Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2020

 


JORGE LUIS BORGES

 

ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ

 

Γιατί επιμένεις τόσο, ασίγαστε καθρέφτη;

Γιατί, αδελφέ μυστήριε, διπλασιάζεις, πές μου,

κινήσεις των χεριών –τις παραμικρές μου–

και στο σκοτάδι μέσα λάμψη όποτε πέφτει;

Είσαι άλλο εγώ, ένα θἄτερον, που σοφιστεύει,

και ανέκαθεν ενέδρες στήνεις. Στη γυαλάδα

των άστατων νερών, αλλά και στην ικμάδα,

με ψάχνεις, μα η τυφλότητά μου σε αχρηστεύει.

Που δεν σε ξέρω, δεν σε βλέπω μού ’χει τύχει

να με τρομάζεις κι άλλο: μαγικά κοιτάζεις,

τα γύρω πράγματα όλο να πολλαπλασιάζεις –

ό,τι είμαστε,… ό,τι μάς πολιορκεί την τύχη.

Σαν θα πεθάνω, ξέρω: θα κοπιάρεις άλλον,

και ύστερα άλλον, και άλλον, και άλλον, και άλλον, και άλλον…

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου