In seinem Sessel, behaglich dumm, Sitzt schweigend das deutsche Publikum. Braust der Sturm herüber, hinüber, Wölkt sich der Himmel düster und trüber, Zischen die Blitze schlängelnd hin, Das rührt es nicht in seinem Sinn. Doch wenn sich die Sonne hervorbeweget, Die Lüfte säuseln, der Sturm sich leget, Dann hebt's sich und macht ein Geschrei, Und schreibt ein Buch: "der Lärm sei vorbei." Fängt an darüber zu phantasieren, Will dem Ding auf den Grundstoff spüren, Glaubt, das sei doch nicht die rechte Art, Der Himmel spaße auch ganz apart, Müsse das All systematischer treiben, Erst an dem Kopf, dann an den Füßen reiben, Gebärd't sich nun gar, wie ein Kind, Sucht nach Dingen, die vermodert sind, Hätt' indessen die Gegenwart sollen erfassen, Und Erd' und Himmel laufen lassen, Gingen ja doch ihren gewöhnlichen Gang, Und die Welle braust ruhig den Fels entlang.
Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Giovanna Mezzogiorno.
Καθώς κορνίζα ατίμητη τη ζωγραφιά στολίζει, έστω κι αν τη ζωγράφισε πινέλο ξακουσμένο, κάτι της δίνει αλλοιώτικο και κάτι μαγεμένο, που κάνει την μες στην τρανή φύση να ξεχωρίζει,
έτσι, κοσμήματα, έπιπλα, χρυσά που αντιφεγγούσαν, ολότελα ταιριάζανε στη σπάνιαν ομορφιά της· τίποτα δεν της θάμπωνε το φεγγοβόλημά της, κι όλα σαν ένα πλαίσιο, θαρρείς, την τριγυρνούσαν.
Κάποτε θά ’λεγε κανείς ότι κι αυτή θαρρούσε πως όλα την αγάπη της ζητούσαν· κολυμπούσε μες στου λινού και του ατλαζιού τα χάδια τα περίσσια,
γεμάτα ανατριχιάσματα τ’ ωραίο γυμνό κορμί της· και πότε αργή, πότε γοργή, κάθε μια κίνησή της, χάρη παιδιάστικη έδειχνε, μια χάρη μαϊμουδίσια.
Μετάφραση: Γιώργης Σημηριώτης. Από το βιβλίο: Μπωντλαίρ, "Τα άνθη του Κακού", Μεταφραστής Γ. Σημηριώτης, Εκδόσεις Μαρή, Αθήνα χ.χ, σελ. 75.
Αφιερωμένο στον Θεόδωρο Α. Πέππα GABRIEL FAURÉ: PAVANE NHK Symphony Orchestra Διευθύνει ο Vladimir Ashkenazy Wiener Musikverein Großer Saal Βιέννη, 2005.
Εσύ ’χες τύχη να καλοδεχτείς, ω χάνι, του Ψάλτη του μεγάλου τ’ άσματα τα πρώτα, κι ολάκερο το Τζάντε τον εχειροκρότα! Μα μι’ άγια λύπη την καρδιά σου θα ξεκάνει.
Σαν άρμα των Χαρίτων η φωνή ανεφάνη που ουράνιες μελωδίες στων ωδών τη ρότα υπέδειξε. Της αθλιότητας τα φώτα ανάβουν τώρα σκέψεις που ’χουνε πεθάνει.
Στην Ιταλία κι αν πλανιόταν, όπου τ’ όντις μειδιούν οι θόλοι με χαρά, δεν εδυνήθη της Ζάκυθος να σβήσει ο έρως… των νερών της.
Στον νου του εντός κουβάλαγε ό,τι ομιλήθη στη νήσο αυτή, στο μάκρος των ιερών ακτών της, που χέρι σπλαχνικό το φύλαξε απ’ τη λήθη.
Δεν έχει σχέση με την ποίηση, αλλά με την "παραποίηση" αυτό που συμβαίνει επί έτη στη γενέθλια οικία του Κυβερνήτη Ιωάννου Καποδίστρια, στην Κέρκυρα. Επειδή, όμως, έργάζομαι εδώ επί 15 χρόνια, δεν μπορώ να σιωπώ (και) άλλο. Οι τελευταίες πλημμύρες στο κτίριο, στις οποίες οφείλεται και η απουσία μου από το ιστολόγιο, έφεραν τα πράγματα και την όλη κατάσταση στο nec plus ultra, στο μη περαιτέρω. Αχ, πόσο επίκαιρες είσαν οι ποιητικές μεταφραστικές μου αναρτήσεις για το σπίτι του Ούγου Φώσκολου...
Εστάζαν τα νερά απ’ την κόμη της βαριά στην πλάτη και μες στο ημίφως γίνονταν πιο μαύρα κι απ’ το διάβολο· κι ως έσπασαν στο στάξιμο και του ίδρωτα το αλάτι, κατέβαλαν τοις μετρητοίς του πάθους το παράβολο.
Τη λίμνη, που σχημάτιζαν στα πόδια τα νερά της, ενόμιζα πως την τροφοδοτεί υδρορρόη τέρατος – σαν καταρράχτης που εταράχτη στα όνειρά της κι από πεζός και χθαμαλός εγίνη τετραπέρατος.
Κοιτούσα των υδάτων το κατέβασμα εξ ύψους και μου φαινόταν να ’κλαιγε (έτσι υγρό) το σύμπαν όμορφο, το κάλλος πως απόμενε, βγαλμένο από τους γύψους του καλουπιού, κι ότ’ είταν της Ιδέας τέλεια ομοιόμορφο.
Στεγνό κορμί, μετά, γερτό, σαν άνυσμα ευδίας· της ίριδας το τάνυσμα, ύστερα, υπεράνω τέλματος· και, τέλος, οι ήχοι που ’βγαλαν ο νυκτικός μανδύας και το γλυκό το πάτημα του σιωπηλού της πέλματος.
Saw a man eat off a paper plate didn't know love and he didn't know hate Lived in the abandoned auto lot Waiting to be kicked around by the cops Ten years ago he could've been king In a castle on Main Street
But it all fell apart
A priest told him that he'd sinned "That's impossible, I know where I've been. And don't tell me He controls it all, if He did I'd be answering His call. I've roamed and rambled but my mind ain't clear, the open road is crowded when you've got no fear."
It all fell apart
"The card's been drawn that I can't look at, on cement I crawl with the sun on my back. I was working on an autumn day, trees were dying early and the colors all grayed. A saw came down right through my arm, factory owner said he ain't held for my harm."
Rubios, pulidos senos de Amaranta, por una lengua de lebrel limados. Pórticos de limones, desviados por el canal que asciende a tu garganta.
Rojo, un puente de rizos se adelanta e incendia tus marfiles ondulados. Muerde, heridor, tus dientes desangrados, y corvo, en vilo, al viento te levanta.
La soledad, dormida en la espesura, calza su pie de céfiro y desciende del olmo alto al mar de la llanura.
Su cuerpo en sombra, oscuro, se le enciende, y gladiadora, como un ascua impura, entre Amaranta y su amador se tiende.
Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Elena M.
Την εργασία μου την προσέχω και την αγαπώ. Μα της συνθέσεως μ' αποθαρρύνει σήμερα η βραδύτης. Η μέρα μ' επηρέασε. Η μορφή της όλο και σκοτεινιάζει. Ολο φυσά και βρέχει. Πιότερο επιθυμώ να δω παρά να πω. Στη ζωγραφιάν αυτή κυττάζω τώρα ένα ωραίο αγόρι που σιμά στη βρύσι επλάγιασεν, αφού θ' απέκαμε να τρέχει. Τι ωραίο παιδί· τι θείο μεσημέρι το έχει παρμένο πια για να το αποκοιμίσει.- Κάθομαι και κυττάζω έτσι πολλήν ώρα. Και μες στην τέχνη πάλι, ξεκουράζομαι απ΄την δούλεψή της.
Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε ο φίλος του ιστολογίου κ. Ιεροκλής Στολτίδης. Τον ευχαριστούμε από καρδιάς.
Αδόξως όπου νά ’ν’ γκρεμίσματα θα γίνει ετούτο το φτωχότατο, μα και ιερό σπιτάκι που τό ’χει κάνει η πλέμπα η ποταπή κονάκι, κι η παραμέληση τα χάλια του επιτείνει.
Σαβούρα σιχαμάτων χρόνια το μολύνει και μπόχες μεθυσιών μπουκώνουν το αεράκι· το Τζάντε, ανίκανο περιμαζεύει ράκη απ’ την τιμή κι από τη δόξα που του δίνει.
Από τους Ιταλούς ζητά να πάρει με άψη το λείψανο που κείτεται στα χώματά τους, στη Santa Croce, και σαν άγιος προσκυνάται.
Να εμπόρειγε τουλάχιστον να τόνε θάψει! Δεν πρέπει τ’ όνειδος π ο τ έ στους αθανάτους. Της Ζάκυθος το μέγα τέκνο δ ε ν τιμάται.
Κάτω στα παλιατζήδικα μπαφιάσαμε ντουμάνι κι εκεί πού πίναν ναργιλέ πλάκωσαν πολιτσμάνοι Μπλόκαρανε το μαγαζί του Μπάτη στον Περαία που μαστουρώνανε μαζί αυτός και η παρέα
Τώρα στις μαύρες φυλακές, πού λες βλέπεις το Μπάτη και του σιγολές "τί έχεις Μπάτη κι όλο κλαις;" κι ακούς παραπονιάρικη φωνή μέσ' απ' τα σίδερα απ' τη στενή τη φυλακή τη σκοτεινή
Με φιλντισένιο μπαγλαμά με λάμες και με ζάρια θα πω στους καρφωτήδες μου σαν θά 'βγω, "τί χαμπάρια;" Γι αυτό ο Μάρκος βρε παιδιά κι εσεις χωρίς αστεία να τρέξετε στον υπουργό, να πάρω αμνηστία
Τώρα στις μαύρες φυλακές, πού λες βλέπεις το Μπάτη και του σιγολές "τί έχεις Μπάτη κι όλο κλαις;" κι ακούς παραπονιάρικη φωνή μέσ' απ' τα σίδερα απ' τη στενή τη φυλακή τη σκοτεινή
Aún sin cerrar los ojos, te reclamo en las tibias esquinas del recuerdo, donde el silencio augura que te pierdo, donde estallas en luces si te llamo.
En ti, sombra de sueño, me derramo, y, aire tú, sólo el aire abrazo y muerdo; y este dolor en mi costado izquierdo subraya que te amé y cuánto aún te amo.
Cómo flotas en mí, cómo navegas en este mar que soy, mas no sosiegas las turbulencias que el deseo agita.
En mí, sin ti, te tengo y te carezco, creo dormir contigo, y amanezco con esta rebeldía que te grita.
Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Dido Armstrong.
Tra mare e fiori Sei nata tu Terra d'amore Non morirai mai Campi di grano Bruciati dal sole Dove lasciai il primo amore Sicilia antica Del mio cuore Quante ricchezze Qua tieni tu.
Facce indurite (dal sole) Occhi impietosi Ma nel cuore C'e' tanto calore E' la mia gente Che canta per niente E la fatica Li felici.
Sicilia antica Del mio cuore Quante ricchezze Qua tieni tu
Tra mare e sole Nacqui io Figlia di terra Non (ci) sei piu' Mille vicoli Mi tornano in mente Dovo ho lasciato I ricordi piu' belli
Sicilia antica Del mio cuore Quante ricchezze Qua tieni tu.
Sicilia antica Terra di sale Come l'amore Non torni piu'
Σε τί τ’ αθάνατα φελάν, στ’ αλήθεια, πλούτη, αν τρέφουνε τη βρώμα ή την ασκήμια ετούτη; Στην Ιταλία αγάλματα λαμπρά τού στήνουν· σ’ εσένα εδώ ατίμωση μονάχα δίνουν – σ’ εσένα, ω σπίτι, οπου ’χες την ωραία τύχη, το πρώτο κλάμα του ν’ ακούσεις πώς αντήχει. ’Δώ μέσα τού Θεού ο λόγος αντιλάλα, σαν πέμπονταν στη γη μηνύματα μεγάλα.
Το σπίτι τότε πρόσθεσε τα λόγια ετούτα:
«Μπροστά σου γέρνω και θα γκρεμιστώ όλο ανάρια· μαγαρισμένα θά ’χω γίνει απομεινάρια...»
Η λύσις της λυπομανίας περιέχει την κόπωσιν των κλυδωνισμών του παγωμένου φρέατος. Σύμπασα η διαστολή της αναστηλώσεως των ορθίων καμήλων επί του είδους της φωτιάς που όλοι μας προτιμούμε συγκατανεύει ως περικοπή των βραχυτέρων σηματοφόρων της ανοίξεως. Εδώ περαστικά σαλπίσματα των βρυχωμένων γυπαετών εκεί σημάδια στα μάγουλα των ημιγύμνων γυναικών που μας προσμένουν αντί βοής των χήρων ερπετών. Κάτω από τους κλώνους των υπερωκεανείων σιμά σε μας θα λογισθούν ως σαλτιμπάγκοι οι χορτοφάγοι ιππείς και θα συρρέουν ως ροπή του πρακτικού σαρακηνού τα κρύσταλλά του και τα δέρματα των αχλαδιών που προτιμούν τη στύση του πέους από τα σύννεφα της νηνεμίας πλαγιών δρόμων χημικής αναιρέσεως και ανευρέσεως κόπρων και κοσμημάτων.
Από το βιβλίο: Ανδρέας Εμπειρίκος, «Υψικάμινος», 1935.
Η ΜΑΡΙΑ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ WOLF BIERMANN ΚΑΙ ΘΑΝΟ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟ
ΤΟΥΣ ΕΧΩ ΒΑΡΕΘΕΙ
Τις κρύες γυναίκες που με χαϊδεύουν, τους ψευτοφίλους που με κολακεύουν, που απ’ τους άλλους θεν παλικαριά κι οι ίδιοι όλο λερώνουν τα βρακιά, σ’ αυτήν την πόλη που στα δυο έχει σκιστεί, τους έχω βαρεθεί.
Και πέστε μου αξίζει μια πεντάρα, των γραφειοκρατών η φάρα, στήνει με ζήλο περισσό, στο σβέρκο του λαού χορό, στης ιστορίας τον χοντρό το κινητή, την έχω βαρεθεί.
Και τι θα χάναμε χωρίς αυτούς όλους, τους γερμανούς τους προφεσόρους, που καλύτερα θα ξέρανε πολλά, αν δεν γεμίζαν ολοένα την κοιλιά, υπαλληλίσκοι φοβητσιάρηδες, δούλοι παχιοί, τους έχω βαρεθεί.
Κι οι δάσκαλοι της νεολαίας γδαρτάδες, κόβουν στα μέτρα τους τους μαθητάδες, κάθε σημαίας πλαισιώνουν τους ιστούς, με ιδεώδεις υποτακτικούς, που είναι στο μυαλό νωθροί, μα υπακοή έχουν περισσή, τους έχω βαρεθεί.
Κι ο παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος, κέρδος ποτέ μα από παθήματα χορτάτος, που συνηθίζει στην κάθε βρωμιά, αρκεί να έχει γεμάτο τον ντορβά κι επαναστάσεις στ’ όνειρά του αναζητεί, τον έχω βαρεθεί.
Κι οι ποιητές με χέρι υγρό, υμνούνε της πατρίδας τον χαμό, κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια, με τους σοφούς του κράτους τα ‘χουνε πλακάκια, σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί, τους έχω βαρεθεί.
Κι οι ποιητές με χέρι υγρό, υμνούνε της πατρίδας τον χαμό, κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια, με τους σοφούς του κράτους τα ‘χουνε πλακάκια, σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί, τους έχω σιχαθεί.
Μετάφραση: Δημοσθένης Κούρτοβικ.
*********************************
DIE HABE ICH SATT
Die kalten Frauen, die mich streicheln die falschen Freunde, die mir schmeicheln Die scharf sind auf die scharfen Sachen Und selber in die Hosen machen In dieser durchgerissnen Stadt - die hab ich satt!
Und sagt mir mal: Wozu ist gut Die ganze Bürokratenbrut? Sie wälzt mit Eifer und Geschick Dem Volke über das Genick Der Weltgeschichte großes Rad - die hab ich satt!
Was haben wir denn an denen verlorn: An diesen deutschen Professorn Die wirklich manches besser wüßten Wenn sie nicht täglich fressen müßten Beamte! Feige! Fett und platt! - die hab ich satt!
Die Lehrer, die Rekrutenschinder Sie brechen schon das Kreuz der Kinder Sie pressen unter allen Fahnen Die idealen Untertanen: Gehorsam - fleißig - geistig matt - die hab ich satt!
Der Dichter mit der feuchten Hand Dichten zugrunde das Vaterland Das Ungereimte reimen sie Die Wahrheitssucher leimen sie Dies Pack ist käuflich und aalglatt - die hab ich satt!
Der legendäre Kleine Mann Der immer litt und nie gewann Der sich gewöhnt an jeden Dreck Kriegt er nur seinen Schweinespeck Und träumt im Bett vom Attentat - die hab ich satt!
Und überhaupt ist ja zum Schrein Der ganze deutsche Skatverein Dies dreigeteilte deutsche Land Und was ich da an Glück auch fand Das steht auf einem andern Blatt - ich hab es satt!
Niedrig schleicht blaß hin die entnervte Sonne, Herbstlich goldgelb färbt sich das Laub, es trauert Rings das Feld schon nackt und die Nebel ziehen Über die Stoppeln.
Sieh, der Herbst schleicht her und der arge Winter Schleicht dem Herbst bald nach, es erstarrt das Leben; Ja, das Jahr wird alt, wie ich alt mich fühle Selber geworden!
Gute, schreckhaft siehst du mich an, erschrick nicht; Sieh, das Haupthaar weiß, und des Auges Sehkraft Abgestumpft; warm schlägt in der Brust das Herz zwar, Aber es friert mich!
Naht der Unhold, laß mich ins Auge ihm scharf sehn: Wahrlich, Furcht nicht flößt er mir ein, er komme, Nicht bewußtlos rafft er mich hin, ich will ihn Sehen und kennen.
Laß den Wermutstrank mich, den letzten, schlürfen, Nicht ein Leichnam längst, ein vergeßner, schleichen, Wo ich markvoll einst in den Boden Spuren Habe getreten.
Ach! ein Blutstrahl quillt aus dem lieben Herzen: Fasse Mut, bleib stark; es vernarbt die Wunde, Rein und liebwert hegst du mein Bild im Herzen Nimmer vergänglich.
Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Maja Gligorovska.
Είμαι πολύ ωραίος βεβαίως βεβαίως Είμαι πολύ ωραίος Είμαι Αλαίν Νταιλόν Τις κούκλες δύο δύο Τις έχω στο γραφείο Θα πάρω και βραβείο Από την Οντεόν Ρ. Είσαι πολύ ωραίος Αλήθεια; βεβαίως είμαι πολύ ωραίος Αλήθεια; βεβαίως
Είμαι πολύ ωραίος ιδίως το βράδυ Με λένε Ανδρεάδη Με λένε Έρολ Φλυνν Αυτόγραφα υπογράφω Στον κινηματογράφο Πληρώνω φωτογράφο Πίνω βερμούτ και τζιν
Είμαι πολύ ωραίος το ξέρει το ξέρει Διαβάζω και Σεφέρη Και άλλους ποιητάς Για μένα γράφει ο τύπος Είμαι ωραίος τύπος Και της καρδιάς μου ο χτύπος Λέει πως μ' απατάς
Είμαι πολύ ωραίος βεβαίως βεβαίως Θα τραγουδάω έως Ότου εξαντληθώ Λέω στο Λογοθέτη Ακόμα λίγα έτη Μετά θα βρω μια Μπέττυ Για να την παντρευτώ
Έμενα τότε στο πιο σκοτεινό διαμέρισμα του ποιήματος – και για να μην παρεξηγηθώ – εννοώ το παράξενο ποίημα που δεν έγραψα ακόμα· τα βράδυα έρχονταν απρόσμενα, οι φίλοι μου οι ταξιδεμένοι, ανάμεσα σ’ αυτούς κι ο Οδυσσέας. Φορούσε πάντοτε ένα ξεφτισμένο ένδυμα – δεν σκέφτηκα ποτέ μου το γιατί – ριχνότανε λοιπόν απογοητευμένος σε μια πολυθρόνα κι άρχιζε να καπνίζει με μανία το τσιγάρο του. Γιατί να με βασανίζεις τις νύχτες – μου έλεγε – μ’ αυτές τις φανταστικές ιστορίες σου, άσε επιτέλους να ζήσω κι εγώ, τη δική μου ζωή την αληθινή. Όσο για μένα βέβαια, καθόλου δεν τον άκουγα· σαν μαγεμένος του μιλούσα για τον Τένυσσον, τον Τζόυς, τον Καβάφη. Μη με μπερδεύεις άλλο με τους μυθογράφους – μου έλεγε – αυτοί μου καταστρέψαν τη ζωή.
Από το βιβλίο: Στέλιος Καραγιάννης, «Η έκπληξη της κάθε μέρας», 1992.
Υπάρχει μια κακοτυχία -τίποτα δεν γίνεται όπως πρέπει Γερνούν μαραγκιασμένοι πρόωρα οι άνθρωποι Μιζέρια άθλιας μοναξιάς Ωστόσο Αν δεις την μέρα όπως εξαπλώνεται υπάρχει Θηλυκό συμπέρασμα ένα Πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά; Υπάρχει μια δικαιοσύνη που θα ρθει από το μέλλον Επιμένω Ξιφομαχώ για να διώξω τους δράκους μου Κάτι έχει αποσιωπηθεί Μέσα σ’ αυτήν την διάρκεια της εξουσίας Που αφελληνίζει τον τόπο και τον κάνει ολοένα πιο γυμνό Δες τους! Αστεία πολιτευόμενοι - χωρίς Οράματα ούτε ήθος Έρπουν Χαμογελώντας - δεν τους ενοχλεί Που είναι οι του τίποτα βασιλιάδες! Δικάστε!
Coqs de bruyère... et seront-ce coquetterie de péril ou de casques couleur de quetsche? Oh! surtout qu'elle fripe un gant de suède chaud soutenant quel» feux de Bengale gâteries!
Au Tyrol, quand les bois se foncent, de tout l'être abdiquant un destin digne, au plus, de chromos savoureux, mon remords: sa rudesse, des maux, je dégage les capucines de sa lettre.
Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Angela Lindvall.
Ο ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ ΚΑΙ Η ΜΑΡΙΝΕΛΛΑ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ
Ο ΚΥΡ-ΑΝΤΩΝΗΣ
Ο κυρ-Αντώνης πάει καιρός που ζούσε στην αυλή μ’ ένα κανάτι κι ένα κρεβάτι και με κρασί πολύ Είχε δυο μάτια γαλανά κι αχτένιστα μαλλιά κι ένα λουλούδι πάντα φορούσε στα ρούχα τα παλιά Αχ κυρ-Αντώνη πώς σ’ αγαπάμε και μαζί σου τ’ άστρα πηδάμε Τις φωτιές για σένα μετράμε ώσπου να ’ρθει βροχή Και τον θυμό σου πάντα ξεχνάμε σαν πουλιά μαζί τριγυρνάμε σαν παιδιά με σένα γελάμε σαν κάνεις προσευχή
Ο κυρ-Αντώνης βιάζεται να πάει να κοιμηθεί γιατί το βράδυ στα όνειρά του θέλει να θυμηθεί Ότι ποτέ δεν έζησε, μες στ’ όνειρό του ζει μα η νύχτα φεύγει και λυπημένο τον βρίσκει η χαραυγή Αχ κυρ-Αντώνη πώς σ’ αγαπάμε και μαζί σου τ’ άστρα πηδάμε Τις φωτιές για σένα μετράμε ώσπου να ’ρθει βροχή Και τον θυμό σου πάντα ξεχνάμε σαν πουλιά μαζί τριγυρνάμε σαν παιδιά με σένα γελάμε σαν κάνεις προσευχή
Μα ένα βράδυ ο κυρ-Αντώνης στρώνει να κοιμηθεί κι όταν ξυπνάμε τον καρτεράμε στην πόρτα να βρεθεί Μα ο κυρ-Αντώνης δεν θα βγει ποτέ του στην αυλή αφού για πάντα μες στ’ όνειρό του θέλησε πια να ζει
Porque sabe cuánto la quiero y cómo hablo de ella en su ausencia, la nieve vino a despedirme. Pintó de Brueghel los árboles. Hizo dibujo de Hosukai el campo sombrío.
Imposible dar gusto a todos. La nieve que para mí es la diosa, la novia, Astarté, Diana, la eterna muchacha, para otros es la enemiga, la bruja, la condenable a la hoguera. Estorba sus labores y sus ganancias. La odian por verla tanto y haber crecido con ella. La relacionan con el sudario y la muerte.
A mis ojos en cambio es la joven vida, la Diosa Blanca que abre los brazos y nos envuelve por un segundo y se marcha. Le digo adiós, hasta luego, espero volver a verte algún día. Adiós, espuma del aire, isla que dura un instante.
Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Irina Sheik.
Ya ves, el día no amanece, Polaco Goyeneche, cantame un tango más. Ya ves, la noche se hace larga, tu vida tiene un carma, cantar, siempre cantar.
Tu voz, que al tango lo emociona diciendo el punto y coma que nadie le cantó. Tu voz, de duendes y fantasmas, respira con el asma de un viejo bandoneón.
Canta garganta con arena, tu voz tiene la pena que Malena no cantó. Canta, que Juárez te condena al lastimar tu pena, con su blanco bandoneón.
Canta, la gente está aplaudiendo, y aunque te estés muriendo no conocen tu dolor. Canta, que Troilo desde el cielo, debajo de tu almohada un verso te dejó.
Cantor, de un tango algo insolente, hiciste que a la gente le duela tu dolor. Cantor, de un tango equilibrista, más que cantor artista, con vicios de cantor.
Ya ves, a mí y a Buenos Aires nos falta siempre el aire cuando no esta tu voz. A vos, que tanto me enseñaste, el día que cantaste conmigo una canción.
Της νύχτας και του ανέμου Federico Garcia Lorca, πέφτει πέντε η ώρα. Τ’ άλογο πάει μιαν άδεια νεκροφόρα· στ’ αλώνι πολεμά ταύρος με λύκο. Σε παίρνει η δημοσιά, για να σε βγάλει κει που η αστραπή κλωσάει την αστραπή της. Του φεγγαριού το πέταλο, μαγνήτης, σέρνει το ματωμένο σου κεφάλι κουρέλια φασκιωμένο της παντιέρας. Φυσάει σκοτεινού θανάτου αέρας – και πού να είν’ εκείνο τ’ άσπρο σάλι που σου ’ριξε, όταν σ’ έπαιρναν, η νύφη; Σκυλί τρελό τα κόκαλά του γλείφει και σ’ άλλον κόσμο αρχίζει καρναβάλι.
Από το βιβλίο: Χρήστος Μπράβος, "Μετά τα μυθικά", 1996.
Al segno che ti dà la stanza sciogli sulla parete l'ombra dei capelli, le braccia alzate, la flessuosa voglia d'avermi, e già dal ridere mi volti nella raffica buia, mi cancelli per affiorare dal lamento vano. Smarrita, nel cercarmi con la mano, nel distinguermi il volto, grata, piena d'aperto e poi ripresa dalla lena della dolcezza, calma a poco a poco come in un lungo brivido. Dal gioco degli occhi che balbettano mi ridi sul petto a colpi di piccoli gridi.
Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Irina Sheik.
Επικίνδυνη, μαλακή, ανεπίκαιρη, με κλειστό μέχρι το λαιμό μακρυμάνικο πουλόβερ, με μπαρόκ οργασμό, την ώρα που ο ιερέας σηκώνει το άγιο δισκοπότηρο δίπλα στο σαβανωμένο Χριστό
τα χαραγμένα σύμβολα, τα τατού του κοριτσιού, τα κατάμαυρα μαλλιά
η φωνή του ασπασμού σου εις τα ώτα μου
σαν ένα σύμφωνο που τρυπάει το πλευρό του φωνήεντος από την υλακή μέχρι τον ύμνο.
Φως μου ο πόθος ο κρυφός μου Εσύ θα είσαι φως μου Φως φως μου λαμπερό
Δώσ' μου στο πείσμα αυτού του κόσμου Τα δυο σου χείλη δώσ' μου Δώσ' μου φως μου να χαρώ
Αλίμονο του αν δεν αγαπά κανείς Αλίμονο μας αν ακούμε τους γονείς Θέλω να νιώσω κάθε χτύπο της καρδιάς σου Γιατί στο πείσμα του γκρινιάρη του μπαμπά σου
Μ' αρέσεις γιατί με τραβά κάτι τι Μ' αρέσεις και στην αγκαλιά μου θα πέσεις
Αυτό που ποθείς πέστο μη φοβηθείς Κι εγώ το ποθώ και δεν τα' αρνηθώ
Μ' αρέσεις γιατί με τραβά κάτι τι Μ' αρέσεις και στην αγκαλιά μου θα πέσεις
Δέντρα! Τάχα σαΐτες νά ’σαστε που πέσατε απ’ τα ουράνια; Ποιοί φοβεροί πολεμιστές σάς έρριξαν; Μην ήτανε τ’ αστέρια; Απ’ την ψυχή κυλάνε των πουλιών οι μουσικές σας, από τα μάτια του Θεού από το τέλειο πάθος. Δέντρα! Τάχα θα νιώσουν οι χοντρές οι ρίζες σας μέσα στο χώμα την καρδιά μου;
Μετάφραση: Νίκος Σημηριώτης. Από το βιβλίο: Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, «Ποιήματα», μετάφραση από το Ισπανικό Νίκου Σημηριώτη, Εκδόσεις Α. Καραβία, Αθήναι 1964, σελ. 44-45.
Rechiflado en mi tristeza, te evoco y veo que has sido en mi pobre vida paria sólo una buena mujer. Tu presencia de bacana puso calor en mi nido, fuiste buena, consecuente, y yo sé que me has querido como no quisiste a nadie, como no podrás querer.
Se dio el juego de remanye cuando vos, pobre percanta, gambeteabas la pobreza en la casa de pensión. Hoy sos toda una bacana, la vida te ríe y canta, Ios morlacos del otario los jugás a la marchanta como juega el gato maula con el mísero ratón.
Hoy tenés el mate lleno de infelices ilusiones, te engrupieron los otarios, las amigas y el gavión; la milonga, entre magnates, con sus locas tentaciones, donde triunfan y claudican milongueras pretensiones, se te ha entrado muy adentro en tu pobre corazón.
Nada debo agradecerte, mano a mano hemos quedado; no me importa lo que has hecho, lo que hacés ni lo que harás... Los favores recibidos creo habértelos pagado y, si alguna deuda chica sin querer se me ha olvidado, en la cuenta del otario que tenés se la cargás.
Mientras tanto, que tus triunfos, pobres triunfos pasajeros, sean una larga fila de riquezas y placer; que el bacán que te acamala tenga pesos duraderos, que te abrás de las paradas con cafishos milongueros y que digan los muchachos: Es una buena mujer. Y mañana, cuando seas descolado mueble viejo y no tengas esperanzas en tu pobre corazón, si precisás una ayuda, si te hace falta un consejo, acordate de este amigo que ha de jugarse el pellejo pa'ayudarte en lo que pueda cuando llegue la ocasión.
Μουσική: Carlos Gardel / José Razzano. Στίχοι: Celedonio Flores. Τραγούδι του 1923.
Σαν πρασινίζει ο γαύρος στον Ασπροπόταμο, τις νύχτες του Μάη με τις φωνές των αστεριών, ξαναπαίρνεις, κάθε χρόνο, τα παλληκάρια σου κι ανεβαίνεις άρρωστος και πετροβολημένος προς το μεγαλείο των Αγράφων.
Και τότε συγχωρείς όλους εμάς και μας καταλαβαίνεις, που ένας εδώ, ένας εκεί, πολεμάμε με χίλιους δαιμόνους και μόλις προφταίνουμε, τελευταία στιγμή, κι ακολουθούμε τη μεγάλη σου πορεία πίσω από το ξυλοκρέββατο, ενώ έρχονται κοντά σου, πίσω από το λεκιασμένο σκούφο σου, χωρίς φωνή, με μαύρα μάτια, σύντροφοι του αγώνα, ο Λόρκας, ο Λουμούμπα, ο Μπολιβάρ, ο Μαγιακόφσκης, ο Διέγο Ριβέρα και άλλοι πολλοί, που κρύβονται από την αστυνομία του Μαυροκορδάτου.
Σε παρακαλώ, καπετάνιε Στρατηγέ μου, άφησέ με να γινώ σωματοφύλακάς σου, να σε φρουρήσω σ’ όλη σου τη σύντομη ζωή· ξέρω από παγίδες, ξέρω από παράσημα, από εγγλέζους, από μυστικές συσκέψεις, ξέρω από θάνατο, από υποψίες, μάθαμε. Ξέρω τί αξίζει ένας λαϊκός στρατηγός, τί αξίζεις.
Δημοσιεύθηκε στο αθηναϊκό περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης», τχ. 75 (1961).
Comment veux-tu voici que les plombs sautent encore une fois Voici la seiche qui s'accoude d'un air de défit à la fenêtre Et voici ne sachant où déplier son étincelante grille d'égout Le clown de l'éclipse tout en blanc Les yeux dans les poches Les femmes sentent la noix muscade Et les principaux pastillés fêtent leur frère le vent Qui a revêtu sa robe à tourniquet des grands jours Mandarin à boutons de boussoles folles Messieurs les morceaux de papiers se saluent de haut en bas des maisons.
Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Linda Vojtova.