Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012

ΟΚΤΑΒΙΟ ΠΑΣ!




OCTAVIO PAZ


ΥΜΝΟΣ ΕΝ ΜΕΣΩ ΕΡΕΙΠΙΩΝ

    
όπου αφρισμένη η θάλασσα η σικελική…
               
Γόνγορα
Αυτοστεφανωμένη η μέρα απλώνει τα φτερά της.
Κραυγή κίτρινη μεγάλη βγαίνει,
πίδακας θερμός στο κέντρο κάποιου
αμερόληπτου και τα μάλα ευεργετικού ουρανού!
Τα φαινόμενα είναι όλα τους ωραία σε τούτηνε
      τη στιγμιαία αλήθεια.
Η θάλασσα καβαλάει την ακτή,
γαντζώνεται στα βράχια, αράχνη απαστράπτουσα:
η πελιδνή του βουνού πληγή φεγγοβολάει·
μια χούφτα γίδια είν’ ένα κοπάδι πέτρες·
ο ήλιος κάνει το χρυσό του αβγό και χύνεται
      καταπάνω στη θάλασσα.
Θεός το παν!
Άγαλμα σπασμένο,
κίονες φαγωμένοι από το φως
ερείπια ζώντα σ’ έναν κόσμο μέσα με ζωντανούς νεκρούς!

Πέφτει η νύχτα στο Τετιουακάν.
ψηλά στην πυραμίδα φουμάρουν τα παιδιά μαριχουάνα,
κιθάρες παίζουνε βραχνές.
Ποιό χόρτο και ποιο αθάνατο νερό θα μας χαρίσει τη ζωή,
απ’ όπου θε να ξεθάψουμε τη λέξη,
την αναλογία που κυβερνάει τον ύμνο και τον λόγο,
τον χορό, στην πόλη, αλλά και στης ζυγαριάς τους δίσκους;
Ίδια βρισιά το μεξικάνικο ξεσπάει τραγούδι,
αστέρι πάγχρωμο που αχνοσβήνει,
πέτρα που μας σφαλίζει της επαφής τις θύρες.
Γνωρίζει η γη τη γη τη γηρασμένη.

Τα μάτια βλέπουνε, τα χέρια αγγίζουν.
Εδώ σου φτάνουν λίγα μόνο πράγματα – δεν θες πολλά:
φραγκοσυκιά, πλανήτης κοραλλιογενής ακάνθινος,
σύκα καλυπτοφόρα,
σταφύλια έχοντα γεύσιν αναστάσεως,
αχιβάδες, παρθενίες απροσπέλαστες,
αλάτι και τυρί, και κρασί και ηλιόψωμο.
Από τα ύψη της μαυρίλας της με θωρεί μια νησιώτισσα,
μητρόπολη κομψή και λυγερή και σβέλτη
      με το φως ντυμένη.
Πύργοι αλάτινοι κι αγνάντι τους πεύκα στην όχθη πράσινα
αναδύονται τ’ άσπρα πανιά απ’ όλες τις βαρκούλες.
Ναούς στη θάλασσα χτίζει το φως.

Νέα Υόρκη, Μόσχα, Λονδίνο.
Ο ίσκιος σκεπάζει τον κάμπο – κισσός το φάντασμά του,
πανίδα ριγηλή η ανατριχίλα του,
χνούδι πυκνό και μιά ασπαλάκων συμμορία.
Και κάθε τόσο τα δόντια κάποιου κροταλίζουνε ήλιου αναιμικού.
Γερμένος σε βουνά που χτες ακόμα είσαν πόλεις
      χασμουριέται τώρα ο Πολύφημος.
Κάτω, ανάμεσα στους λάκκους, σέρνεται το ανθρωπολόι.
(Δίποδα ζώα οικόσιτα: το κρέας τους, που
το βαραίνουν οι πρόσφατες θρησκευτικές απαγορεύσεις,
το προτιμούν έναντι παντός οι πλούσιες τάξεις.
Μέχρι και πριν λίγο τα θεωρούσε ο όχλος ζώα βδελυρά.)

Να βλέπεις, ν’ αγγίζεις σχήματα όμορφα του καθ’ ημέραν βίου.
Το φως βομβίζει, βέλη και φτερά.
Απάνω στο τραπεζομάντηλο ο κρασολεκές μυρίζει αίμα.
Όπως το κοράλλι τα κλαδιά του στο νερό,
απαράλλαχτα κι εγώ στη σφύζουσα από ζωντάνια ώρα
      απλώνω τις αισθήσεις μου,
και κίτρινη εναρμόνιση γεμίζει ώς επάνω η στιγμή,
ω μεσημβρία, ω άγανο γεμάτο με λεπτά,
ω της αιωνιότητας ποτήρι!

Οι σκέψεις μου διχάζονται, έρπουν, και συγχέονται, και
      ξαναρχίζουν,
μέχρι που ακινητούν στο τέλος, ποτάμια πια που δεν
      εκβάλλουνε ποτέ και πουθενά,
ίδιες δέλτα του αίματος, κάτω από έναν ήλιο δίχως βασίλεμα.
Να σταματήσουν άραγε όλ’ αυτά σε τούτο ’δώ το τσαλαβούτημα
      σε στάσιμα νερά;

Μέρα, μέρα στρογγυλή, γλαφυρό
πορτοκάλι πάμφωτο με τις εικοσιτέσσερείς του φέτες,
από την ίδια υποτεινόμενες όλες τους κίτρινη γλύκα!
Η ευφυΐα παίρνει επί τέλους σάρκα και οστά,
τα δύο εχθρικά συμφιλιώνονται ημίση,
και η συνείδηση-καθρέφτης τρέπεται πλέον σε υγρό
και γίνεται ξανά πηγή, σιντριβανίζει μύθους:
Άνθρωπος, δέντρο μεστό εικόνων, μες στις
λέξεις που είναι άνθη που είναι καρποί που είναι πράξεις.


      Νάπολη, 1948


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


***************************

HIMNO ENTRE RUINAS


  donde espumoso el mar siciliano...
          Góngora

Coronado de sí el día extiende sus plumas.
¡Alto grito amarillo,
caliente surtidor en el centro de un cielo
imparcial y benéfico!
Las apariencias son hermosas en esta verdad momentánea.
El mar trepa la costa,
se afianza entre las peñas, araña deslumbrante;
la herida cárdena del monte resplandece;
un puñado de cabras en un rebaño de piedras;
el sol pone su huevo de oro y se derrama sobre el mar.
Todo es dios.
¡Estatua rota,
columnas comidas por la luz
ruinas vivas en un mundo de muertos en vida!

Cae la noche sobre Teotihuacan.
En lo alto de la pirámide los muchachos fuman marihuana,
suenan guitarras roncas.
¿Qué yerba, qué agua de vida ha de darnos la vida,
dónde desenterrar la palabra,
la proporción que rige al himno y al discurso,
el baile, a la ciudad y a la balanza?
El canto mexicano estalla en un carajo,
estrella de colores que se apaga,
piedra que nos cierra las puertas del contacto.
Sabe la tierra a tierra envejecida.


Los ojos ven, las manos tocan.
Bastan aquí unas cuantas cosas:
tuna, espinoso planeta coral,
higos encapuchados,
uvas con gusto a resurrección,
almejas, virginidades ariscas,
sal, queso, vino, pan solar.
Desde lo alto de su morena una isleña me mira,
esbelta catedral vestida de luz.
Torres de sal, contra los pinos verdes de la orilla
surgen las velas blancas de las barcas.
La luz crea templos en el mar.

Nueva York, Londres, Moscú.
La sombra cubre al llano con su yedra fantasma,
con su vacilante vegetación de escalofrío,
su vello ralo, su tropel de ratas.
A trechos tirita un sol anémico.
Acodado en montes que ayer fueron ciudades, Polifemo bosteza.
Abajo, entre los hoyos, se arrastra un rebaño de hombres.
(Bípedos domésticos, su carne
-a pesar de recientes interdicciones religiosas-
es muy gustada por las clases ricas.
Hasta hace poco el vulgo los consideraba animales impuros.)


Ver, tocar formas hermosas, diarias.
Zumba la luz, dardos y alas.
Huele a sangre la mancha de vino en el mantel.
Como el coral sus ramas en el agua
extiendo mis sentidos en la hora viva:
el instante se cumple en una concordancia amarilla,
¡oh mediodía, espiga henchida de minutos,
copa de eternidad!

Mis pensamientos se bifurcan, serpean, se enredan
recomienzan,
y al fin se inmovilizan, ríos que no desembocan,
delta de sangre bajo un sol sin crepúsculo.
¿Y todo ha de parar en este chapoteo de aguas muertas?

¡Día, redondo día,
luminosa naranja de veinticuatro gajos,
todos atravesados por una misma y amarilla dulzura!
La inteligencia al fin encarna,
se reconcilian las dos mitades enemigas
y la conciencia-espejo se licúa,
vuelve a ser fuente, manantial de fábulas:
Hombre, árbol de imágenes,
palabras que son flores que son frutos que son actos.



Nápoles, 1948


Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Elisha Cuthbert κι εμείς μεταφράσαμε το ποίημα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου