Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2020

ΑΝΔΡΕΣ ΑΡΜΟΑ



JORGE LUIS BORGES


ΑΝΔΡΕΣ ΑΡΜΟΑ*

Τα χρόνια τού αφήσανε κάτι λίγες λέξεις στα γκουαρανί, που τις χρησιμοποιεί όποτε το απαιτεί η περίσταση, αλλά να τις μεταφράσει δεν θα μπορούσε, δίχως να βάλει κόπο.
  Οι άλλοι στρατιώτες το αποδέχονται, κάποιοι όμως (όχι όλοι) νιώθουν ότι κάτι αλλόκοτο έχει πάνω του, σαν νά ’ναι αιρετικός ή άπιστος ή λες κι υποφέρει από κάτι κακό.
  Τούτη η απόρριψη τον βαραίνει λιγότερο απ’ το ενδιαφέρον των νεοσυλλέκτων.
  Δεν είναι πότης, μα τα Σάββατα συνήθως το τσούζει.
  Έχει τη συνήθεια του ματέ, που τρόπον τινά γεμίζει τη μοναξιά με κόσμο.
  Οι γυναίκες δεν τον θέλουν, και αυτός δεν τις γυρεύει.
  Έχει γιο απ’ τη Δολόρες. Εδώ και χρόνια δεν έχει νέο του – οι απλοί άνθρωποι δεν έχουνε αλληλογραφία.
  Δεν είναι καλός συζητητής, του αρέσει ωστόσο να διηγείται, και πάντα με τα ίδια λόγια, εκείνη τη μακρά πορεία τόσων και τόσων λευγών απ’ το Χουνίν ίσαμε το Σαν Κάρλος.
  Μπορεί να χρησιμοποιεί τα ίδια λόγια, επειδή ξέρει να τα λέει απ’ έξω και ας έχει ξεχάσει τα γεγονότα.
  Δεν έχει κρεβάτι. Κοιμάται πάντοτε στη σέλα, και εφιάλτης τί παναπεί δεν ξέρει.
  Έχει τη συνείδησή του καθαρή. Κι απλώς έχει περιοριστεί στην εκτέλεση διαταγών.
  Χαίρει της εμπιστοσύνης των αρχηγών του.
  Είναι ο αποκεφαλιστής, ο δήμιος.
  Δεν θυμάται πόσες φορές έχει δει το χάραμα στην έρημο.
  Δεν θυμάται πόσους λαιμούς έχει κόψει· ποτέ όμως δεν θα ξεχάσει την πρώτη φορά ούτε τις γκριμάτσες που έκανε ένας ινδιάνος της πάμπας.
  Ποτέ δεν θα τον αγγαρέψουν. Δεν πρέπει να τραβάει την προσοχή.
  Στο χωριό του ήταν δαμαστής αλόγων. Τώρα είναι ανίκανος να καβαλήσει άγριο ζώο· του αρέσουν πάντως τ’ άλογα, και τα καταλαβαίνει.
  Είναι κάποιου Ινδιάνου φίλος.

   * Τα εδώ αναφερόμενα διαδραματίζονται γύρω στα 1870.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου