Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΓΙΑ ΟΛΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ


OCTAVIO PAZ


Η ΒΡΥΣΗ


Το μεσημέρι σηκώνει εν πτήσει τον κόσμο.
Οι πέτρες, εκεί που σαρώνει ο άνεμος ό,τι γράφει ο χρόνος στα τυφλά,
οι πύργοι που σκύβουν το κεφάλι τους σαν πέφτει σούρουπο,
το πλοίο που αιώνες πριν εξώκειλε στα βράχια, η χρυσή εκκλησία που
  τρεκλίζει με το βάρος κάποιου ξύλινου σταυρού,
οι πλατείες που κάνουν τον στρατό που θ’ αυλισθεί εκεί να νιώθει έκθετος,
  εντελώς ανυπεράσπιστος,
το φρούριο που κλίνει το γόνυ πριν να εισβάλει το φως απ’ των λοφίσκων
  τους πρόποδες,
τα πάρκα με ψίθυρους συλλαβιστούς από φτελιές και λεύκες εν χορώ,
οι κίονες και οι αψίδες στο μέτρο ακριβώς της δόξας,
το μουράγιο που κοιμώμενο ανοίγεται στον ήλιο, στον ίδιο του τον εαυτό
  πεσμένο πάνω, στην ίδια του επάνω σωριασμένο την έπαρση,
η γωνιά που πάνε και μαζεύονται όλοι οι μισάνθρωποι των προαστίων:
  το πεύκο και η ιτιά,
οι αγορές κάτω από τα πυκνά πυρά των ουρλιαχτών,
ο τοίχος στη μέση του δρόμου, που κανείς δεν ξέρει ποιός μα ούτε και
  για ποιό λόγο τον έχτισε, τοίχος από πέτρες όλες τους ζώσες,
ό,τι έχει δεθεί με το χώμα από αγάπη για την ερωτευμένη ύλη σπάει τα
  δεσμά,
και ανεβαίνει διαβαίνοντας από τα χέρια ανάμεσα αυτής εδώ της ώρας.

Ο κόσμος εγείρεται ο παλιός των λίθων, ίπταται, πετάει.
Λαοί φαλαινών και δελφινιών περνούν από τα ουράνια εξαπολύοντας
  ο μεν στον δε μεγάλους κλάδους δόξας·
τα λίθινα κορμιά, από την αργή συρμένα λαίλαπα της κάψας, σταλάζουν
  φως και με χαρά λαμπρύνονται ανάμεσα στα σύννεφα.
Τις αλυσίδες της πετάει στον ποταμό η πόλη αδειάζοντας ολόκληρη
απ’ το φορτίο του αίματος, απ’ το φορτίο του χρόνου, και μένει έπειτα
  νά ’ναι
Κάρβουνο ολοζώντανο και ήλιος εν ταυτώ στο μάτι ενός κυκλώνα.
Και τώρα τη λικνίζει το παρόν.

Τα πάντα είναι παρουσία, οι αιώνες όλοι είναι τούτο το Παρόν.
Ευδαίμων ο οφθαλμός που πια δεν βλέπει, μιας και τα πάντα εδώ είναι
  παρουσία, και ενώ η ίδια του η όραση βγήκε έξω από το μάτι που
  κοιτάζει!
Βυθίζεται το χέρι, αδράχνει τη λαμπρότητα, το ηλιόψαρο, τη φλόγα
  συλλαμβάνει μέσα απ’ όλες του γαλάζιου τις πτυχές, το φως που
  λικνίζεται μες στη φωτιά της μέρας!
Το δε κύμα μέγα επανακάμπτει και με ρίχνει κάτω, σκορπίζει στον αέρα
  τραπέζι και χαρτιά και με κρατάει να αιωρούμαι από τη χαίτη του,
μουσική που κόπηκε στη διαπασών της, φως που δεν σαλεύει καν το
  βλέφαρο, που ούτε υποχωρεί μα και ούτε προχωράει.
Τα πάντα είναι παρόν, κάτοπτρα χωρίς επιστροφή: ούτε σκιά υπάρχει,
  ούτε πλευρά θαμπή, και οφθαλμός το παν,
παρουσία το παν, και είμαι πανταχού παρών για να βλέπω καλύτερα,
  για να κλαίω καλύτερα, και σβήνομαι
και πέφτω εντός μου και βγαίνω από μέσα μου και ανεβαίνω στη
  φωτοβολίδα και κατεβαίνω στη λάμψη της ακμής του τσεκουριού,
γιατί η μεγάλη σφαίρα, η μεγάλη και πυρακτωμένη μπάλλα του χρόνου,
ο καρπός εκείνος που συνάζει όλους τους χυμούς της ιστορίας, η
  παρουσία, το παρόν, ναι, ανατινάζεται
σαν τον καθρέφτη που ’σπασε το μεσημέρι, σαν μεσημέρι που ’σπασε
  πέφτοντας στη θάλασσα και στ’ αλάτι της.

Πιάνω την πέτρα και δεν απαντά, αδράχνω τη φλόγα και ουδόλως με
  καίει – τί να κρύβει άραγε η παρουσία ετούτη;
Τίποτα δεν υπάρχει από πίσω, οι ρίζες έχουν ξεραθεί, τα θεμέλια
  είναι σαθρά,
Ένα χαστούκι αρκεί, και όλο αυτό το μεγαλείο κατεδαφίζεται.
Και ποιός θα ρθεί ν’ αναλάβει το μεγαλείο, όταν κανείς δεν αναλαμβάνει
  την αμηχανία;
Εισδύω στην κενότητά μου: δεν απαντώ, δεν κοιτώ το πρόσωπό μου,
Και χάνω και την όψη μου, αφού απώλεσα ήδη και ψυχή και σώμα.
Η ζωή μου περνά μπρος απ’ τα μάτια μου, κι ούτε καν μιά πράξη μου
  δεν αναγνωρίζει για δική μου:
και η έκσταση νά ’χεις κάνει τον θάνατο ν’ αναπηδήσει με μόλις ένα
  άγγιγμα μικρό φτερών εικόνας;...
και ή μακρά νύχτα που διάβηκε λαξεύοντας της αστραπής το αιφνίδιο
  σώμα;...
και η νύχτα της αγάπης – γέφυρα αιωρούμενη υπεράνω της ενθάδε
  ζωής και της επέκεινα;

Δεν πονάει το αρχαίο τραύμα, ούτε καίει το παλιό το έγκαυμα, είναι
  μιά πληγή σχεδόν σβησμένη
ο τόπος του αποχωρισμού, ο τόπος του ξεριζωμού, το στόμα απ’ όπου
  ζωή και θάνατος μιλούν στον ύπνο τους είναι πληγή αθέατη.
Δεν θά ’δινα τη ζωή για τη ζωή μου: άλλη είναι εμένα η αληθινή μου
  ιστορία.

Η πόλη ακολουθεί επί ποδός.
Φρικιά πανέμορφη στο φως.,
ο ήλιος αναπαύεται πάνω στην ειρηνική δεξιά της.
Οι πίδακες των πηγών πηδούν ψηλότερα και είναι τώρα πια πιο άσπροι.
Τα πάντα εγείρονται προκειμένου να πέσουν καλύτερα.
Και ο πεσμένος κάτω από τον πέλεκυ της έκστασής του, ναι, σηκώνεται,
  κι αυτός.
Απ’ το σχισμένο μέτωπό του ένα τελευταίο πουλί τινάζεται.
Είν’ ο σωσίας του,
ο νέος που κάθε εκατό χρόνια γυρνάει για ν’ αρθρώσει κάτι λέξεις,
  πάντοτε τις ίδιες,
ο διάφανος κίονας που τη μια στιγμή σκουραίνει και την άλλη αστράφτει,
και προβαίνει γοργά με το χέρι της μοίρας που πάντοτε γράφει.
Στο κέντρο της πλατείας η σπασμένη κεφαλή του ποιητή είναι βρύση.
Και η βρύση αυτή εκεί τραγουδάει για όλο τον κόσμο.


        Αβινιόν 1950



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


******************************


FUENTE


El mediodía alza en vilo al mundo.
Y las piedras donde el viento borra lo que a ciegas escribe
  el tiempo,
las torres que al caer la tarde inclinan la frente,
la nave que hace siglos encalló en la roca, la iglesia de oro que
  tiembla al peso de una cruz de palo,
las plazas donde si un ejército acampa se siente desamparado y
  sin defensa,
el Fuerte que hinca la rodilla ante la luz que irrumpe por la loma,
los parques y el corro cuchicheante de los olmos y los álamos,
las columnas y los arcos a la medida exacta de la gloria,
la muralla que abierta al sol dormita, echada sobre sí misma, sobre
  su propia hosquedad desplomada,
el rincón visitado sólo por los misántropos que rondan las afueras:
  el pino y el sauce,
los mercados bajo el fuego graneado de los gritos,
el muro a media calle, que nadie sabe quién edificó ni con qué
  fin, el desollado, el muro en piedra viva,
todo lo atado al suelo por amor de materia enamorada, rompe
  amarras
y asciende radiante entre las manos intangibles de esta hora.

El viejo mundo de las piedras se levanta y vuela.
Es un pueblo de ballenas y delfines que retozan en pleno cielo,
  arrojándose grandes chorros de gloria;
y los cuerpos de piedras, arrastrados por el lento huracán de calor,
escurren luz y entre las nubes relucen, gozosos.
La ciudad lanza sus cadenas al río y vacía de sí misma,
de su carga de sangre, de su carga de tiempo, reposa
hecha un ascua, hecha un sol en el centro del torbellino.
El presente la mece.

Todo es presencia, todos los siglos son este Presente.
¡Ojo feliz que ya no mira porque todo es presencia y su propia
  visión fuera de sí lo mira!
¡Hunde la mano, coge el fulgor, el pez solar, la llama entre lo azul,
el canto que se mece en el fuego del día!
Y la gran ola vuelve y me derriba, echa a volar la mesa y los papeles
  y en lo alto de su cresta me suspende,
música detenida en su más, luz que no pestañea, ni cede, ni avanza.
Todo es presente, espejo sin revés: no hay sombra, no hay lado opaco,
  todo es ojo,
todo es presencia, estoy presente en todas partes y para ver mejor,
  para mejor arder, me apago
y caigo en mí y salgo de mí y subo hasta el cohete y bajo hasta el
  hachazo
porque la gran esfera, la gran bola de tiempo incandescente,
el fruto que acumula todos los jugos de la historia, la presencia,
  el presente, estalla
como un espejo roto al mediodía, como un mediodía roto contra
  el mar y la sal.

Toco la piedra y no contesta, cojo la llama y no me quema, ¿qué
  esconde esta presencia?
No hay nada atrás, las raíces están quemadas, podridos los cimientos,
basta un manotazo para echar abajo esta grandeza.
¿Y quién asume la grandeza si nadie asume el desamparo?
Penetro en mi oquedad: yo no respondo, no me doy la cara,
perdí el rostro después de haber perdido cuerpo y alma.
Y mi vida desfila ante mis ojos sin que uno solo de mis actos
  lo reconozca mío:
¿y el delirio de hacer saltar la muerte con el apenas golpe de alas
  de una imagen
y la larga noche pasada en esculpir el instantáneo cuerpo del
  relámpago
y la noche de amor puente colgante entre esta vida y la otra?

No duele la antigua herida, no arde la vieja quemadura, es una
cicatriz casi borrada
el sitio de la separación, el lugar del desarraigo, la boca por
  donde hablan en sueños la muerte y la vida
es una cicatriz invisible.
Yo no daría la vida por mi vida: es otra mi verdadera historia.

La ciudad sigue en pie.
Tiembla en la luz, hermosa.
Se posa el sol en su diestra pacífica.
Son más altos, más blancos, los chorros de las fuentes.
Todo se pone en pie para caer mejor.
Y el caído bajo el hacha de su propio delirio se levanta.
Malherido, de su frente hendida brota un último pájaro.
Es el doble de sí mismo,
el joven que cada cien años vuelve a decir unas palabras, siempre
  las mismas,
la columna transparente que un instante se obscurece y otro
  según avanza la veloz escritura del destino.
En el centro de la plaza la rota cabeza del poeta es una fuente.


        Aviñón 1950

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου