Παρασκευή 30 Μαρτίου 2007

ΜΙΑ ΛΙΑΝΟΥΤΣΙΚΗ ΣΗΜΥΔΑ




ΣΕΡΓΚΕΗ ΑΛΕΞΑΝΤΡΟΒΙΤΣ ΓΕΣΕΝΙΝ (1895-1925)


ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ ΒΥΣΣΙΝΙ


Το φως της δύσης βυσσινί, υφασμένο με τη λίμνη·
στα πλάγια οι ξυλοπετεινοί – κουδούνια, πένθιμοι ύμνοι.

Ο φλώρος κάπου κρυφοκλαίει χωμένος στην κουφάλα,
μα εγώ δεν κλαίω· στα βάθη μου κυλούν φώτα μεγάλα.

Ξέρω, θα βγεις το απόβραδο μακριά, πέρα απ’ το δρόμο,
και σε μια φρέσκια θημωνιά θα κάτσουμε ώμο με ώμο.

Όλος μιά μέθη απ’ τα φιλιά, σαν άνθος θα σε λιώσω·
ο που μεθάει από χαρά δεν έχει κρίμα ωστόσο.

Μόνη σου, από τα χάδια μου, θα ρίξεις το μετάξι
και μεθυσμένη θα σε πάω στα θάμνα ως να χαράξει.

Ας κλαίνε οι ξυλοπετεινοί μακριά στα λοφοπλάγια –
χαρούμενη μιά θλίψη ζει μες στ’ αυγινά μαγνάδια.


1910



[ΣΜΑΡΑΓΔΕΝΙΟ ΧΤΕΝΙΣΜΑ]

Σμαραγδένιο χτένισμα,
στήθος κοριτσιού χλωρό,
αχ, λιανούτσικη σημύδα,
τί κοιτάς μες στο νερό;

Το αγεράκι τί σου λέει;
η άμμος τί σου κουδουνά;
Στις πλεξούδες σου χτενάκι
το χρυσό φεγγάρι, να.

Πες μου, πες το μυστικό σου,
τη δεντρίσια συλλογή,
τ’ ανοιξιάτικο βουητό σου
πώς το αγάπησα πολύ.

Κι αποκρίθηκε η σημύδα:
«φίλε, ψες το βράδυ εδώ
στ’ αστροφεγγοβόλημα είδα
να δακρύζει ένα βοσκό.

Οι ίσκιοι λάμπαν στο φεγγάρι,
Πρασινάδες ρίχναν φως,
Τα γυμνά τα γόνατά μου
Μου τ’ αγκάλιαζεν αυτός.

Κι είπε μες στο θρο των κλώνων
με βαθιούς ανασασμούς:
έχε γειά, περιστερούλα,
ώς τους νέους γερανούς.»


1918



[ΑΓΕΡΗΔΕΣ, ΑΓΕΡΗΔΕΣ]

Αγέρηδες, αγέρηδες, ω χιονισμένοι αγέρηδες
σβήστε της περασμένης μου ζωής το δάκρυ.
Λαχτάρησε ένας έφηβος νά ’μαι κατάφωτος
ή ένα λουλούδι στων αγρών την άκρη.

Κάτω από τη φλογέρα του βοσκού λαχτάρησα
για όλους και για μένανε η ψυχή μου να λιώνει·
μέσα στ’ αφτιά μικρά κουδούνια αστέρινα
το βραδινό σωριάζει χιόνι.

Είναι όμορφο το λαγαρό του τρέμουλο,
όταν στη χιονοθύελλα βουλιάζει ο πόνος·
σα δέντρο θά ’θελα μεσοδρομίς να στέκομαι
ασάλευτος στό ’να μου πόδι, μόνος.

Κάτω απ’ το φρούμασμα του αλόγου θά ’θελα
ν’ αγκαλιαστώ με τα τριγύρω θάμνα.
Έι, εσείς φεγγαροπόδαρα σηκώστε τη
μ’ ένα χρυσό κουβά τη θλίψη μου στα ουράνια.


1919


Μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος, 1981.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου