JORGE LUIS BORGES
ΡΟΥΜΠΑΓΙΑΤ
Η μετρική
του Πέρση στη φωνή μου, ιδού, γυρίζει·
ο χρόνος
είναι αντίθετο –έρχεται και μου θυμίζει–
υφάδι απ’
ό,τι τ’ αδηφάγα όνειρά μας θέλουν
που ο
μυστικός Ονειροπόλος πιάνει και σκορπίζει.
Πως η φωτιά
είναι στάχτη εγύρισε να μου θυμίσει,
και η σάρκα
σκόνη, ενώ μες στο ποτάμι θα κυλήσει
η εικόνα η
απατηλή και της ζωής μου και της ζωής σου:
και θα μας
φέρουν στ’ ανοιχτά όλ’ αυτά που ’χουμε ζήσει.
Κι εγύρισε
να μου θυμίσει πως και το μνημείο
που ανέγειρε
η ύβρις είναι απλώς του ανέμου προσωπείο
καθώς
διαβαίνει, αλλά και πώς στην άπιαστη τη λάμψη
του Αιωνίου
ο αιώνας είναι μιάς –ναι μιάς– στιγμής σημείο.
Κι εγύρισε
να με διδάξει πως χρυσό τ’ αηδόνι,
μα μόνο μια φορά
λαλεί, κι έπειτα κορυφώνει
την
ηχοπανδαισία της νυχτός, όπου το πλήθος
των άστρων
θησαυρούς φωτός στο σκότος παραχώνει.
Γυρνά η
σελήνη σ’ έναν στίχο απ’ το δικό σου χέρι
γραμμένον
που το πρόωρο γλαυκό τον έχει φέρει
στον κήπο
σου. Είναι η ίδια σελήνη, μες στον κήπο
τον ίδιο
που, για να σε βρει, στημένο έχει καρτέρι.
Σ’ εσπέρες
τρυφερές, παντρύφερες, με της σελήνης
το φως, εσύ
παράδειγμα τού τι είναι στέρνα δίνεις,
καθώς στον
ταπεινό της τον καθρέφτη κάτι λίγες
εικόνες
αιώνιες βλέπουμε της απεραντοσύνης.
Ω, ας έλθει
πάλι η περσική σελήνη, και οι σβησμένοι
χρυσοί ήλιοι
ερήμων δειλινών ας έλθουν αναμμένοι
ξανά! Το
σήμερα είναι χτες. Κι εσύ είσαι όλοι οι άλλοι
που πρόσωπα
έχουν που ’ναι σκόνη. Είσαι οι πεθαμένοι.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου