JORGE LUIS BORGES
ΔΕΚΑΠΕΝΤΕ
ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ
Στην
Αλίσια Χουράδο
ΕΝΑΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΓΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ
Εκατό φθινόπωρα εκοίταγα
Εκατό φθινόπωρα εκοίταγα
τον
λεπτό σου δίσκο.
Εκατό
φθινόπωρα εκοίταγα
το
τόξο σου επάνω απ’ τα νησιά.
Εκατό
φθινόπωρα τώρα τα χείλη μου
και
ποτέ δεν ήσαν λιγότερο σιωπηλά.
Η ΕΡΗΜΟΣ
Ο χώρος χωρίς χρόνο.
Το χρώμα έχει πάρει η σελήνη της άμμου.
Τώρα, ακριβώς τώρα,
πεθαίνουν οι άνθρωποι του Μέταυρου και του
Τάνενμπεργκ.
ΒΡΕΧΕΙ
Σε ποιό χτες, σε ποιές μεσαυλές της Καρχηδόνας
να
πέφτει τώρα ετούτη δω η βροχή;
ΑΣΤΕΡΙΩΝ
Το
έτος μού καταβάλλει τον φόρο του σε ανθρώπεια νομή,
και
νερό στη στέρνα υπάρχει.
Σ’
εμένα διασταυρώνονται οι πέτρινοι δρόμοι.
Για
ποιό λόγο να παραπονιέμαι τάχα;
Τα βράδια
απλώς
με βαραίνει, να, το ταυροκέφαλο λιγάκι.
ΕΛΑΣΣΩΝ ΠΟΙΗΤΗΣ
ΕΛΑΣΣΩΝ ΠΟΙΗΤΗΣ
Το
τέρμα είναι η λήθη.
Κι
εγώ έφτασα νωρίς.
ΓΕΝΕΣΙΣ, Δ, 8
Ήταν στην πρώτη έρημο.
Δυό
χέρια πέταξαν μία μεγάλη πέτρα.
Κραυγή
καμία. Αίμα ναι.
Πρώτη
φορά υπήρξε ο θάνατος.
Δεν
θυμάμαι αν ήμουν ο Άβελ ή ο Κάιν.
ΝΟΡΘΟΥΜΒΡΙΑ, 900 Μ.Χ.
Πριν το χάραμα να τον ξεσκίσουν οι λύκοι·
το
ξίφος είναι ο συντομότερος δρόμος.
ΜΙΓΚΕΛ ΔΕ ΘΕΡΒΑΝΤΕΣ
ΜΙΓΚΕΛ ΔΕ ΘΕΡΒΑΝΤΕΣ
Άστρα στυγνά κι ενάντια, μα και άστρα ευμενή,
ευοίωνα
προέδρευαν τη νύχτα που γεννήθηκα·
σ’ αυτά τα τελευταία οφείλω τη φυλακή
όπου ονειρεύτηκα τον Δον Κιχώτη.
Η ΔΥΣΗ
Το τελευταίο δρομάκι με το δείλι του.
Η ΔΥΣΗ
Το τελευταίο δρομάκι με το δείλι του.
Εγκαινιάζεται
η πάμπα.
Εγκαινιάζεται
ο θάνατος.
ΑΓΡΟΚΤΗΜΑ «Η ΞΕΚΟΥΡΑΣΗ»
Ο χρόνος παίζει σκάκι χωρίς πιόνια
στη
μεσαυλή. Κάποιου κλαδιού το τσάκισμα
χαρακώνει
τη νύχτα. Έξω η πεδιάδα
σκορπάει
λεύγες σκόνη και όνειρα.
Σκιές
κι οι δυό μας, και αντιγράφουμε ό,τι υπαγορεύουν
δυό
άλλες σκιές: ο Ηράκλειτος και ο Γκοτάμα.
Ο ΕΓΚΑΘΕΙΡΚΤΟΣ
Μια λίμα.
Ο ΕΓΚΑΘΕΙΡΚΤΟΣ
Μια λίμα.
Η
πρώτη απ’ τις βαριές σιδερένιες πόρτες.
Θά
’ρθει η μέρα που θά ’μαι ελεύθερος.
ΜΑΚΒΕΘ
ΜΑΚΒΕΘ
Οι
πράξεις μας συνεχίζουν την πορεία τους
που
τέλος δεν γνωρίζει.
Τον
βασιλιά μου εσκότωσα, κι έτσι
θα
εμπνευστεί την τραγωδία του ο Σαίξπηρ.
ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΕΣ
ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΕΣ
Το φίδι που σφίγγει τη θάλασσα και είναι η θάλασσα,
το ακούραστο κουπί τού Ιάσονα, το νεαρό σπαθί τού
Σίγκουρντ.
Τα μόνα πράγματα που αντέχουν στον χρόνο
είναι όσα ποτέ δεν υπήρξαν στον χρόνο.
E. A. Π.
E. A. Π.
Το
όνειρα που είδα. Το πηγάδι και το εκκρεμές.
Ο
άνθρωπος του πλήθους. Λίγεια…
Αλλά
κι εκείνος ο άλλος.
Ο ΣΠΙΟΥΝΟΣ
Στων μαχών
το δημόσιο φως
άλλοι δίνουν
στην πατρίδα τη ζωή τους
και τους
θυμάται το μάρμαρο.
Σκοτεινός
εγώ περιπλανήθηκα σε πόλεις που μισώ.
Άλλα
πράγματα τής έδωσα.
Την τιμή μου
απαρνήθηκα,
πρόδωσα
όσους με πίστεψαν φίλο τους,
εξαγόρασα
συνειδήσεις,
της πατρίδας
τ’ όνομα το απεχθάνομαι.
Αποδέχομαι
την ατιμία.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου