ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΗΜΩΝ ΤΟ ΕΠΙΟΥΣΙΟΝ
…
ein
helles Wasser
berührte den Mund
Peter Huchel
Του κάλλους άτρεπτα μεγαλυνάρια
του μέλους ίσιους δρόμους παν και ανοίγουν
μες στης σιωπής το αστραπιαίο βάθος: ήγουν
σαν άστρα οι πόθοι γίνονται και μια άρια
ατέρμονη διαλάμπει μες στα χάη.
Αλλά όχι μόνο εκεί, στ’ απόλυτα ύψη·
κι εδώ, στης γης τα χώματα, θα εγκύψει
η υπέροχη φωνή, και θ’ αντηχάει
και στα ένδοξα Παρίσια, στη Σορβόννη,
μα και στη Γουατεμάλα φως θα στρώνει.
PAUL ELUARD
ΚΑΙ
ΠΟΙΑ ΗΛΙΚΙΑ ΕΧΕΤΕ;
Ἂς μιλήσουμε γιὰ τὴ νεότητα
Ἂς χάσουμε τὰ νιάτα μας
Ἂς γελάσουμε μαζί τους ποὺ γελᾶνε
Τὸ κεφάλι ἀνάποδα
Τὸ νὰ γελᾶς εἶναι δυσκολότερο ἀπ᾽ τὸ νὰ μιλᾶς καὶ νὰ λές
Τὰ τέλεια σχήματα ποὺ μᾶς δελεάζουν
Ἀκόμα
Αὐτὰ τὰ σχήματα τὰ ὑποκριτικὰ
Τὰ τόσο μεταβλητὰ καὶ τόσο κακοφτιαγμένα
Μπροστά τους
Τὰ χέρια μας τὰ ἀπὸ φρέσκο-φρέσκο βούτυρο
Εἶναι ἀμήχανα
Καὶ τὰ χάλκινα χείλη μας
Ἀπαθανατισμένα ἀπ᾽ τὸ τραγούδι
Ἐπαίσχυντα
Τραυλίζουν ὅλο ἀντίο καὶ ἀντίο
Ἀκατανόητα
Πριόνι ποὺ σπάει.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
PAUL ELUARD
ΑΚΟΜΑ
ΑΚΟΥΩ ΤΗ ΦΩΝΗ
Ἀκόμα ἀκούω τη φωνὴ
Κι ἔτσι τὸ γνωστό σου τὸ πουλὶ
Θὰ ἔρθει νὰ παρακαθίσει
Σὲ χιλιάδες μάτια σφαλισμένα
Τὸ πουλί μου ἐμένα εἶναι ἡ κουκουβάγια
Στὶς μασχάλες τῆς θεᾶς
Ἡ δολοφόνισσα τῶν χρωμάτων ἡ πραγματική
Ἡ κουκουβάγια μὲ τὸ βλέμμα τὸ ἀκριβὸ
Μὲς στὸ χῶμα εἶναι τὰ φτερά της ἔπιπλο
Κερδίζω καὶ θά ᾽πρεπε νά ᾽μαι προσεχτικὸς
Μὲ τοὺς ἀνθρώπους ποιὺ συνάζω.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
EUGENIO MONTALE
ΣΠΙΤΙ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Τὸ ταξίδι τελειώνει ἐδῶ:
στὶς μέριμνες τὶς ἐλεεινὲς ποὺ μᾶς διχάζουν
τὴν ψυχή, καὶ οὔτε ξέρει πιὰ καὶ νὰ κραυγάσει.
Τώρα οἱ στιγμὲς ἴδιες εἶναι καὶ ἀπαράλλαχτες
σὰν στροφὲς βαρούλκου σὲ μαγκανοπήγαδο.
Μία στροφή: ἔρχετ᾽ ἐπάνω τὸ νερὸ μὲ μιὰ στριγκλιά.
Ἄλλη στροφή: ἄλλο νερό, καὶ ποῦ καὶ ποῦ καὶ κανὰ τρίξιμο.
Τὸ ταξίδι τελειώνει σὲ τοῦτο τὸν γιαλό
ποὺ ἀργὲς τὸν σκανδαλίζουνε κι ἐπίμονες πλημμύρες.
Τίποτα δὲν φανερώνει παρὰ μόνο κάτι ὀκνηροὶ καπνοὶ
τ᾽ ἀκροθαλάσσι ποὺ τὸ ὑφαίνουν μὲ ἀχηβαδάκια
αὖρες ἁπαλότατες: καὶ σπάνια ἀποκαλύπτεται
μέσα στὴ βουβὴ τριγύρω νηνεμία
κι ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ νησιὰ μὲ τὴν ἀποδημητική τους ὄψη
ἡ Κορσικὴ μὲ τὶς ἀκρώρειές της ἢ ἡ Καπρασία.
Κι εἶσαι κι έσὺ καὶ μὲ ρωτᾶς ἂν ἔτσι χάνονται ὅλα
σὲ τούτη τὴ φτενὴ ἐντὸς τῶν ἀναμνήσεων ὁμίχλη·
καὶ ἂν μέσα στὴν ἀδράνεια καὶ μὲ τοῦ κυματοθραύστη
τὸν ἀναστεναγμὸ ἐκπληρώνονται ἄραγε τὰ πεπρωμένα.
Θά ᾽θελα νὰ σοῦ πῶ ὄχι, νὰ σοῦ πῶ πὼς σ᾽ ἔχει ζυγώσει
ἡ ὥρα ποὺ ἀντίκρυ πλέον θὰ διαβεῖς, πέρα ἀπὸ τὸν χρόνο·
καὶ ἴσως μόνο ὅποιος θέλει γίνεται αἰώνιος,
πράγμα ποὺ ἐσὺ τὸ δύνασαι, κι ἐγώ, πάλι, μᾶλλον ὄχι.
Σκέφτομαι καὶ λέω: γιὰ τοὺς πιὸ πολλοὺς οὐκ ἔστι σωτηρία,
πλὴν ὅμως τοὺς σχεδιασμοὺς τοὺς ἀνατρέπουν κάποιοι,
διαβαίνουν τὰ στενά, καὶ ὅποιος θέλει ἐδῶ καὶ πάλι θὰ
γυρίσει.
Προτοῦ πάντως ἐνδώσω, θὰ ἐπιθυμοῦσα νὰ σοῦ δείξω
τὴν ὁδὸ ποὺ σοῦ λέω τῆς διαφυγῆς, ἕναν δρόμο
περαστικό, ἐφήμερο, ὅπως εἶναι στὰ πεδία τῆς θαλασσοταραχῆς
ὁ ἀφρὸς ἢ οἱ πτυχὲς τῶν κυμάτων.
Μαζὶ σοῦ δίνω καὶ τὴν τελευταία μου ἐλπίδα.
Σὲ μέρες καινούργιες,
κουρασμένος ἐγώ, δὲν ξέρω πιὰ τρόπο νὰ μεγαλώσει κι ἄλλο:
μὰ τὴν προσφέρω ἐνέχυρο στὴ μοίρα σου, ἐσὺ γιὰ νὰ
γλιτώσεις.
Ἐδῶ σὲ τοῦτες τὶς ἀκτὲς τελειώνει ὁ δρόμος
ποὺ μ᾽ ἐναλλὰξ κινήσεις ἡ παλίρροια τρώει.
Στὸ πλάι μου ἡ καρδιά σου δὲν μ᾽ ἀκούει, κι ὅμως
γιὰ τὴν αἰώνιότητα σαλπάρει: ἀχόι-ἀχόι!
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.