ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
ΜΟΥΣΕΣSunt diversa puellis pectoraOVIDIUS
1. ΤΑ ΥΠΟΔΗΜΑΤΑΜετά από χρόνια, π’ ονειρεύτηκα τη Βάλια,
καπνούς και ατμούς φουγάρων είχε και λουτρώνων
ν’ ανθούν, και απ’ το κορμί της τό ’σκαγαν βουβάλια
γυμνούς υπέρους ναν της φέρουν – γαμηλιώτες
από άλλων γάμων γήπεδα. Η Βάλια κώνων
εκράταγε πυρσούς και γλόμπους κεκραγότες
στα δάχτυλά της τα κρυφά, τα δε σανδάλια
επάσχιζε να δέσει τα ειλημμένα. Μόνον,
σαν ξύπνησα, είδα πως εφόραε φρέσκες μπότες.
2. Ο ΓΕΓΟΝΕ ΓΕΓΟΝΕΤα πρίσματα έλαβεν υπόψη ο Γεωμέτρης
απόψε βράδυ και, χωρίς καν να βραδύνει,
φραγγέλια ανήγγειλε στιχόπλεχτα έως
καί τρεις
φορές πυκνότερα των κοτσιδιών της Μαίρης.
Δεν άργησε και τόσο το κακό να γίνει
και μεταξύ των ιθυνόντων ξέσπασ’ έρις.
Δεν είμαστε (ευτυχώς!...) από δρυός ή από πέτρης –
κι η Μαίρη μας (με μίνι αρμονικό) καμίνι
ευλόγαε πάθους. Λάθος. Τό ’σβησε ο Σεφέρης.
3. ΚΑΘ’ ΥΠΝΟΥΣΠαλαιά Διαθήκη απέπνεε το όνομα
Δεββώρα –
γι’ αυτό μας διάταζε ναν τηνέ λέμε
Ρίτσα(εκ του
Δεββωρίτσα). Ξάπλα στην αιώρα
πως εκοιμόταν έκανε, πλην τον Μορφέα
βλεφάριαζε (κρυφά και μες στην ανταρίτσα
της εκδρομής) αν την ποθούσε. Μια νυμφαία
σχισμή έγδυνε τα δόντια της τα σαρκοβόρα
για νά ’ν’
α υ τ ή εκεί, μέσ’ απ’ όλα τα κορίτσα,
στο εφηβικό χορόδραμά μας κορυφαία.
4. Ε΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝΛεπτότατο, ώσπερ μίσχος, πέρασ’ το Λενάκι
τ’ αντίδωρο να πάρει απ’ του παπά το χέρι
στης λειτουργίας το σκόλασμα. Το μηχανάκι
καβάλλησε μετά και γάζωσε ένα γύρο
το δρόμο στην πλατεία. Αμήχανος, τ’ αστέρι
εχάζευα του κάλλους, πλην δεν είταν στείρο
το κυριακάτικό μου το μεσημεράκι.
Μιαν αύρα μέσα μου απόλυσε τ’ αγέρι
και μού ’πεμψε των δυό μηρών της τ’ άγριο μύρο.
5. ΑΤΜΚι εγώ την είδα, Νιόνιο μ’, την Ξανθούλα, εψές α-
ργά στο μισόφωτο, όξω από την Alpha Bank,
να κάνει ανάληψη οχ τ’ αυτόματο. Μια τρέσα
μπουκλίσια, εκεί, χαράκωνε το μέτωπό της
με χάρη εκθέτοντας τον πλούτο ενός think tank
που θε να εφθόνουν βασιλεύς και στρατιώτης
φιλόπρωτοι. «Κερνάω –είσαι;–» της λέω «μπουγιαμπέσα…»
Πως είταν ψέλλισε αρρωστούλα:: «Ich bin krank».
Αλήθεια-ψέμα τρέχα βρες!... Εγώ, όμως, ιππότης!
6. ΦΑΙΔΡΕΠΙΦΑΙΔΡΟΣΔεν είχε πάρε-δώσε η Φαίδρα με τις Μούσες,
γιατί ούσα Μούσα η ίδια αήδιαζε τους στίχους.
Τελείως τζάμπα ναν της μάθεις πολεμούσες
να κοινωνεί των λυρικών σου. Διότι η Φαίδρα,
εξ άλλου, σιχαινότανε τους στιχωρύχους,
κι εσύ έστηνες στους Κλασικούς φριχτήν ενέδρα –
τους είχες για χαμάληδές σου… Τί χαλούσες
καιρό και χρόνο; Απ’ των αφτιώνεν της τους τοίχους
εσάλτα ο λυρισμός πανεύκολα και απέδρα.
7. ΕΝ ΚΟΛΠΟΙΣ ΑΒΡΑΑΜΠοτέ δεν τσιγκουνεύτηκε φιλιά η Αλίκη:
και του Τρικέρη εφύλαγε καμπόσα πάντα·
στους άγγελους (το ξέρω) έστρωνε χαλίκι
στο σπίτι οπού ’χε της χαράς στους πέρα κάμπους.
Τα μπατιράκια μόνιμη είχαν την αβάντα –
ο Σούπερμαν, ο Μπρες κι ο Χατζηχαραλάμπους.
Νυχθημερόν στηνότανε καλαμπαλίκι
και πατιρντί. Πώς να δεχθείς πως χθες, τριάντα,
η Αλίς κατέβασε τον γενικό του λάμπους;
8. ΕΥΜΟΛΠΩΣΣτα μάτια της δυό δίδυμες κιθάρες κρύβο-
νταν δωδεκάχορδες. Διπλούς τους φθόγγους δίναν,
τη δε χαρά μου την υψώνανε στον κύβο.
Απ’ το Ποζίλιπο, οπλισμένη με τα τέλια
τ’ αχάτινα, που κάθε πόνο καταπίναν,
ερχόταν να με δει η παυσίλυπή μου η Κλέλια.
Στου νου μου τα φαράγγια τα βαθιά άμα σκύβω,
θωρώ τεκμήρια που τα μέλη μου όλα λύναν
εν τω άμα στην κρουστή τού κόσμου τη συντέλεια.
9. ΑΓΑΠΗΤΕ ΝΙΚΟ,Οι νοσταλγοί (μας λες) τις λένε
Κατερίνα.
(Εμέναν άλλα μού ’λεγε ο Παπαδιαμάντης
που νοσταλγός
κ α ι α υ τ ό ς υπήρξε). Κι όλα ’κείνα,
για τις γυναίκες π’ αγαπάμε, στη Φαβιόλα
μου δεν κολλούν καθόλου μα καθόλου. Φάντης
μπαστούνι η ραπτομηχανή και η κατσαρόλα
παντού· και πουθενά τα δάση με τα κρίνα
ή τα πουλιά μας σε λιμάνια. Φυλλομάντις
δικός της είναι μια μπουκάλα κοκακόλα.
Νάπολη, 31 Μαΐου 2007Αντί για εννέα Μούσες φτάνει μία: η Fabiana Nuñes. Μετά από επανειλημμένη προφορική επισήμανση που μας έγινε από ξανθιές επισκέπτριες του "Αλωνακιού της Ποίησης", ότι κάνουμε διακρίσεις υπέρ των μελαχρινών κυριών, η σημερινή καλεσμένη μας δεν είναι μελαχρινή, αλλά ξανθούλα... σαν του Σολωμού.