Σάββατο 29 Φεβρουαρίου 2020

Ο ΓΚΑΟΥΤΣΟ



JORGE LUIS BORGES


Ο ΓΚΑΟΥΤΣΟ

Παιδί ήταν των περάτων της πεδιάδας με το ωραίο
το πλάτος, το ανοιχτό, το στοιχειώδες, με ό,τι μένει
σχεδόν κρυφό· έριχνε το λάσο του, που σφίγγει, δένει
του ταύρου τον αυχένα – σκοτεινό και ρωμαλέο.

Πολέμησε και Ινδιάνους και Σπανιόλους, και ήταν πάντα
το στοίχημα του Χάρου στη ζαριά και στην παρτίδα·
έδωσε τη ζωή του για μι’ άγνωστη σ’ αυτόν πατρίδα
και, χάνοντας τη μάχη, είδε πως έχασε τα πάντα.

Του χρόνου πια και του πλανήτη εγίνη τώρα σκόνη·
ονόματα δεν σώζονται· μονάχα η ονομασία.
Χιλιάδες ήσαν πριν, μα σήμερα ένα μένει πιόνι
ειρηνικό, που το κινεί απλώς η λογοτεχνία.

Πανούργος κλέφτης, φόβητρο ήταν, και ψυχρή λεπίδα
που την ηρωική εδιάβηκε την κορδιλιέρα.
Στρατιώτης ήταν του Ουρκίσα, αλλά και του Ριβέρα –
αδιάφορον. Αυτός καθάρισε και τον Λαπρίδα.

Ο Θεός μακριά τους έμεινε. Οι γκάουτσος πιστεύαν
σε πίστη αρχαία, με σίδερο οπλισμένη και με θάρρος,
που δεν καταλαβαίνει παρακλήσεις, μήτε βάρος
σηκώνει ικεσϊών. Γι’ αυτήν σκοτώναν, ξεπαστρεύαν.

Στις τύχες των νταήδων, στων συμμοριών το μίσος
ο γκάουτσο επέθαινε για τη μερίδα όπου ετάχτη·
αυτός ποτέ του τίποτε δεν ζήτησε – ούτε ίσως
τη δόξα που ’ναι πανδαιμόνιο και χαμός και στάχτη.

Είναι ο άντρας ο βαρύς, ο μπρούσκος, που μες στο σκοτάδι
του καλυβιού του όλο ονειρεύεται και μάτε πίνει
την ώρα ακόμα που από την Ανατολή μιά δίνη
φωτός ορμάει και δίνει στο ξημέρωμα ένα χάδι.

Ποτέ δεν είπε «γκάουτσο είμαι». Και ήταν ριζικό του
να μη φαντάζεται το ριζικό των άλλων όλων.
Τελείως αδαής σαν όλους μας, των δύο πόλων,
επήγε μόνος, ολομόναχος στον θάνατό του.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.



ΤΗΣ ΘΛΙΨΗΣ ΩΡΑ



GEORG TRAKL


ΤΗΣ ΘΛΙΨΗΣ ΩΡΑ

Μαυρωπό το βήμα ακολουθεί μες στον φθινοπωριάτικο κήπο
τ’ αστραφτερό φεγγάρι,
η νύχτα η κραταιά στον παγωμένο βουλιάζει τοίχο.
Ω, της θλίψης η ακανθώδης ώρα.

Ασημένιο μαρμαίρει στην κάμαρα που σουρουπώνει
το κηροπήγιο του έρημου και μόνου,
πεθαίνοντας, έτσι όπως μελετάει κάτι σκοτεινό
εκεί που γέρνει τη λίθινή του κεφαλή
πάνω από πράγματα παροδικά, εφήμερα,

με κρασί μεθυσμένος και νυχτερινή αρμονία.
Και πάντα παρακολουθεί τ’ αφτί
τον θρήνο τον γλυκό του κότσυφα στις φουντουκιές.

Ώρα σκοτεινή με το ροζάριο. Ποιός είσαι,
αυλέ εσύ μοναχικέ,
μέτωπο, που παγώνεις πάνω από χρόνους ζοφερούς γερμένο.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.




ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΒΙΒΛΙΑ





ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΒΙΒΛΙΑ

ΡΕΜΠΩ



ARTHUR RIMBAUD


VOYELLES

A noir, E blanc, I rouge, U vert, O bleu : voyelles,
Je dirai quelque jour vos naissances latentes :
A, noir corset velu des mouches éclatantes
Qui bombinent autour des puanteurs cruelles,

Golfes d'ombre ; E, candeurs des vapeurs et des tentes,
Lances des glaciers fiers, rois blancs, frissons d'ombelles ;
I, pourpres, sang craché, rire des lèvres belles
Dans la colère ou les ivresses pénitentes ;

U, cycles, vibrements divins des mers virides,
Paix des pâtis semés d'animaux, paix des rides
Que l'alchimie imprime aux grands fronts studieux ;

O, suprême Clairon plein des strideurs étranges,
Silences traversés des Mondes et des Anges ;
— O l'Oméga, rayon violet de Ses Yeux !

Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2020

ΧΩΡΙΣ



ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΕΤΡΑΤΟΣ


ΧΩΡΙΣ

Τώρα, το πριν… Χωρίς!!!
Τώρα, το ύστερα… Χωρίς!!!
Τώρα, το τώρα… Χωρίς!!!

Αν είναι βλέμμα
Αν είναι κίνηση
Αν είναι άκουσμα ή παύση
Είναι χωρίς!!!

Αρκούμαι τώρα στο χωρίς!!!

Μπορεί νά ’ναι λυγμός
Μπορεί κάτι αθάνατο
Σαν χρόνος

Κι όμως είναι χωρίς!!!
Τέτοιος ο λόγος
Τέτοιος ο θυμός

29.VII.2019