Σάββατο 30 Απριλίου 2022

ΤΑ ΧΕΡΙΑ

 


JORGE CÁCERES

 

ΤΑ ΧΕΡΙΑ

 

Στον Αλφρέ Ζαρρύ

 

Ο ταξιδιώτης που δεν υπερασπίστηκε τον εαυτό του περνώντας από μια φλεγόμενη γέφυρα

Κλωθογυρίζει συνεχώς γύρω απ’ το σκυλί που περιμένει να έλθει

Οι πέτρες δεν είναι παρά για να θρυμματίζονται όταν έλθει η σειρά τους

Η ημέρα και η νύχτα φέρνουν βόλτα τα δέντρα

Και αυτό που τον καταπλήσσει με τον καθρέφτη του είναι ένα πουλί υφασμάτινο.

 

Έχει χάσει και τον φακό του στο χώμα

Ενώ γητεύεται με τα μάτια του προς τη φωτιά γυρισμένα

Και κυνηγάει τις θωπείες

Παρ’ όλα ταύτα, ναι.

 

Η κραυγή, η κραυγή θα κουρνιάσει στο κεφάλι του

Το αχυρένιο κεφάλι, κεφάλι που για κόμη του έχει φτερά

Και αμέσως θα κάνει το ίδιο κάτω απ’ το κάδρο του χιονιού

Και ο κορυδαλλός που όλο στριφογυρίζει στο πλευρό του

Ενώ το χιόνι πέφτει-πέφτει στο ημισφαίριο

Στα φύλλα ανάμεσα.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

 


ΤΑ ΦΙΛΙΑ

 


JORGE CÁCERES

 

ΤΑ ΦΙΛΙΑ

 

Τα φιλιά ανάμεσα στα φύλλα

Εις μνήμην

Των πουλιών που μάγεψαν τ’ αστέρια στην κόψη επάνω των φτερών τους

Για κάθε κραυγή εράμφιζαν τα βότσαλα του ήλιου

Οι τοίχοι που τους δίνουνε γνώριμα σχήματα

Και χειρονομίες που αντανακλούν των χειλιών το κλίμα

Στο δρόμο των τελευταίων φιλιών

 Ή στον αντίλαλο του γέλιου της θάλασσας.

 

Με καθεμιά απ’ τις πηγές που διαλύονται στα φύλλα

Με κάθε μάτι αχόρταγο

Με καθεμιά από τις μεγάλες εγκαταλελειμμένες ερήμους

Μόνος μου εγώ τη δίψα μου μοιράστηκα.

 

Στο προσκέφαλο των δέλτα

Στα μοναστήρια που κρέμονται απ’ τα δέντρα

Του καλού καιρού επιλέγω τα γράμματα

Τα μόνα που μου έχουν απομείνει γυμνά

Στο κάτω μέρος των ζυγών από ερμίνες

Σε όλη την ακτογραμμή έως πέρα-πέρα

Σε όλον τον αέρα

Σε όλη την κοσμοχαλασιά

Όταν ακούω τα πρώτα-πρώτα κοραλλιογενή δέντρα να χτυπάνε κάτω από το δέρμα που ξέρω με ποιόν τρόπο εγώ θαν το κρατάω δικό μου.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

 



ΜΑΞ ΕΡΝΣΤ

 


JORGE CÁCERES

 

ΜΑΞ ΕΡΝΣΤ

 

Κρυμμένες  των Εσκιμώων οι λίμνες ανάμεσα στα πράσινα φύλλα

Σειούνται-λυγιούνται το βράδυ αυτό με σώμα βασιλίσσης

Στο βάθρο του δάσους επάνω η αράχνη τις παρακολουθεί

Με μιαν εύγλωττη χειρονομία εκτοξεύει την ευθεία γραμμή

Στην κορνίζα με τις μαύρες κηλίδες που αποκαλούμε χώρο

Ή στον ουρανό που κανένα σύννεφο δεν εγκρίνει

Κάποιο πρόσωπο αρκετά γνωστό σέρνει μιαν ουρά από κίτρινα φύλλα

Είναι ο δασοφύλακας που χαιρετάει τη γυναίκα του

Μ’ ένα χαμόγελο τής επισημαίνει του σκορπιού την προέλαση

Μαγεύονται αμφότεροι στην κορυφή της σκάλας

Και χαμογελάνε

Χαμογελάνε

Χαμογελάνε.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

 


ΡΑΦΑΕΛ ΚΑΔΕΝΑΣ

 


RAFAEL CADENAS

DERROTA

Yo que no he tenido nunca un oficio
que ante todo competidor me he sentido débil
que perdí los mejores títulos para la vida
que apenas llego a un sitio ya quiero irme (creyendo que mudarme es una solución)
que he sido negado anticipadamente y escarnecido por los más aptos
que me arrimo a las paredes para no caer del todo
que soy objeto de risa para mí mismo que creí
que mi padre era eterno
que he sido humillado por profesores de literatura
que un día pregunté en qué podía ayudar y la respuesta fue una risotada
que no podré nunca formar un hogar, ni ser brillante, ni triunfar en la vida
que he sido abandonado por muchas personas porque casi no hablo
que tengo vergüenza por actos que no he cometido
que poco me ha faltado para echar a correr por la calle
que he perdido un centro que nunca tuve
que me he vuelto el hazmerreír de mucha gente por vivir en el limbo
que no encontraré nunca quién me soporte
que fui preterido en aras de personas más miserables que yo
que seguiré toda la vida así y que el año entrante seré muchas veces más burlado en mi ridícula ambición
que estoy cansado de recibir consejos de otros más aletargados que yo («Ud. es muy quedado, avíspese, despierte»)
que nunca podré viajar a la India
que he recibido favores sin dar nada en cambio
que ando por la ciudad de un lado a otro como una pluma
que me dejo llevar por los otros
que no tengo personalidad ni quiero tenerla
que todo el día tapo mi rebelión
que no me he ido a las guerrillas
que no he hecho nada por mi pueblo
que no soy de las FALN y me desespero por todas estas cosas y por otras cuya enumeración sería interminable
que no puedo salir de mi prisión
que he sido dado de baja en todas partes por inútil
que en realidad no he podido casarme ni ir a París ni tener un día sereno
que me niego a reconocer los hechos
que siempre babeo sobre mi historia
que soy imbécil y más que imbécil de nacimiento
que perdí el hilo del discurso que se ejecutaba en mí y no he podido encontrarlo
que no lloro cuando siento deseos de hacerlo
que llego tarde a todo
que he sido arruinado por tantas marchas y contramarchas
que ansío la inmovilidad perfecta y la prisa impecable
que no soy lo que soy ni lo que no soy
que a pesar de todo tengo un orgullo satánico aunque a ciertas horas haya sido humilde hasta igualarme a las piedras
que he vivido quince años en el mismo círculo
que me creí predestinado para algo fuera de lo común y nada he logrado
que nunca usaré corbata
que no encuentro mi cuerpo
que he percibido por relámpagos mi falsedad y no he podido derribarme, barrer todo y crear de mi indolencia, mi
flotación, mi extravío una frescura nueva, y obstinadamente me suicido al alcance de la mano
me levantaré del suelo más ridículo todavía para seguir burlándome de los otros y de mí hasta el día del juicio final.