JORGE LUIS BORGES
ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ
Γιατί επιμένεις τόσο, ασίγαστε καθρέφτη;
Γιατί, αδελφέ μυστήριε, διπλασιάζεις, πές μου,
κινήσεις των χεριών –τις παραμικρές μου–
και στο σκοτάδι μέσα λάμψη όποτε πέφτει;
Είσαι άλλο εγώ, ένα θἄτερον, που σοφιστεύει,
και ανέκαθεν ενέδρες στήνεις. Στη γυαλάδα
των άστατων νερών, αλλά και στην ικμάδα,
με ψάχνεις, μα η τυφλότητά μου σε αχρηστεύει.
Που δεν σε ξέρω, δεν σε βλέπω μού ’χει τύχει
να με τρομάζεις κι άλλο: μαγικά κοιτάζεις,
τα γύρω πράγματα όλο να πολλαπλασιάζεις –
ό,τι είμαστε,… ό,τι μάς πολιορκεί την τύχη.
Σαν θα πεθάνω, ξέρω: θα κοπιάρεις άλλον,
και ύστερα άλλον, και άλλον, και άλλον, και άλλον, και άλλον…
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου