeding in the snowcone So smart she's leading me to ozone Music the great communicator Use two sticks to make it in the nature I'll get you into penetration The gender of a generation The birth of every other nation Worth your weight the gold of meditation This chapter's going to be a close one Smoke rings I know your going to blow one All on a spaceship persevering Use my hands for everything but steering Can't stop the spirits when they need you Mop tops are happy when they feed you J. Butterfly is in the treetop Birds that blow the meaning into bebop
The world I love The tears I drop To be part of The wave can't stop Ever wonder if it's all for you The world I love The trains I hop To be part of The wave can't stop Come and tell me when it's time to
Wait a minute I'm passing out Win or lose just like you Far more shocking Than anything i ever knew How about you 10 more reasons Why i need somebody new just like you Far more shocking than anything I ever knew Right on cue
Can't stop addicted to the shin dig Cop top he says I'm gonna win big Choose not a life of imitation Distant cousin to the reservation Defunkt the pistol that you pay for This punk the feeling that you stay for In time I want to be your best friend Eastside love is living on the westend Knock out but boy you better come to Don't die you know the truth is some do Go write your message on the pavement Burnin' so bright I wonder what the wave meant
Kick start the golden generator Sweet talk but don't intimidate her Can't stop the gods from engineering Feel no need for any interfering Your image in the dictionary This life is more than ordinary Can I get 2 maybe even 3 of these Come from space To teach you of the pliedes Can't stop the spirits when they need you This life is more than just a read thru
Dizem que é mau, que faz e acontece arma confusão e o diabo a sete agarrem-me que eu vou-me a ele não sei o que lhe faço desgrenho os cabelos esborrato os lábios se não me seguram dou-lhe forte e feio beijinhos na boca arrepios no peito e pagas as favas eu digo: - enfim, ó meu rapazinho és fraco para mim!
De peito feito ele ginga o passo arregaça as mangas e escarra pró lado anda lá, ó cobardolas vem cá mano a mano eu faço e aconteço eu posso, eu mando se não me seguram dou-lhe forte e feio beijinhos na boca arrepios no peito e pagas as favas eu digo: enfim, ó meu rapazinho sou tão má para ti!
Ó meu rapazinho, ai eu digo assim: "- Se não me seguram dou cabo de ti!"
Τα πάντα αλλάζουν. Μπορείς και πάλι ν’ αρχίσεις – και με την τελευταία σου πνοή μπορείς. Πλην όμως ό,τι έγινε έγινε. Και το νερό, που ’χεις ρίξει στο κρασί σου, τώρα πια δεν γίνεται να το βγάλεις έξω.
Ό,τι έγινε έγινε. Ναι. Το νερό, που έχεις ρίξει στο κρασί σου, τώρα πια δεν γίνεται να το βγάλεις έξω. Πλην όμως τα πάντα αλλάζουν. Μπορείς και πάλι ν’ αρχίσεις – και με την τελευταία σου πνοή μπορείς.
Bright star, would I were stedfast as thou art– Not in lone splendour hung aloft the night And watching, with eternal lids apart, Like nature’s patient, sleepless Eremite,
The moving waters at their priestlike task Of pure ablution round earth’s human shores, Or gazing on the new soft-fallen mask Of snow upon the mountains and the moors–
No–yet still stedfast, still unchangeable, Pillow’d upon my fair love’s ripening breast, To feel for ever its soft fall and swell,
Awake for ever in a sweet unrest, Still, still to hear her tender-taken breath, And so live ever–or else swoon to death.
Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Holly Weber.
Έβαλα το πηλίκιό μου στο κλουβί και βγήκα με το πουλί στο κεφάλι Λοιπόν; δε χαιρετάνε πια; ρώτησε ο διοικητής Όχι δε χαιρετάνε πια απάντησε το πουλί Α, καλά Συγχωρήστε με νόμιζα πως χαιρετάνε είπε ο διοικητής Συγχωρεμένος κάθε άνθρωπος μπορεί να κάνει λάθος είπε το πουλί.
Αλλόκοτος που μοιάζω! Η κρύα νύχτα με τρυπάει. Την ποιητική μου κεφαλή καπέλλο μαύρο ψάχνει. Στους δρόμους βολοδέρνω, κι όλο ο αγέρας με βαράει. Δεντρί είμαι· φύλλα με τυλίγουν τύχης σαν αράχνη.
Χτυπάει δωδεκάμιση... Αργά δεν έχει πάει... Λαγοκοιμούνται οι φανοστάτες στου χιονιού την άχνη. Αν βγει κανά κορίτσι της χαράς και μου κολλάει, ο πόθος πια απ’ τα προστυχόλογά του δεν θα με αδράχνει.
Στους δρόμους βολοδέρνω, κι όλο ο αγέρας με βαράει. Τα φώτα φαίνεται πως μου λιανίζουν τα κομμάτια απ’ ό,τι ώς τώρα είχα με τον κόσμο να χωρίσω.
Αλλόκοτος που μοιάζω! Η κρύα νύχτα με τρυπάει. Καλή μου φίλη, αχ, να γινότανε να σ’ απαντήσω, και θά ’μουν τρυφερός με ολανθισμένα μου τα μάτια.
Στην Ομήρου (ψηλά, μεταξύ Σόλωνος και Σκουφά), με τους προύνους στις δόξες τους, πάω (κατά τρόπον ανοίκειο πάω) δολιχοδρομώντας και βάνω να σμίξουν (κρυφά) την Μαρίνα Τσβετάιεβα, εκεί, με τον Τίτο Πατρίκιο
πλάι. Και η βάναυση μάζα, ως εκ θαύματος, απορροφά τόνους αίγλης· και κάλλη μετέωρα σκιρτούν· κι επινίκιο λεν τραγούδι χοροί παιδικοί και καλούν (με φαμφά- ρες καλούν) στη γιορτή τους Εννέα Λυρικούς ex officio.
Μα είναι κι άλλοι. Είναι Ιππότες εξ απονομής· Πρόκριτοι ΕΙΝΑΙ. Είν’ η Ορέττα, αβροτέρα των ρόδων, κι ο Γιώργος, δεινός και γενναίος, κι ο Βοζίκης ο Νίκος κι ο Carlo Carosso μαζί· κι έτσι δένει
με του αμάργαρου ξύλου τους σελαγισμούς (που λες: ΓΙΝΕ και, αυθωρεί, γίνεται) η ασελγής του λωτού στιλβηδών· και έτσι και έως τη συντέλεια το θαύμα κρατάει και του εσόπτρου το κρύσταλλο μένει.
Από το βιβλίο: Νίκος Παπαδόπουλος, «In modo misto genuino», ύψιλον / βιβλία, Αθήνα 2005, σελ. 156.
Junto ao arco de bandeira Há uma loja tendinha De aspecto rasca e banal Na história da bebedeira Ai, aquela casa velhinha É um padrão imortal
Velha taberna Nesta Lisboa moderna É da tasca humilde e terna Que mantém a tradição Velha tendinha És o templo da pinguinha Dois dois brancos, da ginginha Da boêmia e do pimpão
Noutros tempos, os fadistas Vinham, já grossos das hortas Pra o teu balcão returrar E inspirados, os artistas Iam pra aí, horas mortas Ouvir o fado e cantar
Dojat vším co je láska k tobě se přimykám smuten vším co je láska před tebou utíkám Překvapen vším co je láska mlčím ve střehu churav vším co je láska soužím se pro něhu Poražen vším co je láska u věrných noci úst opuštěn vším co je láska až k sobě budu růst
Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Rachel Stevens.
Θα πάρω σβάρνα μια βραδιά όλες τις συνοικίες δε θέλω πολυτέλειες και πολυκατοικίες Είχα έναν παλιόφιλο τα ίχνη του έχω χάσει σ' ένα στέκι απόμερο το στέκι του Θανάση
Πού 'σαι Θανάση πού 'σαι Θανάση ήθελα να σ' αντάμωνα... Πού 'σαι Θανάση πού 'σαι Θανάση ήθελα να σ' αντάμωνα η γρουσουζιά να σπάσει
Εκεί θα βρω της νιότης μου τα φίνα τα ωραία το Μάνθο το Θεμιστοκλή και την παλιά παρέα Δίπλα θα καθίσουμε σαν πρώτα στο τραπέζι και μαζί θ' ακούσουμε γλυκιά πενιά να παίζει
Πού 'σαι Θανάση πού 'σαι Θανάση ήθελα να σ' αντάμωνα... Πού 'σαι Θανάση πού 'σαι Θανάση ήθελα να σ' αντάμωνα η γρουσουζιά να σπάσει
Στίχοι: Χαράλαμπος Βασιλειάδης ή Τσάντας. Μουσική: Γιώργος Ζαμπέτας.
Πώς ανεβαίνεις στα ψηλά, γλυκιά, λαμπρή, ω σελήνη! Η άνοιξη πάει, κι έχει το πικρό φθινόπωρο απομείνει! Το θέρος το φανταχτερό κι η άνοιξη η ανθισμένη παίρνουν και την αγάπη μου μαζί τους, που πεθαίνει! Το χελιδόνι είναι μακριά, τα φύλλα σκόρπια χάμου. Ω έλα, Ροδόπη, ζύγωσε, σ’ αποθυμώ κοντά μου. Η αύρα, που ερωτικιά φυσάει απ’ το δικό σου στόμα, μέρες του θέρους, όμορφες, θα μου θυμίσει ακόμα, και θα πλανέσω τον καιρό και τον πικρό μου πόνο, τα στήθια σου, απ’ τη νιότη τους μεστά, σαν καμαρώνω.
Μετάφραση: Τέλλος Άγρας. Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Μούσα» τον Νοέμβριο του 1920.
Je te sens sur mes yeux, lune, lune brillante Dans cette nuit d' été ; Mon coeur de tes rayons distille l' attrayante Et froide volupté.
Si tu n' es plus Diane, et quand tu serais morte, Tu guides bien mes pas Dans l' ombre et sur le bord de la tombe, et qu' importe La vie ou le trépas !
II
Quand je viendrai m'asseoir dans le vent, dans la nuit, Au bout du rocher solitaire, Que je n'entendrai plus, en t'écoutant, le bruit Que fait mon coeur sur cette terre,
Ne te contente pas, Océan, de jeter Sur mon visage un peu d'écume : D'un coup de lame alors il te faut m'emporter Pour dormir dans ton amertume.
Борис Леонидович Пастернак / ΜΠΟΡΙΣ ΠΑΣΤΕΡΝΑΚ (1890-1960)
ΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΝΟΜΠΕΛ
Χαμένος είμαι, σαν το αγρίμι στο κυνήγι. Κάπου είναι και άνθρωποι και φως και ελευθερία. Τα χουγιαχτά των κυνηγών μού φέρνου ρίγη· για μένα δεν υπάρχει διέξοδος καμμία.
Μια λίμνη· κι ένα δάσος σκοτεινό· κι ακόμη ενός ελάτου το κορμί – που ’χει πεθάνει. Από παντού για ’μέ είναι πια κομμένοι οι δρόμοι. Ό,τι κι αν γίνει ας γίνει. Το ίδιο εμέ μου κάνει.
Ποιό νά ’κανα κακό; Τί μού ’χουνε προσάψει; Φονιάς, κακούργος νά ’μαι, αλήθεια; Ή ρεμάλι; Τον κόσμον όλο από χαρά έκαμα να κλάψει για της πατρίδας μου τα παινεμένα κάλλη.
Κι ενώ στου τάφου μου το στόμα ήδη έχω σκύψει, πιστεύω δεν αργεί ο καιρός της νηνεμίας, του δε Καλού το πνεύμα θά ’ρθει να συντρίψει της χυδαιότητας τη βία – και της κακίας.
Τον Πάτροκλο σαν είδαν σκοτωμένο, που ήταν τόσο ανδρείος, και δυνατός, και νέος, άρχισαν τ' άλογα να κλαίνε του Αχιλλέως· η φύσις των η αθάνατη αγανακτούσε για του θανάτου αυτό το έργον που θωρούσε. Τίναζαν τα κεφάλια των και τες μακρυές χαίτες κουνούσαν, την γη χτυπούσαν με τα πόδια, και θρηνούσαν τον Πάτροκλο που ενοιώθανε άψυχο -αφανισμένο- μιά σάρκα τώρα ποταπή -το πνεύμα του χαμένο- ανυπεράσπιστο -χωρίς πνοή- εις το μεγάλο Τίποτε επιστραμένο απ' την ζωή.
Τα δάκρυα είδε ο Ζεύς των αθανάτων αλόγων και λυπήθη. «Στου Πηλέως τον γάμο» είπε «δεν έπρεπ' έτσι άσκεπτα να κάμω· καλύτερα να μην σας δίναμε άλογά μου δυστυχισμένα! Τί γυρεύατ' εκεί χάμου στην άθλια ανθρωπότητα πούναι το παίγνιον της μοίρας. Σεις που ουδέ ο θάνατος φυλάγει, ουδέ το γήρας πρόσκαιρες συμφορές σας τυραννούν. Στα βάσανά των σας έμπλεξαν οι άνθρωποι». - Όμως τα δάκρυά των για του θανάτου την παντοτεινή την συμφοράν εχύνανε τα δυό τα ζώα τα ευγενή.
Σε παίρνει για ταξίδι μια σειρήνα και μια πικρία μας ματώνει ανείπωτη. Tη σκοτεινή σου μελετάμε πείνα καχύποπτοι, ανύποποι και ύποπτοι.
Στην Πέργαμο και στη Μπαστιά, δίδυμα πάνε φορτηγά κι ένα ιπτάμενο δελφίνι στον Πόρο και στη Σαντορίνη. Τα ναύλα μου πώς ν' αγοράσω τώρα που απόμεινα στον άσσο.
Στο μέτωπο τριγύρω στις ραβδώσεις μια μύγα παίζει ως κορασίδα άπορη. Οι φίλοι σ' επισκέπτονται με δόσεις παράφοροι, ανυπόφοροι κι αδιάφοροι.
Στην Πέργαμο και στη Μπαστιά, δίδυμα πάνε φορτηγά κι ένα ιπτάμενο δελφίνι στον Πόρο και στη Σαντορίνη. Απόψε πρέπει να προφτάσω γιατί αύριο θε να σε χάσω.
Ιωνικές κολώνες σε μαγκώνουν και σου χαρίζουν τιμωρία άδικη. Σ' αυτή την άσπρη πρέσσα δε γλιτώνουν διάδικοι, υπόδικοι, κατάδικοι.
Στην Πέργαμο και στη Μπαστιά δίδυμα πάνε φορτηγά κι ένα ιπτάμενο δελφίνι στον Πόρο και στη Σαντορίνη. Τα ναύλα μου δε θα αγοράσω γιατί απόμεινα στον άσσο.
Μέχρι να αρχίσεις, μέχρι να τελειώσεις το πρόσωπό τους αποστρέψανε άφωνοι οι φίλοι και γελούν στις συγκεντρώσεις μεγάφωνοι, μικρόφωνοι, παράφωνοι.
Στην Πέργαμο και στη Μπαστιά δίδυμα φτάνουν φορτηγά κι ένα ιπτάμενο δελφίνι στον Πόρο και στη Σαντορίνη. Κι εγώ απόψε θα σε χάσω και αύριο θα σε ξεχάσω.
Ο ENZO JANNACCI ΚΑΙ Ο PAOLO CONTE ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ ΤΟ ΙΔΙΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
MESSICO È NUVOLE
Lei è bella lo so è passato del tempo e io ce l'ho nel sangue ancor. Io vorrei io vorrei ritornare laggiù da lei ma so che non andrò. Questo e' un amore di contrabbando meglio star qui seduto a guardare il vino che butto giù.
Mexico e nuvole il tempo passa sull'America il vento suona la sua armonica, che voglia di piangere ho Mexico e nuvole la faccia triste dell'America il vento insiste con l'armonica, che voglia di piangere ho.
Chi lo sa come fa quella gente che va fin là a pronunciare sì... mah! Mentre sa che è già provvisorio l'amore che c'è sì ma forse no... ah! Queste son situazioni di contrabbando a me non sembra giusto neanche in Mexico, ma perchè?
Mexico e nuvole il tempo passa con l'America il vento insiste con l'armonica, che voglia di piangere ho Mexico e nuvole la faccia triste dell'America il vento straccia anche l'armonica, che voglia di piangere ho.
Torno a lei torno a lei la chitarra risuonerà per tanto tempo ancor e il mio amore per lei i suoi passi accompagnerà nel bene e nel dolor. Queste son situazioni di contrabbando tutto si può inventare ma non un matrimonio non si può più.
Mexico e nuvole il tempo passa sull'America il vento insiste con l'armonica, che voglia di piangere ho. Mexico e nuvole la faccia triste dell'America il vento insiste con l'armonica, che voglia di piangere ho.
Στίχοι: Vito Pallavicini & Paolo Conte. Μουσική: Paolo Conte.
Ένα μεγάλο κόκκινο πουλί φτεροκοπώντας με τις δυό ασπίδες του κάθισε διαδοχικά σ’ όλα τα περίπτερα της πόλης ώσπου γέμισε η πόλη ανεμόμυλους. Ύστερα έφυγε κι εσύ το ακολούθησες. Ο δρόμος που πήραν τα πόδια σου έχει τώρα μια μακριά λοφοσειρά. Τί νά ’ναι αυτή η λοφοσειρά; Μήπως κατασκευαστής κυμάτων; Εμείς άνεμο θέλουμε. Μήπως το ήλεκτρο που έχεις όταν ο άνεμος εξασκείται στο σώμα σου; Θά ’ταν ό,τι καλύτερο.
Από το βιβλίο: Πανάγος Πέππας, «Η ακακία της Ανδομάχης», Αθήνα 1986, σελ. 41.
I.Vivace – Grave II. Allegro III. Adagio - Allegro – Adagio IV. Vivace V. Allegro Βιολιά: Caeli Smith και Sabrina Tabby. Βιόλα: Madeline Smith. Βιολοντσέλλο: Genevieve Tabby.
Ethical Society Building, Philadelphia April 22, 2007
La nieve cruje como pan caliente y la luz es limpia como la mirada de algunos seres humanos, y yo pienso en el pan y las miradas mientras camino sobre la nieve.
Hoy es domingo y me parece que la mañana no está únicamente sobre la tierra sino que ha entrado suavemente en mi vida.
Yo veo el río como acero oscuro bajar entre la nieve. Veo el espino: llamear el rojo, agrio fruto de enero. Y el robledal, sobre tierra quemada, resistir en silencio.
Hoy, domingo, la tierra es semejante a la belleza y la necesidad de lo que yo más amo.
Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Zoe Saldana.
Η ANNA NETREBKO (Violetta) ΚΑΙ Ο RICARDO VILLAZÓN (Alfredo) ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ GIUSEPPE VERDI
BRINDISI Alfredo: Libiamo, libiamo ne'lieti calici che la belleza infiora. E la fuggevol ora s'inebrii a voluttà. Libiamo ne'dolci fremiti che suscita l'amore, poichè quell'ochio al core Omnipotente va. Libiamo, amore fra i calici più caldi baci avrà. All: Ah, libiamo; amor fra i calici Più caldi baci avrà
Violetta: Tra voi tra voi saprò dividere il tempo mio giocondo; Tutto è follia nel mondo Ciò che non è piacer. Godiam, fugace e rapido e'il gaudio dell’amore, e'un fior che nasce e muore, ne più si può goder. Godiam c'invita un fervido accento lusighier.
Όλοι: Godiam, la tazza e il cantico la notte abbella e il riso; in questo paradise ne sopra il nuovo dì.
Violetta: La vita è nel tripudio Alfredo: Quando non s'ami ancora. Violetta: Nol dite a chi l'ignora,
Alfredo: e' il mio destin così ...
Όλοι: Godiamo, la tazza e il cantico la notte abbella e il riso; in questo paradiso ne sopra il nuovo dì.
Μαζί τους σε Konzertvereinigung η Wiener Staatsoper και οι Wiener Philharmoniker.
ΣΤΗ ΛΙΣΗ ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΓΕΜΙΣΕΙ ΤΗΝ ΚΟΜΗ ΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΛΑΙΜΟ ΓΑΡΥΦΑΛΛΑ
Του Μίδα θησαυρούς μες στα μαλλιά τυλίγεις, Λίση – στις μπούκλες σου βαρύ, πολύχρυσο λογάρι εγράφη· γαρύφαλλα, αίμα ευωδιαστό, τριγύρω στο λαιμό άφη- σαν ίχνη μιας πληγής που δεν ποθεί ποτέ να κλείσει.
Πυρακτωμένες μίνες που με κήπους μοιάζουν, και ίση αξία έχουν μ’ ένα μέγα θαύμα στου έρωτα τα εδάφη: με μέλι αργό υβλαίο το πάριο μάρμαρο πλέον βάφει τον όγκο του, όντας έτοιμο ροδώνες να γεννήσει.
Τα θαύματα στο γενναιόδωρό σου το κεφάλι αιμοδιψής γινήκαν ομορφιά, μα, μόνο η μοίρα αν θέλει, θα νικήσουν των βοστρύχων σου τα κάλλη.
Τα χείλη σου υποθάλπουν μαργαριταρένια σπείρα – τα χείλη σου, αχ: ρουμπίνια που μιλάν, σοφό κοράλλι, γλυκόλαλα γαρύφαλλα, πολύτιμη πορφύρα!
Η κόρη πάει χορεύοντας εκεί Στη φυλλόσπαρτη, νεοθέριστη, απαλή Χλοερή απλωσιά του κήπου· Ξέφυγε από νιότη πικρή Ξέφυγε από το πλήθος της Ή από το μαύρο σύννεφό της. Ω, χορεύτρια, ω, γλυκιά χορεύτρια!
Αν παράξενοι άνθρωποι φανούν απ’ το σπίτι Για να την πάρουν μακριά, μην πείτε Πως είν’ ευτυχισμένη όντας τρελή· Πάρτε τους μ’ ευγένεια πιο ’κεί, Αφήστε να τελειώσει το χορό της, Αφήστε να τελειώσει το χορό της,. Ω, χορεύτρια, ω, γλυκιά χορεύτρια!
Μετάφραση: Σπύρος Ηλιόπουλος. Από το βιβλίο: William Butler Yeats, «Μυθολογίες και οράματα», εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Σπύρος Ηλιόπουλος, Πλέθρον, Αθήνα 1983, σελ. 89.
**********************************
SWEET DANCER
The girl goes dancing there On the leaf-sown, new-mown, smooth Grass plot of the garden; Escaped from bitter youth, Escaped out of her crowd, Or out of her black cloud. Ah, dancer, ah, sweet dancer!
If strange men come from the house To lead her away, do not say That she is happy being crazy; Lead them gently astray; Let her finish her dance, Let her finish her dance. Ah, dancer, ah, sweet dancer!
Tango rante, tu emoción es el alma del suburbio, para vos, el verso turbio de mi parda inspiración.
Te lucís con tu pintón y en cualquier baile orillero sos un símbolo canero que entra taconeando fuerte, sos la risa, y sos la muerte, vestida de Milonguero.
Sos entre el camandulaje un cacho de mala suerte, sos el barbijo de muerte que rubrica el sabalaje.
Sos el alma del chusmaje metida en un bandoneón, sos la furca, la traición, el piropo y el chamuyo, y sos una flor de yuyo que perfuma el corazón.
Sos el lamento tristón que amarrocando sentidos, te metés por los oídos y escarbás el corazón.
Sos el réquiem compadrón, el que gimió allá en París, con tu canyengue, ¿me oís? Vos fuiste el fiero remache que hizo temblar al apache y llorar a las Mimís.
Tango lindo que se estira en un bandola atorrante y que sale agonizante mientras se baila y se aspira.
¡Tango' Sos como un tira de prepotencia y de mal, sos lágrima y delantal, sos farolito de esquina y sos tristeza de mina que se clava en un puñal.
Στίχοι: Enrique Cadícamo. Μουσική: Rosita Quiroga. Τραγούδι του 1933.
Στο διπλανό τραπέζι της κυριακάτικης ταβέρνας μύρια μύρια μύρια, εκ του εκατομμύρια στο διπλανό τραπέζι της κυριακάτικης ταβέρνας άδες ρω άδες ρω εκ του χιλιάδες ευρώ στο διπλανό τραπέζι της κυριακάτικης ταβέρνας πία πία πία εκ του χρεοκοπία το παϊδάκι, ωχ αδερφέ, το ίδιο πάντα και ψητό.
Από το βιβλίο: Γιώργος Μίχος, «Τα Μαύρα του Γκόγια», Εκδόσεις Ενδυμίων, Αθήνα 2010.
Έψαξα σε πόλεις κι εξοχές ρώτησα τωρινούς κι αλλοτινούς ανθρώπους. Στα σύννεφα ή στο χώμα η απάντηση έμεινε ίδια. Ναι, υπάρχει· Η μισή εκείνη φράση που την τέλεια αγάπη περιέχει: Σ’ αγαπώ ανεξαρτήτως. Υστερεί συντακτικώς, μα δεν υπάρχουνε στο νόημα κενά. Η κατάθεση είναι πλήρης.
Σ’ αγαπώ ανεξαρτήτως.
Από το βιβλίο: Ρανιώ Νιζαμίδη, «Άτρωτος ένας», Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2008, σελ. 17.
Σαπούνια ραπτομηχανές βυκάνες κινούν δροσιές και μόσχους στ’ αλωνάκι οι ποιητές οπλίζονται με κάννες που ’ν’ ανικανοποίητες παρά ’κει από της βάτου τις βατές αφάνες
Των αφανών νερών οι μέσα κρήνες τους κρίνους καρτερούν να τις αντλήσουν ν’ αποκριθούν με σολ στα φα οι σωλήνες να υφάνουνε στεφάνους που αν κλείσουν μπαλλόνια θά ’ναι στης αλός τις θίνες
Στα χάη αγάλλονται άλλως όλβιοι στίβοι με τις μαρμαρυγές πολλών αστέρων που πολικός από ετών τούς θλίβει καπνός και τα λοιπά του κάλβου φέρων οργανισμός μπετόν γυαλί μολύβι