Σάββατο 16 Απριλίου 2022

Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΒΟΣΚΟΣ

 


PABLO NERUDA

 

Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΒΟΣΚΟΣ

 

Τὸν λέγανε Μιγκέλ. Καὶ ἦταν ἕνας μικρὸς

βοσκὸς ἔξω

ἀπ᾽ τὴν Ὀριουέλα.

Τὸν ἀγάπησα καὶ ἀκούμπησα στὸ στῆθος του

τὸ ἀντρικό μου χέρι

καὶ μεγάλωσε τὸ δυνατό του μπόι,

ἴσαμε ποὺ πάνω στὴν τραχύτητα

τὴς ἰσπανικῆς γῆς

ἐτινάχτηκε τὸ τραγούδι του

σὰν ἀπότομη βελανιδιὰ

ὅπου πῆγαν καὶ μαζεύτηκαν

ὅλα τὰ θαμμένα ἀηδόνια,

ὅλα τὰ πετεινὰ τοῦ ἠχηροῦ οὐρανοῦ,

τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἄντρα ποὺ διπλώνεται

στὸν ἔρωτα τῆς ἀγαπημένης γυναίκας,

ὁ μυρωδάτος βόμβος

μέσ᾽ ἀπ᾽ τὶς ξανθὲς κυψέλες,

ἡ ἀψιὰ μητρικὴ εὐωδιὰ

ἀπ᾽ τὶς νιόγεννες γίδες,

καὶ ὁ ἄσπιλος τηλέγραφος

τῶν κατακόκκινων τζιτζίκων.

Ὁ Μιγκὲλ ἔφτιαχνε μὲ τὰ πάντα

—μὲ χώματα καὶ μέλισσες,

μὲ νύφες, ἄνεμους καὶ στρατιῶτες

λάσπη γιὰ τὴ νικηφόρα του ράτσα,

γενιὰ καὶ ράτσα λαϊκοῦ ποιητῆ,

κι ἔτσι πατώντας

στ᾽ ἀγκάθια τῆς Ἰσπανίας ἐπάνω

μὲ φωνή ποὺ πρέπει

νὰ τὴν ἀκούσουνε τώρα

οἱ δήμιοί του, καὶ τὴν ἀκοῦνε ὅλοι

ὅσοι ἔχουν χέρια

βαμμένα

μὲ τὸ ἀνεξίτηλο δικό του αἷμα,

καὶ ἀκοῦνε τὸ τραγούδι του

καὶ πιστεύουν

ὅτι εἶναι μόνο χῶμα

καὶ νερό,

γῆ καὶ ὕδωρ.

Μὰ δὲν εἶναι βέβαιο.

Εἶναι αἷμα,

αἷμα,

τῆς Ἰσπανίας αἷμα, αἷμα

ὅλων τῶν χωριῶν τῆς Ἰσπανίας,

εἶναι τὸ αἷμα της ποὺ τραγουδάει

καὶ ὀνοματίζει

καὶ καλεῖ,

φωνάζει ὅλα τὰ πράγματα,

γιατὶ ὅλα τ᾽ ἀγαποῦσε ἐκεῖνος,

μὰ ἡ φωνή του αὐτὴ δὲν ξεχνάει,

τὸ αἷμα τοῦτο δὲν ξεχνάει

ἀπὸ ποῦ ἔρχεται

καὶ γιὰ ποιούς τραγουδάει.

Τραγουδάει

γιὰ ν᾽ ἀνοίξουν οἱ φυλακὲς

καὶ νὰ βγεῖ ἡ λευτεριὰ στοὺς δρόμους.

Ἐμένα μὲ φωνάζει

νὰ μοῦ δείξει ὅλους τοὺς τόπους

ὅπου τὸν ἔσυραν,

αὐτόν, φῶς τῶν λαῶν,

ἀστραπὴ γλωσσῶν, μὲ φωνάζει

νὰ μοῦ δείξει

τῆς Ὀκάνια τὸ κάτεργο,

ὅπου στάλα τὴ στάλα

τοῦ ρούφηξαν τὸ αἷμα,

ὅπου τοῦ κλάδεψαν

τὸ λαρύγγι,

ὅπου τὸν σφάζανε ἐπὶ χρόνια ἑφτὰ

πράγμα ποὺ ἐνσαρκώθηκε

στὸ τραγούδι του, γιατί,

ὅταν ἔσφαξαν τοῦτα τὰ χείλη,

σβήσανε τῆς Ἰσπανίας οἱ λάμπες.

 

Κι ἔτσι μὲ φωνάζει καὶ μοῦ λέει:

«Ἐδῶ μὲ ἐκτέλεσαν ἀργά-ἀργα».

Κι ἔτσι αὐτὸς ποὺ ἀγάπησε καὶ κουβαλοῦσε

κάτω ἀπὸ τὰ φτωχικά του ροῦχα

ὅλα τὰ σπανιόλικα κεφαλόβρυσα,

δολοφονήθηκε

στὴ σκιὰ τῶν τοίχων

ἐνῶ χτυποῦσαν οἱ καμπάνες ὅλες

πρὸς τιμὴν τοῦ δημίου,

ἀλλὰ

τὰ πορτοκαλάνθια

βγάλανε ἄρωμα καὶ τό ᾽δωσαν

σ᾽ ὅλον τὸν κόσμο τὶς μέρες ἐκεῖνες,

κι ἐκείνη τότε ἡ εὐωδιὰ ἦταν

ἡ μαρτυρικὴ καρδιὰ

τοῦ αἰγοβοσκοῦ ἀπὸ τὴν

Ὀριουέλα, ποὺ τὸν λέγανε Μιγκέλ.

 

Ἐκεῖνες τὶς μέρες,

ἐκεῖνα τὰ χρόνια,

ἐνῶ ἔπνεε τὰ λοίσθια,

θάφτηκε τὸ φῶς

στὴν ἰστορία,

ἐκεῖ ὅμως χτυποῦσε ἡ καρδιά του

καὶ θὰ γυρίσει αὔριο ξανά.

Ἐκεῖνες τὶς μέρες,

τοὺς αἰῶνες ἐκείνους,

ποὺ τοῦ Μιγκὲλ Ἐρνάντεθ

οἱ δεσμοφύλακες

τοῦ ἔδωσαν βασανιστήρια καὶ

ἐπιθανάτιο ρόγχο,

τῆς γῆς τῆς ἔλειψαν

τὰ βήματα τοῦ βοσκοῦ στὰ βουνά της,

καὶ ὁ νεκρὸς πολεμιστής,

πέφτοντας, νικηφόρος,

ἄκουσε νὰ ὑψώνεται ἀπ᾽ τὴ γῆ

μιὰ βουή, ἕνας παλμός,

σὰν νὰ σκάζανε ὅλα μαζὶ τ᾽ ἀστέρια

σιωπηλοῦ γιασεμιοῦ:

ἦταν τοῦ Μιγκὲλ ἡ ποίηση.

Καὶ μιλοῦσε ἀπὸ τὸ χῶμα,

καὶ ἀπὸ τὸ χῶμα

θὰ μιλάει γιὰ πάντα,

καὶ εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ λαοῦ του,

γιατὶ ἀνάμεσα στοὺς στρατιῶτες αὐτὸς ἦταν

σὰν πύργος ἀπὸ πάθος μέγα φλεγόμενος.

 

Ἦταν

φρούριο

τραγουδιῶν καὶ ἐκπυρσοκροτήσεων,

ἦταν σὰν ψωμᾶς:

μὲ τὰ χέρια του ἔφτιαχνε

τὰ σονέτα του.

Ὅλη ἡ ποίηση του

ἔχει χῶμα μαλακό,

σιτηρά, ἄμμο,

πηλὸ καὶ ἄνεμο,

ἔχει σχῆμα

σταμνιοῦ λεβαντίνικου,

καμπυλωμένου γοφοῦ,

κοιλιᾶς μέλισσας,

ἔχει μυρουδιὰ

τριφυλλιοῦ στὴ βροχή,

σκόνης ἀπὸ ἀμάραντο,

καπνοῦ ἀπὸ καψαλισμένες κοπριές, βράδυ,

στοὺς λόφους.

Ἡ ποίησή του

εἶναι καλαμπόκι μαζεμένο

σ᾽ ἕνα μόνο χρυσὸ τσαμπί,

εἶναι ἀμπελώνας μὲ μαῦρα σταφύλια, εἶναι κρυστάλλινη

ἐκτυφλωτικὴ φιάλη

γεμάτη κρασὶ καὶ νερό, νύχτα καὶ μέρα,

εἶναι ἄλικο στάχυ,

ἀγγελιαφόρος ἀστέρας,

δρεπάνι καὶ σφυρὶ γραμμένα καὶ τὰ δυὸ μὲ διαμάντια

στῆς Ἰσπανίας τὸν ἴσκιο.

 

Μιγκὲλ Ἐρνάντεθ, ὅλος σου

ὁ πορτοκαλένιος πηλὸς καὶ ὅλη σου ἡ μαγιὰ

τῆς γῆς καὶ τοῦ λαοῦ σου

θὰ ξαναζήσουνε μ᾽ ἐσένα.

Ἐσὺ τὴ διαφύλαξες

μὲ χέρι μᾶλλον ἀδέξιο, στὴν ἀγωνία της,

γιατὶ εἶχες φτιαχτεῖ

γιὰ τὰ χαράματα καὶ γιὰ τὴ νίκη,

γιατὶ εἶχες φτιαχτεῖ μὲ νερὸ καὶ χῶμα παρθένο,

μὲ ἔκπληξη ἀκόρεστη,

μὲ φυτὰ καὶ μὲ πουλιῶν φωλιές.

 

Ἦσουν

ἡ ἀνίκητη βλάστηση

τῆς ὕλης ποὺ τραγουδάει,

ἤσουν

πατρίδα ἀκεραιότητας καὶ κόντραρες

τοὺς ἐχθρούς σου,

τὸν Μαυριτανὸ καὶ τὸν Φρανκιστή,

χέρι βαρύ ἤσουν

γεμάτο περιπλοκάδες καὶ μέταλλα.

Μὲ τὸ σπαθί σου ἀνὰ χεῖρας, ἀόρατος,

πέθαινες,

πλὴν ὅμως μόνος δὲν ἤσουν.

Δὲν ἦταν μόνο τὰ καμένα χόρτα

τῶν φτωχῶν λόφων τῆς Ὀριουέλα

ποὺ σκόρπισαν τὴ φωνὴ καὶ τὸ ἄρωμά σου

παντοῦ στὸν κόσμο.

Ὁ λαός σου μπορεῖ νὰ φαινόταν

βουβός,

καὶ δὲν ἔβλεπε

τὸν θάνατό σου,

οὔτε ἄκουγε τὶς θεῖες λειτουργίες τῆς περιφρόνησης,

ἀλλά, περπατάει,

περπατάει καὶ ρωτάει,

περπατάει καὶ βλέπει ἂν ὑπάρχει κανεὶς

ποὺ τ᾽ ὄνομά σου δὲν ξέρει.

 

Ὅλοι τὸ ἤξεραν,

στὶς φυλακές,

ἐνῶ οἱ δεσμοφύλακες

γευμάτιζαν μὲ τὸν Κόσιο

τὸ ὄνομά σου τὸ ἤξεραν ὅλοι,

ἁπαξάπαντες.

Ἦταν μιὰ λάμψη νοτισμένη ἀπὸ τὰ δάκρυα

ἡ φωνή σου, ἀγριόμελο σκέτο.

Ἡ ἐπαναστατική σου

ποίηση

—μὲς στὴ σιωπή, στὰ κελιά,

ἀπὸ τὴ μιὰ φυλακὴ στὴν ἄλλη—

εἶχε εἰπωθεῖ καὶ ξαναειπωθεῖ,

εἶχε ἀποθησαυριστεῖ,

καὶ τώρα

ξεπετιέται τὸ βλαστάρι,

βγαίνει ἡ σπορά σου στὸ φῶς,

τὸ βίαιο στάρι σου

διατυπώνει τὰ «κατηγορῶ» του,

σὲ κάθε δρόμο καὶ δρομάκι

παίρνει ἡ φωνὴ σου

τῶν ἐξεγέρσεων τὴν πορεία.

 

Κανένας, Μικγκέλ, δὲν σ᾽ ἔχει ξεχάσει.

ἐδῶ σ᾽ ἔχουμε ὅλοι

στὴ μέση τοῦ στήθους μας.

 

Γιέ μου, θυμᾶσαι

ὅταν

σὲ δέχτηκα καὶ ἀπόθεσα

τὴ λίθινη φιλία μου στὰ χέρια σου;

Ἔ, λοιπόν, τώρα

νεκρὸς ἐσὺ

ὅλα μοῦ τ᾽ ἀνταποδίδεις.

Μεγάλωσες, μεγάλωσες

κι ἄλλο, εἶσαι,

εἶσαι αἰώνιος,

εἶσαι Ἰσπανία,

εἶσαι ὁ λαός σου,

δὲν μποροῦν πιὰ νὰ σὲ σκοτώσουν.

Ἔχεις προτάξει

τὸ στήθος σου, ἕναν ὁλόκληρο σιτοβολώνα,

ἔχεις ὀρθώσει τὸ κεφάλι σου

γεμάτο ἀστραπὲς ἄλικες —

δὲν εἶσαι πιὰ ἐγκάθειρκτος.

Τώρα

θέλουν νὰ γονατίσουν

σὰν ὄψιμα καλογερόπαιδα

στὴ μνήμη σου,

θέλουν νὰ ραντίσουν μὲ σάλια,

ὦ κομμουνιστὴ ἀντάρτη, τὴν ὄψη σου.

Δὲν μποροῦν.

Καὶ δὲν θὰ τοὺς ἀφήσουμε.

Τώρα

μεῖνε ἁγνός,

μεῖνε σιωπηλός,

ἐξακολούθησε νὰ εἶσαι ἠχηρός,

ἄσε

νὰ προσεύχονται,

ἄσε

νὰ πέφτει τὸ μαῦρο νῆμα

ἀπὸ τὰ σάπια τους τὰ κενοτάφια,

ἀπὸ τὰ μεσαιωνικά τους

τὰ στόματα.

Δὲν ξέρουν τίποτ᾽ ἄλλο.

Καὶ θά ᾽ρθει

ὁ δικός σου ἄνεμος,

τοῦ λαοῦ ὁ ἄνεμος,

ἡ ὄψη

τῆς Δολόρες,

τὸ νικηφόρο βῆμα

τῆς δικῆς μας Ἰσπανίας

ποὺ ποτὲ δὲν πέθανε,

καὶ τότε

τῶν γιδιῶν ἀρχάγγελε,

ὦ πεσμένε ποιμένα,

γιγάντιε ποιητὴ τοῦ λαοῦ σου,

γιέ μου,

τότε θὰ δεῖς

ὅτι ἡ χαρακωμένη σου φάτσα

θὰ βρίσκεται πάνω στὶς σημαῖες,

θὰ ξαναζήσει στὴ νίκη,

θὰ ξαναζήσει ὅταν ξαναζήσει ὁ λαός,

θὰ παρελαύνει μαζί μας, καὶ κανένας

δὲν θὰ μπορεῖ πιὰ νὰ σ᾽ ἁρπάξει

μέσα ἀπὸ τὴν ἀγκαλιὰ τῆς Ἰσπανίας.

 

Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.

 


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου