Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν και τάκλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό, με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά -- έτσ' οι επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν χωρίς να εκπληρωθούν· χωρίς ν' αξιωθεί καμιά της ηδονής μια νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό.
Το υλικό της ανάρτησης, καθώς και το βιντεάκι που ακολουθεί, μας το έστειλε ο φίλος του ιστολογίου κ. Κώστας Μήτρογλου. Τον ευχαριστούμε πολύ.
O πατέρας φορούσε συνήθως έναν κατιφέ στο πέτο, κι η μητέρα μια ρόμπα με ζωγραφιστά αρχαία ειδύλλια κι όταν παίζαμε στην αυλή πατούσαμε μόνο στις άσπρες πλάκες: έτσι δε βγήκαμε ποτέ απ' τ' όνειρο η μικρή Άρκτος ερωτοτροπούσε με τον Σεπτέμβριο ω παιδικότητα: αιωνιότητα αμετάφραστη κι ο Θεός που απ' τις δακρυσμένες προσευχές των παιδιών που φοβούνται τη νύχτα φτιάχνει τις πρώτες γαλάζιες γραμμές της μέρας που στέλνουν την ελπίδα στους ναυαγούς.
Από τo βιβλίο: Τάσος Λειβαδίτης, «Ποίηση», τόμος τρίτος 1979-1987, Kέδρος, Αθήνα 1991.
Απ' το πρωί κοιτάζω προς τ’ απάνω ένα πουλί καλύτερο απ’ το πρωί χαίρομαι ένα φίδι τυλιγμένο στο λαιμό μου
Σπασμένα φλυτζάνια στα χαλιά πορφυρά λουλούδια τα μάγουλα της μάντισσας όταν ανασηκώνει της μοίρας το φουστάνι κάτι θα φυτρώσει απ’ αυτή τη χαρά ένα νέο δέντρο χωρίς ανθούς ή ένα αγνό νέο βλέφαρο ή ένας λατρεμένος λόγος που να μη φίλησε στο στόμα τη λησμονιά
Έξω αλαλάζουν οι καμπάνες έξω με περιμένουν αφάνταστοι φίλοι σηκώσανε ψηλά στριφογυρίζουνε μιά χαραυγή τί κούραση τί κούραση κίτρινο φόρεμα –κεντημένος ένας αετός– πράσινος παπαγάλος –κλείνω τα μάτια– κράζει πάντα πάντα πάντα η ορχήστρα παίζει κίβδηλους σκοπούς τί μάτια παθιασμένα τί γυναίκες τί έρωτες τί φωνές τί έρωτες φίλε αγάπη αίμα φίλε φίλε δώσ' μου το χέρι σου τί κρύο
Ήτανε παγωνιά δεν ξέρω πια την ώρα που πέθαναν όλοι κι έμεινα μ' έναν ακρωτηριασμένο φίλο και μ’ ένα ματωμένο κλαδάκι συντροφιά
Sto crescenno nu bello cardillo Quanta cose che l'aggio 'mpara' Adda ire da chisto e da chillo Ll'immasciate po' m'adda purta' Siente cca' bello mio lloco 'nnante ',c'e' na casa 'na nenna 'nc'e' st? tu la vide ca nun ? distante chella nenna aje da ire a truv?
si la truove ca stace durmenno pe' 'na fata gue' nun 'a piglia' nu rummore nun fa cu li penne gu? card? tu l'avissa scet?? Si affacciata po' st? a lu barcone Pe' na rosal'avisssa piglia'? Gue' cardi' vi' ca ll'a' nun te stuone Va vattenne cardi' n'addura'
Si la truove che face l'ammore 'stu curtiello 'nnascunnele cca' 'nficcancillo deritto allu core e lu sango tu m'aje da purt? Ma si pensa vatt? chianu chianu Zitto zitto te nce l'aje accust?
Si afferr? po' te vo' co' la mano Priesto 'mpietto tu l'aje da zumpa' Si te vasa o t'afferra cianciosa tanno tu l'aje a dire accussii': lu patrone po' te nun reposa puveriello pecch? adda muri'
Ti accarezza te vasa ah… Viato chiu' de me tu si certo cardi' Si cu' tico cagnarme m'? dato voglio dopo davvero muri'
A me e stongo 'cca Vaso e jastemm Sulamente pe' sfuga' Fuosse dtu tiempo ce da'...
Al olmo viejo, hendido por el rayo y en su mitad podrido, con las lluvias de abril y el sol de mayo, algunas hojas verde le han salido.
¡El olmo centenario en la colina que lame el Duero! Un musgo amarillento le mancha la corteza blanquecina al tronco carcomido y polvoriento.
No será, cual los álamos cantores que guardan el camino y la ribera, habitado de pardos ruiseñores.
Ejército de hormigas en hilera va trepando por él, y en sus entrañas urden sus telas grises las arañas.
Antes que te derribe, olmo del Duero, con su hacha el leñador, y el carpintero te convierta en melena de campana, lanza de carro o yugo de carreta; antes que, rojo en el hogar, mañana ardas, de alguna mísera caseta al borde de un camino; antes que te descuaje un torbellino y tronche el soplo de las sierras blancas; antes que el río hasta la mar te empuje, por valles y barrancas, olmo, quiero anotar en mi cartera la gracia de tu rama verdecida. Mi corazón espera también, hacia la luz y hacia la vida, otro milagro de la primavera.
Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Mareva Galenter.
Βρε βάρκα μου μπογιατισμένη βρε κάργα μάγκες φορτωμένη μάγκες καλέ και ντερβίσια κι όμορφα καλέ χασίσια. Και τον αργιλέ να πάρουν, για να παν να τη φουμάρουν για να σπάσουνε κεφάκι, μπαγλαμά και μπουζουκάκι βρε κάργα μάγκες με τα μπεγλέρια και τον αργιλέ στα χέρια. Να μην έρθει η αστυνομία και να μείνουνε στα κρύα. Κι ένας μάγκας βρε παραπέρα μας κρατάει μπουζουριέρα Μπάτης, Μάρκος συντροφία και οι δυό σε "εν αμαρτία" βρε μπαγλαμάς και το μπουζούκι μα δε λείπει βρε το τσιμπούκι".
Κοντά στη θάλασσα αγαπώ ένα γαλάζιο κιόσκι. Γύρω απ' αυτό το ειρηνικό παραθαλάσσιο κιόσκι τα μεσημέρια στάζουνε κόμπους ζεστό χρυσάφι δίχτυα απλωμένα αντίστροφα σ' ωριμασμένους ήλιους.
Το δείλι, όταν το σχήμα του βυθίζεται στους ίσκιους, βρίσκουν εκεί καταφυγή φιλέρημα παιδιά, που επάνω από τ' αντίφεγγα τα δυσμικά του πόντου αφήνουν βάρκες χάρτινες να φεύγουν σιωπηλά.
Εκεί το αγιόκλημα άλλοτε με την πολύοσμη κόμη παλαιών εμύρωνε κυριών την ανθηρή ομιλία, καθώς στο θάλπος των νυκτών του Αυγούστου η ωχρή σελήνη στάλαζε φίλτρα ερωτικά από μια ανάερη κρήνη.
Τώρα το κιόσκι το παλιό με την εράσμια φρίζα θρυμματισμένη απ' τη σκληρή της χειμωνιάς αξίνη, όταν οσιώνεται το φως το ακόλαστο της μέρας, περνάει στη νύχτα παίρνοντας το μύρο απ' την αιφνίδια μελαγχολία των σιωπηλών, φιλέρημων εφήβων, που με το δείλι χάνουνε τις βάρκες, τις ψυχές τους επάνω από τ' αντίφεγγα τα δυσμικά του πόντου.
Το ράγισμα εσώρουχο που το φορείς όσο και κρύβεις μη και του δουν την παλαιότητα και παν αλλού εκεί που δε δείχνει.
Σκάβε σκάβε ν’ αλαφραίνεις από χώμα τους νεκρούς και τ’ άλλα παράπονα. Έτσι να ζήσεις πρόσταζε ο πατέρας. Και μόλις θα ’σαι κοντά θ’ αλλάζει το νησί αλλού θα κατεβαίνεις κι αργά, πολύ αργά.
Επειδή αγαπούμε αργεί ο Θεός να συμπεράνει την ήττα μας. Όπως απ’ το πολύ του φθινοπώρου πού ’χε μέσα του ο πατέρας παίρναν τα μάτια του την κίνηση βουνού που πάει ν’ αναληφτεί τυλιγμένο στο χειμώνα του.
Οι άνθρωποι ποτέ δεν ταξιδεύουν μονάχα οι χωρισμοί και να με θυμάσαι ποιον;
Αλλόκοτα που ανέτελλες λες κι ήσουνα φεγγάρι ποιος θα σε πάρει τώρα η άλλη αγκαλιά με πικροδάφνες και μ’ ελιές και μυρωδιά θάλασσας κοντινής να φύγεις πάλι χαιρετισμός βαθύς πόνος φιλί και στίχος δαχτυλίδι να σε φορέσω απ’ την αρχή πάλι απ’ την αρχή που αρχή δεν έχει να κρατηθώ στους κύκλους σου και στην πρωτοζωή στους κύκλους στα στεφάνια της με κυανοφύκη και βακτήρια. Και με σπαθιά. Ναι, και με σπαθιά.
Αλλά τί λέω; Η πολυτελής ενδυμασία της νέας κοπέλλας, οι ακριβείς λεπτομέρειες των χρωμάτων, τα στολισμένα της μαλλιά, το άγνωστο μεθυστικό άρωμα δεν κρύβουν τη μελαγχολία της.
Είμαι βέβαιος ότι η λύση που της δόθηκε για την εμφάνισή της πριν το μνήμα δεν την ικανοποιεί.
Από το βιβλίο: Δημήτρης Κονιδάρης, «Ο χτύπος της καρδιάς», Έψιλον, Κέρκυρα 209, σελ. 13.
Βάλε, έρωτα, το χέρι σου, στον νου τον πικραμένο να εμπνεύσει μου την εύθραυστη και κουρασμένη πέννα, για την αθάνατη Κυρά να γράψω –όχι για μένα... – που πιά ’ναι στο βασίλειο τ’ Ουρανού το δοξασμένο.
Τα λόγια μου να φτάσουν βόηθα, ν’ απαρτίσουν αίνο για Εκείνην, και να τον ακούσει. Πάρ’ τα εσύ, ένα κι ένα, και πήγαινέ της τα, έτσι με το κάλλος της δεμένα ως είναι, που όμοιο ουδέποτε είχε ο κόσμος ιδωμένο.
Και μου απαντάει: «Εγώ και οι Ουρανοί, ο καθένας το δικό του, το επράξαμε. Μα την εξύπνησε από την αιώρα του βίου ο Θάνατος – την πήρε αλλού να την κοιμίσει.
Μορφή ίση με της Δόννας σου δεν ανεφάνη, αφ’ ότου τα μάτια του ο Αδάμ πρωτάνοιξε κι ίσαμε τώρα. Θρηνώ κι εγώ μαζί σου όσο έχεις και εσύ θρηνήσει.»
Certes, I’ artiste désire s’ élever,... mais I'homme doit rester obscur. PAUL CÉZANNE
Ο ιταλός πυροτεχνουργός έχει εγκαταστήσει το λιτό κι’ απέριττο, το φτωχικό εργαστήριο του, επί της κορυφής του αττικού λόφου. Εκεί ασχολείται νυχθημερόν με τα άπειρα πειράματά του και με την παρασκευή των διάφορων προϊόντων του επιτηδεύματός του: βαρελότα, χαλκούνια, και άλλα «μαϊτάπια». Γιατί αυτός είναι που προμηθεύει τους πανηγυριστάς τις παραμονές των μεγάλων εορτών της Ορθοδοξίας, αλλά κι’ αυτός είναι, πάλι, που, τις νύχτες των εθνικών επετείων, διακοσμεί τους ουρανούς μας με λογής-λογής φανταχτερά λουλούδια, μ’ εκθαμβωτικά πλουμιά και με ταχύτατες ρουκέττες που καταλήγουν σε μυριόχρωμη βροχή από σπίθες. Σπανίως εγκαταλείπει το έργον, όμως, τα βράδυα, ενίοτε, περιφέρει τη σακατεμένη κι’ αλαμπουρνέζικη σιλουέττα του, από καπηλειό σε καπηλειό, χρησιμοποιώντας, κατά προτίμηση, τα σκοτεινότερα στενά της αγοράς. Το επάγγελμά του είναι άκρως επικίνδυνο: πυρίτις, κι’ έσθ’ ότε δυναμίτις, είναι η πρώτη ύλη των εργοχείρων του. Η παραμικρή απροσεξία αρκεί κι’ επέρχεται η τρομερά καταστροφή: μέσα σε εκκωφαντικό κρότο τινάζονται στο καθαρό πρωινό και το εργαστήρι κι’ ο πυροτεχνουργός μαζύ, και βλέπομε να στριφογυρνούν ψηλά στον αέρα, ώρες, κι’ ο Ιταλός και τα σανίδια της μπαράγκας και πηχτά σύννεφα σκόνης, ενώ μιαν έντονη μυρωδιά μπαρούτης απλώνεται παντού. Όμως ποτέ δεν επέρχεται το μοιραίον, γιατί υπάρχει κάτι. Ένα μυστικό. Κι’ αυτό το μυστικό είναι απλούστατα η σύζυγος που γρηγορεί. Πράγματι, η γυναίκα του, δική μας: ευλαβική κι’ ορθόδοξος χριστιανή, ξημεροβραδυάζεται στις εκκλησιές, και κάνει μετάνοιες, κι’ όλο προσεύχεται για δαύτονε. Κι’ έτσι τονέ κρατά στη ζωή. Μάλιστα, κάτω στην χαράδρα που περιβάλλει τον αττικό λοφίσκο, εκεί, η μαύρη, έχει σπείρει τον κόσμο μ’ αναρίθμητα προσκυνητάρια, τα περισσότερα μαρμάρινα, άλλα ταπεινότερα, όμως όλα με εικόνα Θεοτόκου ή άλλου αγίου, κι’ όλα με μια θυρίδα, για τα λεφτά. Κάθε τόσο συλλέγει υπομονετικά τα χρήματα, και το μεγαλύτερο μεν μέρος διαθέτει γι’ αγαθοεργούς σκοπούς, ενίσχυση απόρων, ανακούφιση ασθενών, αποπεράτωση εκκλησιών, κι’ ένα άλλο μέρος το φυλά προσεκτικά, καθώς σκοπεύει μ’ αυτό, εν καιρώ, ν’ ανεγείρη εκκλησία τιμωμένη με τ’ όνομα της Αγίας Αικατερίνης. (Πιο πέρα, στη χαράδρα, κάποιος έχει εγκαταστήσει κυψέλες, μελισσιών, σ’ ένα χωράφι, και, πιο πέρα ακόμη, μέσα σε περιβόλι, είναι τα ερείπια μισοχτισμένου αρχοντικού). Αυτή η ιστορία του Ιταλού είναι κι’ η ιστορία η δικιά μας, Ελένη. Δεν είμαι εγώ ο πυροτεχνουργός; Τα ποιήματά μου δεν είναι Πασχαλινά χαλκούνια, κι’ οι πίνακές μου καταπλήσσοντος κάλλους νυχτερινά υπέρλαμπρα μετέωρα του Αττικού ουρανού; Κι’ όμως, εάν ακόμη δεν με κατασπαράξανε αλύπητα, να πετάξουνε τις σάρκες μου στα σκυλιά, αυτό δεν το χρωστάω σ’ εσένα, στη μεγάλη στοργή σου και στην αγάπη σου; Το ξέρω, μη μου κρυφτείς, το ξέρω σου λέω: προσεύχεσαι για μένα! Μάζευε τα λεφτά των προσκυνηταρίων μας και σκόρπαε, με τ’ άγια λευκά σου χέρια, το καλό παντού. Όμως κράτα ένα μέρος, να συγκεντρώσωμε, κι’ εμείς, λίγο-λίγο ένα ποσό, για ν’ ανεγείρουμε μιαν εκκλησιά αφιερωμένη στην Βασίλισσα που είχε τ’ όνομά σου. Εκεί μέσα, σ’ αυτήν την εκκλησία θε να σε παντρευτώ. Γιατί είσαι ωραία, έχεις την πιο ευγενική ψυχή, και σ’ αγαπώ παράφορα.
Από την ποιητική συλλογή "Εν ανθηρώ Έλληνι λόγω", 1957.
Che bella vocca ca tene ‘a primma sora Che bella vocca ca tene ‘a primma sora l’ha fatta apposta cu chella vocca a’ fora quant’è bella ‘a primma sora me n’ha fatto nnammurà vucchéa accà vucchéa allà cu chella vocca te vo’ vucchià. Che belli mmane ca tene ‘a siconda sora l’ha fatta apposta cu chelli mmane ’a fora quant’è bella ‘a siconda sora me n’ha fatto nnammurà manéa accà manéa allà
Les oiseaux s'ennuieront Si j'avais oublié quelque chose Sonnez la cloche de ces sorties d'école dans la mer Ce que nous appellerons la bourrache pensive On commence par donner là solution du concours A savoir combien de larmes peuvent tenir dans une main de femme 1° aussi petite que possible 2° dans une main moyenne Tandis que je froisse ce journal étoilé Et que les chairs éternelles entrées une fois pour toutes en possession du sommet des montagnes J'habite sauvagement une petite maison du Vaucluse
Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η καλή φίλη του ιστολογίου κ. Raica Oliveira.
Meriggiare pallido e assorto presso un rovente muro d’orto, ascoltare tra i pruni e gli sterpi schiocchi di merli, frusci di serpi.
Nelle crepe del suolo o su la veccia spiar le file di rosse formiche ch’ora si rompono ed ora s’intrecciano a sommo di minuscole biche.
Osservare tra frondi il palpitare Lontano di scaglie di mare mentre si levano tremuli scricchi di cicale dai calvi picchi.
E andando nel sole che abbaglia sentire con triste meraviglia com’è tutta la vita e il suo travaglio in questo seguitare una muraglia che ha in cima cocci aguzzi di bottiglia.
Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Ilaria Paci.
Laat ik mezelf tenminste nu bedriegen met illusies, opdat ik niet de leegte van mijn leven merk.
Zovele keren ben ik zo nabij geweest. En hoe verlamd, hoe schuchter, was ik, waarom hield ik mijn lippen op elkaar terwijl mijn lege leven in mij weende en mijn begeerte zwarte kleren droeg.
Zovele keren zo dicht bij te zijn geweest, bij de ogen, bij de zinnelijke lippen, bij het gedroomde, geliefde lichaam. Zovele keren zo dicht bij te zijn geweest.
Μετάφραση: Hans Warren και Mario Molegraaf. Από το βιβλίο: K. P. Kaváfis, «Gedichten», Bert Bakker, Amsterdam 2002.
Dogmatic Statement Concerning the Game of Chess: Theme for a Series of Pictures Red knights, brown bishops, bright queens, Striking the board, falling in strong "L"s of colour. Reaching and striking in angles, holding lines in one colour. This board is alive with light; these pieces are living in form, Their moves break and reform the pattern: luminous green from the rooks, Clashing with "X"s of queens, looped with the knight-leaps.
"Y" pawns, cleaving, embanking! Whirl! Centripetal! Mate! King down in the vortex, Clash, leaping of bands, straight strips of hard colour, Blocked lights working in. Escapes. Renewal of contest.
1915
Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η παλιά φίλη του ιστολογίου κ. Ines Sastre.
Las tardecitas de Buenos Aires tiene ese qué sé yo, ¿viste? Salgo de casa por Arenales, lo de siempre en la calle y en mí, cuando de repente, detrás de ese árbol, se aparece él, mezcla rara de penúltimo linyera y de primer polizonte en el viaje a Venus. Medio melón en la cabeza, las rayas de la camisa pintadas en la piel, dos medias suelas clavadas en los pies, y una banderita de taxi libre en cada mano... Ja...ja...ja...ja... Parece que sólo yo lo veo, porque él pasa entre la gente y los maniquíes me guiñan, los semáforos me dan tres luces celestes y las naranjas del frutero de la esquina me tiran azahares, y así, medio bailando, medio volando, se saca el melón, me saluda, me regala una banderita y me dice adiós.
Ya sé que estoy piantao, piantao, piantao, no ves que va la luna rodando por Callao y un coro de astronautas y niños con un vals me baila alrededor... Ya sé que estoy piantao, piantao, piantao, yo miro a Buenos Aires del nido de un gorrión; y a vos te vi tan triste; vení, volá, sentí, el loco berretín que tengo para vos. Loco, loco, loco, cuando anochezca en tu porteña soledad, por la ribera de tu sábana vendré, con un poema y un trombón, a desvelar tu corazón. Loco, loco, loco, como un acróbata demente saltaré, sobre el abismo de tu escote hasta sentir que enloquecí tu corazón de libertad, ya vas a ver.
Y así el loco me convida a andar en su ilusión súper-sport, y vamos a correr por las cornisas con una golondrina por motor. De Vieytes nos aplauden: Viva, viva... los locos que inventaron el amor; y un ángel y un soldado y una niña nos dan un valsecito bailador. Nos sale a saludar la gente linda y el loco, pero tuyo, qué sé yo, loco mío, provoca campanarios con su risa y al fin, me mira y canta a media voz:
Quereme así, piantao, piantao, piantao... trepate a esta ternura de loco que hay en mí, ponete esta peluca de alondra y volá, volá conmigo ya: vení, quereme así piantao, piantao, piantao, abrite los amores que vamos a intentar la trágica locura total de revivir, vení, volá, vení, tra...lala...lara...
Στίχοι: Horacio Ferrer. Μουσική: Astor Piazzolla. Γράφτηκε το 1969.
Να επισκεπτόμαστε τους επιζώντες ποιητές αν μάλιστα τυχαίνει να μένουμε στην ίδια πόλη να τους βλέπουμε πού και πού γιατί εκεί που ζούμε ήσυχοι βέβαιοι πως ζούνε κι αυτοί – ξεχασμένοι έστω εκεί έρχεται το μαντάτο τους.
Οι καλοί ποιητές μάς φεύγουνε μια μέρα όχι γιατί πεθαίνουνε από έμφραγμα ή από καρκίνο αλλά γιατί φυτρώνουνε στα βλέφαρά τους λουλούδια τρομερά.
Ανοίγουνε κιτάπια στην αρχή πάνε μετά στον οφθαλμίατρο ρωτάνε κηπουρούς βοτανολόγους η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά λόγια φοβισμένα κι αόριστα οι περαστικοί κι οι γείτονες σταυροκοπιούνται.
Έτσι σιγά σιγά οι ποιητές μαζεύονται αποτραβιούνται σπίτι τους ακούγοντας δίσκους παλιούς γράφοντας λίγο όλο και πιο λίγο πράγματα μέτρια. Στο μεταξύ μες στην κλεισούρα τα τρομερά λουλούδια αρχίζουν να ξεραίνονται και να κρεμάνε κι οι ποιητές δε βγαίνουν πια μήτε για τα τσιγάρα τους στο διπλανό περίπτερο. Μόνο σκεβρώνουνε κοντά στο τζάκι ζητώντας την απόκριση από τη φωτιά που πάντα ξεπετάει στο τέλος μια της σπίθα κι αυτή γαντζώνεται στα ξεραμένα φύλλα πρώτα ύστερα στα ξερά κλαριά σ’ όλο το σώμα και τότε λάμπει το σπίτι λάμπει ο τόπος για μια μόνο στιγμή
Το σώμα σου μπορεί τη ζωή μου να γεμίσει, όπως μπορεί το γέλιο σου το τείχος να γκρεμίσει το μουντό της λύπης.
Μια σου και μόνο λέξη σπάει την τυφλή τη μοναξιά σε κομμάτια χίλια.
Σαν το αστείρευτο στόμα σου στο δικό μου πλησιάζεις, πίνω χωρίς σταματημό τις ρίζες της ύπαρξής μου της ίδιας.
Εσύ όμως αγνοείς πόσο η εγγύτητα του σώματός σου ζωή μού δίνει ή πόσο η απόστασή του από εμένα τον ίδιο με τραβά και ίσκιο με κάνει.
Εσύ υπάρχεις, ανάλαφρη και φωτεινή, ως δάδα καιόμενη εν μέσω του κόσμου.
Ποτέ μη φύγεις: Οι βαθιές κινήσεις της ύπαρξής σου απαρτίζουν τη μόνη νομοτέλεια για μένα. Συγκράτησέ με. Εσύ το όριό μου γίνε. Κι εγώ, η εικόνα του ευτυχισμένου εαυτού μου, που εσύ μού ’χεις χαρίσει.
Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη.
****************************************
SÉ TÚ MI LÍMITE
Tu cuerpo puede llenar mi vida, como puede tu risa volar el muro opaco de la tristeza.
Una sola palabra tuya quiebra la ciega soledad en mil pedazos.
Si tu acercas tu boca inagotable hasta la mía, bebo sin cesar la raíz de mi propia existencia.
Pero tú ignoras cuánto la cercanía de tu cuerpo me hace vivir o cuánto su distancia me aleja de mí mismo me reduce a la sombra.
Tú estás, ligera y encendida, como una antorcha ardiente en la mitad del mundo.
No te alejes jamás: Los hondos movimientos de tu naturaleza son mi sola ley. Retenme. Sé tú mi límite. Y yo la imagen de mí feliz, que tú me has dado.
ΓΙΑ ΝΑ ΓΛΥΤΩΣΩ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΚΙ ΑΠΟ ΕΜΕ, ΣΤΑ ΞΕΝΑ
Για να γλυτώσω από τους άλλους κι από εμέ, στα ξένα και τα γλυκά αλσοκαταφύγια της Βαλκιούζας πήγα· λυγμούς η χλόη από τα μάτια μου συνέχεια ετρύγα, κι οι στεναγμοί μου εσπάγαν του αγέρος τον υμένα.
Φορές –ω, πόσες;!– μόνος και με στήθη φοβισμένα σε τόπους σκοτεινούς και μαύρους βγήκα, κάτι λίγα ζητώντας ψίχουλα χαράς, μα η πίστη μου όλο ελύγα: Αυτός που την Κυρά μου επήρε, εδώ να ρθεί, κι εμένα
μαζί να πάρει! Τωραδά την είδα νά ’χει χάρη, σαν νύμφη ή σαν θεά, και στου Σόργα μέσα νά ’χει γείρει τα ολόδροδρσα νερά ν’ αναπαυθεί, και στο χορτάρι
το πράσινο τα λούλουδα ή τη σκόρπια γύρω γύρη σα ζωντανή γυναίκα να πατά με αβρό ποδάρι, μηνώντας μου, ωιμέ, ω, πόσο με λυπάται και με οικτείρει.
I see a red door and I want it painted black No colors anymore I want them to turn black I see the girls walk by dressed in their summer clothes I have to turn my head until my darkness goes
I see a line of cars and they're all painted black With flowers and my love both never to come back I see people turn their heads and quickly look away Like a new born baby it just happens every day
I look inside myself and see my heart is black I see my red door and must have it painted black Maybe then I'll fade away and not have to face the facts It's not easy facin' up when your whole world is black
No more will my green sea go turn a deeper blue I could not foresee this thing happening to you
If I look hard enough into the settin' sun My love will laugh with me before the mornin' comes
I see a red door and I want it painted black No colors anymore I want them to turn black I see the girls go by dressed in their summer clothes I have to turn my head until my darkness goes
Hmm, hmm, hmm,...
I wanna see it tainted, tainted black Black as night, black as coal I wanna see the sun blotted out from the sky I wanna see it tainted, tainted, tainted, tainted black Yeah!
¡Todo era amor... amor! No había nada más que amor. En todas partes se encontraba amor. No se podía hablar más que de amor. Amor pasado por agua, a la vainilla, amor al portador, amor a plazos. Amor analizable, analizado. Amor ultramarino. Amor ecuestre. Amor de cartón piedra, amor con leche... lleno de prevenciones, de preventivos; lleno de cortocircuitos, de cortapisas. Amor con una gran M, con una M mayúscula, chorreado de merengue, cubierto de flores blancas... Amor espermatozoico, esperantista. Amor desinfectado, amor untuoso... Amor con sus accesorios, con sus repuestos; con sus faltas de puntualidad, de ortografía; con sus interrupciones cardíacas y telefónicas. Amor que incendia el corazón de los orangutanes, de los bomberos. Amor que exalta el canto de las ranas bajo las ramas, que arranca los botones de los botines, que se alimenta de encelo y de ensalada. Amor impostergable y amor impuesto. Amor incandescente y amor incauto. Amor indeformable. Amor desnudo. Amor amor que es, simplemente, amor. Amor y amor... ¡y nada más que amor!
Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Petra Nemcova.
Ό,τι είναι να πείτε, πέστε το γι’ αυτούς τους τοίχους, και περισσότερο για τα μικρά τους κάδρα, για τα παλιά τους πρόσωπα, τα κλειστά τους μάτια, που δεν τ’ αντέχω έτσι ακίνητα και σταθερά,
μάτια σαν κόκαλα εκεί μπηγμένα, χτισμένα σχεδόν στο ύψος των τοίχων.
Ό,τι είναι να πείτε, πέστε το προτού ξεφτίσει το σπίτι,
κάτι επιτέλους σαν ανταπόδοση ν’ ακουστεί, έστω κι από τα πρόσωπα των κάδρων,
να κλάψουν επιτέλους το μεδούλι τους τα κόκαλα των ματιών τους.
Stříhali dohola malého chlapečka kadeře padaly k zemi a zmíraly kadeře padaly jak růže do hrobu Železná židle se otáčela
Šedaví pánové v zrcadlech kolem stěn Jenom se dívali Jenom se dívali Že už je chlapeček chycen a obelstěn V té bílé zástěře kolem krku
Jeden z nich Kulhavý učitel na cello Zasmál se nahlas A všichni se pohnuli Zasmál se nahlas A ono to zaznělo Jako kus masa když pleskne o zem
Francouzská výprava v osmnáctsettřicetpět Vešla do katakomb křesťanské sektičky Smích ze tmy do tmy a pod mrtvý jazyk zpět Je vždy kus masa jež pleskne o zem
Učeň se dívá na malého chlapečka jak malé zvíře se dívává na jiné Ještě ne chytit a rváti si z cizího A už přece
Ráno si staví svou růžovou bandasku Na malá kamínka Na vincka chcípáčka A proto učňovy všelijaké myšlenky jsou vždycky stranou A trochu vlažné
Toužení svědící jak uhry pod mýdlem Toužení svědící po malé šatnářce Sedává v kavárně pod svými kabáty Jako pod mladými oběšenci
Stříhali dohola malého chlapečka Dívat se na sebe Nesmět se pohnouti nesmět se pohnouti na židli z železa
Už mu to začlo
Nové mýty (1946)
Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Lucie Vondráčková.
Σκαλί-σκαλί πάει ο Ιγνάθιο το θάνατό του φορτωμένος. Γύρευε νά 'βρει την αυγή μα πουθενά η αυγή δεν ήταν. Γυρεύει τη σωστή θωριά του και τ' όνειρό του αλλάζει δρόμο. Γύρευε τ' όμορφο κορμί του και βρήκε το χυμένο του αίμα.
Στιγμή δεν έκλεισε τα μάτια που είδε τα κέρατα κοντά του, όμως οι τρομερές μανάδες ανασηκώσαν το κεφάλι. Κι από το βοσκοτόπια πέρα ήρθ' ένα μυστικό τραγούδι που αγελαδάρηδες ομίχλης τραγούδαγαν σε ουράνιους ταύρους.
Δεν είχε άρχοντα η Σεβίλλια μπροστά του για να παραβγεί ούτε σπαθί σαν το σπαθί του ούτε καρδιά νά 'ν' τόσο αληθινή. Σαν ποταμός από λιοντάρια η ξακουσμένη του αντρειοσύνη, και σαν σε πέτρα σκαλισμένη η στοχασιά του η μετρημένη.
Τώρα για πάντα πια κοιμάται. Τώρα τα μούσκλια και τα χόρτα με δάχτυλα που δε λαθεύουν το άνθος ανοίγουν του μυαλού του. Και το τραγουδιστό του αίμα κυλάει σε βάλτους και λιβάδια, γλιστράει στο σύγκρυο των κεράτων, άψυχο στέκει στην ομίχλη, σε βουβαλιών σκοντάφτει πόδια, σα μια πλατιά, μια λυπημένη, μια σκοτεινή γλώσσα, ώσπου τέλμα να γίνει από αγωνία, πλάι στον Γουαδαλκιβίρ των άστρων.
Coqs de bruyère... et seront-ce coquetterie de péril ou de casques couleur de quetsche? Oh! surtout qu'elle fripe un gant de suède chaud soutenant quel» feux de Bengale gâteries!
Au Tyrol, quand les bois se foncent, de tout l'être abdiquant un destin digne, au plus, de chromos savoureux, mon remords: sa rudesse, des maux, je dégage les capucines de sa lettre.
Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Daniella Sarahyba.
Ένας μπαξές γεμάτος αίμα είν’ ο ουρανός και λίγο χιόνι έσφιξα τα σκοινιά μου πρέπει και πάλι να ελέγξω τ’ αστέρια εγώ κληρονόμος πουλιών πρέπει έστω και με σπασμένα φτερά να πετάω.
Από τη συλλογή «Τα Φάσματα ή Η χαρά στον άλλο δρόμο», 1958.
Se mi tornassi questa sera accanto lungo la via dove scende l'ombra azzurra già che sembra primavera, per dirti quanto è buio il mondo e come ai nostri sogni libertà s'accenda di speranze di poveri di cielo, io troverei un pianto da bambino e gli occhi aperti di sorriso, neri neri come le rondini del mare. Mi basterebbe che tu fossi vivo, un uomo vivo col tuo cuore è un sogno. Ora alla terra è un'ombra la memoria della tua voce che diceva ai figli: "Com'è bella la notte e com'è buona ad amarci così con l'aria in piena fin dentro al sonno". Tu vedevi il mondo nel plenilunio sporgente a quel cielo, gli uomini incamminati verso l'alba.
Από την ποιητική συλλογή «La storia delle vittime», 1945.
Eφάνη ολόχαρη η αυγή και τη δροσούλα ρίχνει, σημάδια τση ξεφάντωσης κείνη την ώρα δείχνει. Xορτάρια εβγήκαν εις τη γη, τα δεντρουλάκια ανθίσα, κι από τσ’ αγκάλες τ’ ουρανού γλυκύς βορράς εφύσα. Tα περιγιάλια ελάμπασι, κ’ η θάλασσα εκοιμάτο, γλυκύς σκοπός εις τα δεντρά κ’ εις τα νερά εγρικάτο. Oλόχαρη και λαμπυρή η μέρα ξημερώνει, εγέλαν η ανατολή κ’ η δύση καμαρώνει. O Ήλιος τες ακτίνες του παρά ποτέ στολίζει με λάμψιν, κι όλα τα βουνά και κάμπους ομορφίζει. Xαμοπετώντας τα πουλιά εγλυκοκιλαδούσα, στα κλωναράκια τω δεντρώ εσμίγα κ’ εφιλούσα. Δυό-δυό εζευγαρώνασι, ζεστός καιρός εκίνα, έσμιξες, γάμους και χαρές εδείχνασι κ’ εκείνα. Eσκόρπισεν η συννεφιά, οι αντάρες εχαθήκα, πολλά σημάδια τση χαράς στον Oυρανό εφανήκα. Παρά ποτέ τως λαμπυρά, τριγύρου στολισμένα, στον ουρανό είν’ τα νέφαλα σαν παραχρουσωμένα. Tα πάθη πλιό δεν κιλαδεί το πρικαμένο αηδόνι, αμέ πετά πασίχαρο, μ’ άλλα πουλιά σιμώνει. Γελούν τση Xώρας τα στενά κ’ οι στράτες καμαρώνουν, όλα γρικούν κουρφές χαρές κι όλα τσι φανερώνουν.
Ω, αν μόνο κάποτε έρθει ο καιρός, η μόνωση πλησίον μιας παραλίας μακρινής να πληροί όλα τα φοβερά κενά της ζωής και των νυχτών της, όλους τους αγώνες με το Aγνωστο και το Μαύρο, – τούτο μόνο θ' αρκούσε, όλα νά ’ταν λυμένα τα μυστήρια τ’ αγωνιώδη.
Αν μόνο η θέα ολοσκέπαστου ουρανού του φθινοπώρου, που δίνει νέα διαφάνεια στα βότσαλα της θαλάσσης, (εκείνη την ανοιχτή πράσινη των ματιών της Νεράιδας) έφθανε να καλύψει τη ζωή στο σύνολό της, – ετούτο μόνο, θά ’ταν κιόλας ευτυχία.
Όταν μια σου στιγμή, άνθρωπε, που ’χεις ξεφύγει το πλέγμα των θορύβων, αισθανθείς άυλος πια και κατασταλαγμένος, – τούτο, αν ήσουν βέβαιος πως θά ’ταν και το διαρκές· πώς σε μιαν ώρα μέσα, στο πλευρό σου δεν θα βρισκόταν η Σειρήνα, να σου ταράξει τη διαφάνεια των βοτσάλων, – και τούτο μόνο θά ’ταν κιόλας η ευτυχία.
Αλλά έρχεται ήδη η φωνή της, από Βορρά, από Νότου, από Ανατολικά κι από Δυσμών. Βουάνε όλοι οι ορίζοντες από δαύτη. Έρχεται ολούθε με την ουσία της βροχής ή των ανέμων. Με τους αφρούς των κυμάτων. Το σύμπαν, κι' η ψυχή του ανθρώπου, είναι γεμάτα απ’ αυτή τη φωνή. Ας έρθει. Δεν είναι ακόμη ερχόμενος ο καιρός του Θανάτου.
Ich möchte hingehn wie das Abendrot Und wie der Tag mit seinen letzten Gluten - O leichter, sanfter, ungefühlter Tod - Mich in den Schoß des Ewigen verbluten!
Ich möchte hingehn wie der heitre Stern Im vollsten Glanz, in ungeschwächtem Blinken, So still und schmerzlos möchte gern Ich in des Himmels blaue Tiefe sinken!
Ich möchte hingehn wie der Blume Duft, Die freudig sich dem schönen Kelch entringet, Und auf dem Fittig blütenschwangrer Luft Als Weihrauch auf des Herrn Altar sich schwinget.
Ich möchte hingehn wie der Tau im Tal, Wenn durstig ihm des Morgens Feuer winken - O, wollte Gott, wie ihn der Sonnenstrahl, Auch meine lebensmüde Seele trinken!
Ich möchte hingehn wie der bange Ton, Der aus den Saiten einer Harfe dringet, Und, kaum dem irdischen Metall entflohn, Ein Wohllaut in des Schöpfers Brust verklinget.
Du wirst nicht hingehn wie das Abendrot, Du wirst nicht hingehn wie der Stern versinken, Du stirbst nicht einer Blume leichten Tod, Kein Morgenstrahl wird deine Seele trinken!
Wohl wirst du hingehn, hingehn ohne Spur, Doch wird das Elend deine Kraft erst schwächen, Sanft stirbt es einzig sich in der Natur, Das arme Menschenherz muß stückweis brechen!
Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Irina Sheik.