Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

Ο ΣΤΑΘΜΑΡΧΗΣ




ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ


Ο ΣΤΑΘΜΑΡΧΗΣ

Θόλωνε το βράδυ και το τραίνο είχ’ έμβει
στον ερημικό σταθμό βαρύ κι ατόφιο
λες τό’ χε τυλίξει σ’ αχνά πέπλα η ρέμβη
έτσι ως ξάφνου στάθκε ακίνητο και ψόφιο.

Σήμανε η καμπάνα κι έτριξαν οι θύρες,
ούρλιαξε ’να σφύριγμα και αυτό εκινήθη
πλάι σε μια παράτα αγερώχες φιλύρες
που κώπηλατούσαν –λές στητές– στη λήθη.

Λίγο ακόμα κι όργιο –αρθρωτή γουστέρα–
θάφευγε ως είχ’ έρθει μες σ’ ατμών τολύπη
κι εγώ πάλι μόνος στη θλιμμένη εσπέρα,
Με συντρόφισσά μου, θάμενα, τη λύπη.

………………………………………

Άξαφνα ως γλυστρούσε – σ’ ένα παρεθύρι
ένα χέρι εξαίσιο μούγνεψε και πάει,
μια σειρά άσπρα δόντια, δυό μάτια σαπφείροι
μούστειλαν –και φύγαν– φίλημα στα χάη!

Έμεινα … Η μέρα είχε κιόλας φύγει,
του σταθμού μου, γύρω, η ερημία αλύχτα·
κείνες οι φιλύρες πήγαιναν με ρίγη
Και με βήμα στράτι-ωτικό στη νύχτα…

Ω, έσύ, κυρά χέρι, δόντια, μάτι
όνειρο και τραίνο που την πας τη νιότη,
έδωσα σινιάλο –το κ α θ ή κ ο ν– για τη
διασταύρωσή μας στην αιωνιότη…



Από το βιβλίο: Γιάννης Σκαρίμπας, «Ουλαλούμ – Ευατούληδες – Βοϊδάγγελοι», Κάκτος, Αθήνα 1976, σελ. 53-54.

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΜΑΡΑ ΡΕΝΤΕΓΚΙΕΡΙ




ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η MARA REDEGHIERI

IL GALEONE

Siamo la ciurma anemica
d’una galera infame
su cui ratta la morte
miete per lenta fame.

Mai orizzonti limpidi
schiude la nostra aurora
e sulla tolda squallida
urla la scolta ognora.

I nostri dì si involano
fra fetide carene
siam magri smunti schiavi
stretti in ferro catene.

Sorge sul mar la luna
ruotan le stelle in cielo
ma sulle nostre luci
steso è un funereo velo.

Torme di schiavi adusti
chini a gemer sul remo
spezziam queste catene
o chini a remar morremo!

Cos’è gementi schiavi
questo remar remare?
Meglio morir tra i flutti
sul biancheggiar del mare.

Remiam finché la nave
si schianti sui frangenti
alte le rossonere
fra il sibilar dei venti!

E sia pietosa coltrice
l’onda spumosa e ria
ma sorga un dì sui martiri
il sol dell’anarchia.

Su schiavi all’armi all’armi!
L’onda gorgoglia e sale
tuoni baleni e fulmini
sul galeon fatale.

Su schiavi all’armi all’armi!
Pugnam col braccio forte!
Giuriam giuriam giustizia!
O libertà o morte!

Giuriam giuriam giustizia!
O libertà o morte!

ΛΟΡΚΑ: ΑΠΟ ΕΡΩΤΑ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ ΤΑ ΚΛΑΡΙΑ



Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΟΥΛΟΠΟΥΛΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΛΕΥΤΕΡΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ ΚΑΙ ΓΙΑΝΝΗ ΓΛΕΖΟ: ΑΠΟ ΕΡΩΤΑ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ ΤΑ ΚΛΑΡΙΑ

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΖΑΝ ΜΟΡΩ




Ανάρτησή μου στο γιουτιούμπ

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η JEANNE MOREAU


LE TOURBILLON

Elle avait des bagues à chaque doigt,
Des tas de bracelets autour des poignets,
Et puis elle chantait avec une voix
Qui, sitôt, m'enjôla.

Elle avait des yeux, des yeux d'opale,
Qui me fascinaient, qui me fascinaient.
Y avait l'ovale de son visage
De femme fatale qui m'fut fatale
De femme fatale qui m'fut fatale

On s'est connu, on s'est reconnu,
On s'est perdu de vue, on s'est r'perdu d'vue
On s'est retrouvé, on s'est réchauffé,
Puis on s'est séparé.

Chacun pour soi est reparti.
Dans l'tourbillon de la vie
Je l'ai revue un soir, aïe, aïe, aïe,
Ça fait déjà un fameux bail
Ça fait déjà un fameux bail

Au son des banjos je l'ai reconnue.
Ce curieux sourire qui m'avait tant plu.
Sa voix si fatale, son beau visage pâle
M'émurent plus que jamais.

Je me suis soûlé en l'écoutant.
L'alcool fait oublier le temps.
Je me suis réveillé en sentant
Des baisers sur mon front brûlant
Des baisers sur mon front brûlant

On s'est connu, on s'est reconnu.
On s'est perdu de vue, on s'est r'perdu de vue
On s'est retrouvé, on s'est séparé.
Dans le tourbillon de la vie.

On a continué à toumer
Tous les deux enlacés
Tous les deux enlacés.
Puis on s'est réchauffé.

Chacun pour soi est reparti.
Dans l'tourbillon de la vie.
Je l'ai revue un soir ah ! là là
Elle est retombée dans mes bras.

Quand on s'est connu,
Quand on s'est reconnu,
Pourquoi s’perdre de vue,
Se reperdre de vue ?

Quand on s'est retrouvé,
Quand on s'est réchauffé,
Pourquoi se séparer ?

Et tous deux on est reparti
Dans le tourbillon de la vie
On a continué à tourner
Tous les deux enlacés
Tous les deux enlacés.

ΑΛΝΤΑ ΜΕΡΙΝΙ






ALDA MERINI


FAME DI TENEREZZA

Abbiamo fame di tenerezza,
in un mondo dove tutto abbonda
siamo poveri di questo sentimento
che è come una carezza
per il nostro cuore
abbiamo bisogno di questi piccoli gesti
che ci fanno stare bene,
la tenerezza
è un amore disinteressato e generoso,
che non chiede nient’altro
che essere compreso e apprezzato.

Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

ΣΕ ΚΑΠΟΙΟΝ ΦΙΛΟ ΠΟΙΗΤΗ




BERTOLT BRECHT


ΣΕ ΚΑΠΟΙΟΝ ΦΙΛΟ ΠΟΙΗΤΗ

Από τη χώρα εκείνη που το χώμα της δεν επετράπη
στα πόδια μας να το πατάνε (μα ευτυχώς, παρά τα τόσα,
εμείς ποθούμε να μιλάμε ακόμα στη δική της γλώσσα)
μιλάς εσύ, σαν κάποιος που το μίσος του με την αγάπη
το κάνει μείγμα, διότι ο αντίζηλός του, με κολπάκια και
  εξ εφόδου,
σαν τον καλόν αντεραστή, του έφαγε την ερωμένη:
τη σάρκα των χειλιών θυμάται· τις μασχάλες της (με ρόδου
αρώματα) ποτέ δεν θα ξεχάσει σ’ όση ζωή τού μένει.

Σε διάφορα ποιήματά σου βλέπω στίχους πας και βάζεις
κι είν’ σάμπως πέτρες από γκρεμισμένα σπίτια να στοιβάζεις,
καινούργιους οίκους για να χτίσεις σε ισοπεδωμένους τόπους.
Σ’ το λέω: φοβάμαι παραβλέπεις πως το χέρι σου εκεί τώρα
εικόνες μόνο αγγίζει, και όχι αυτό που είν’ η δική μας χώρα·
το πόδι δεν πατάς στο χώμα, αλλά στων λέξεων τους τρόπους.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΗΔΥΠΑΘΕΙΑ





ΜΙΝΩΣ ΖΩΤΟΣ (1905-1932)


ΗΔΥΠΑΘΕΙΑ

Είναι βαθιά μεσάνυχτα, γλυκιά
σελήνη στα μεσούρανα εκαρφώθη.
Είναι η καρδιά μου, που άφησαν οι πόθοι,
μια γλύκα θηλυκιά.

Είναι βαθιά σιωπή· ο ηδονικός
κάματος αναπαύει πια τα γύρω,
χαϊδευτικά με αγγίζει όλο το μύρο
Κι η ζέστα της σαρκός.

Ψυχή μου, αλήθεια; κι όπως προχωρώ
Δε με βαραίνει φόβος, σκέψη ολίγη;
Ω! ας μη μιλούμε κι έχουμε διαφύγει
τον άγρυπνο φρουρό.

Στην τρυφερότη που έπνευσε, ξανά
κρυφαναθρώσκει ολόβαθα η ορμή μου,
κι απ’ τη θερμότη εθάρρεψε η ψυχή μου
και μέλπει σιγανά:

«Γλυκιά που είν’ όλα εκεί! σε μυστική
συνένωση, να λέμε και να λέμε,
με το χρυσό σου αγκίστρι ψάρεψέ με,
σελήνη ερωτική».

Είναι βαθιά μεσάνυχτα, γλυκιά
η πλάση απ’ την αγάπη αποκαρώθη.
Ζητά η καρδιά, που σίμωσαν οι πόθοι,
Μια ζέστα θηλυκιά.



Από το βιβλίο: «Μίνως Ζώτος, Μια παρουσίαση από τον Τάκη Καρβέλη», Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2000, σελ. 58.


Η ΤΡΕΛΟ-ΤΖΕΝΗ ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΟ





WILLIAM BUTLER YEATS


Η ΤΡΕΛΟ-ΤΖΕΝΗ ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΘΕΟ

ΑΥΤΟΣ, μιας νύχτας εραστής,
Ήρθε όταν του άρεσε
Κι έφυγε με το φως της χαραυγής
Μόνος του ή και μαζί μου·
Πάν κι έρχονται οι άντρες μου:
Όλα απομένουν στο Θεό.

Λάβαρα πνίγουν το ορίζοντα
Κι αρματωμένοι προχωράνε·
Άλογα χρεμετίζουν σιδερόφραχτα
Εκεί που έγινε η μεγάλη μάχη
Στη στενή διάβαση:
Όλα απομένουν στο Θεό.

Μπροστά τους μια οικοδομή
Από τα χρόνια που περνάνε
Ερειπωμένη, ακατοίκητη·
Ξάφνου ανάβουν φώτα
Απ’ την κορφή ώς την πόρτα
Όλα απομένουν στο Θεό.

Είχα τον άγριο Τζακ για εραστή·
Αν και σα δρόμος είναι
Και το πατάνε οι περαστικοί,
Το σώμα δε βαρυγκομάει
Κι ακόμα τραγουδάει:
Όλα απομένουν στο Θεό.




Μετάφραση: Σπύρος Ηλιόπουλος.
Από το βιβλίο: William Butler Yeats, «Μυθολογίες και οράματα», εισαγωγή – μετάφραση – σχόλια Σπύρος Ηλιόπουλος, Πλέθρον, Αθήνα 1983, σελ. 79.

ΧΟΡΕΥΟΥΝ Ο ΓΟΥΣΤΑΒΟ ΝΑΒΕΪΡΑ ΚΑΙ Η ΖΙΖΕΛ ΑΝ




ΧΟΡΕΥΟΥΝ Ο GUSTAVO NAVEIRA ΚΑΙ Η GISELLE ANNE: VIEJO PORTÓN


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΦΑΟΥΣΤΟ ΤΣΙΛΙΑΝΟ




ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο FAUSTO CIGLIANO: MANDULINATA 'A SURRIENTO

ΛΑΪΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ




ΧΑΡΙΤΙΝΗ ΞΥΔΗ


ΛΑΪΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ

Λένε πως έχεις μνήμη μετά τα τέσσερα.
Σε μένα λοιπόν συνέβη το αντίθετο.
Ώς τα τέσσερα είχα ζήσει κιόλας δύο ζωές
και τις θυμόμουν με λεπτομέρειες.
Μία ενιαύσια σε καζίνο της Αλεξάνδρειας
η άλλη σε φυλακή της Κωνσταντινούπολης.
Μετά τίποτα. Τα ξέχασα όλα.
Σπάω τα δάχτυλά μου κάθε μέρα να θυμηθώ.
Κάθε μέρα.
Καλά τα πηγαίνω με τα δάχτυλα όπως σχεδιάζουν
στο χαρτί τα καλοκαίρια. Ή μόνο αυτά ορέγονται...
Κάποιος ονόματι Πνεύμα
μού φύτεψε βδέλλες στο δέρμα
τίποτα δεν βγήκε με τόσο αίμα.
Όσο προχωράει η λήθη γίνεται πιο πολύ
παλιρροϊκό κύμα. Όχι.
Πιο πολύ σκυλί. Μου δαγκώνει τις γύμνιες.
Οι βίοι των ωραίων αντρών αλείψανε
τον κρόκο στο στήθος των γυναικών.
Τσακίζοντας τα χέρια σου ώς τους ώμους
πολλά πράγματα δεν μπορείς να κάνεις.
Ίσως μόνο να μετανιώσεις για
κατασκευασμένες εποποιίες.
Ευτυχώς σε αφήνουν με μάτια
κι έτσι παρακολουθείς το φιλμ της μνήμης σου σε λαϊκό κινηματογράφο.


Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013

ΑΝΤΑΠΟΔΟΣΗ



ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ


ΑΝΤΑΠΟΔΟΣΗ

Πάλεψε με τις λέξεις, με το χρόνο, με τα πράγματα.
  Έδωσε θέση
στην πεταλούδα, στο χαλίκι, στ’ αλογάκι της Παναγίας,
στους ολονύκτιους στεναγμούς των άστρων, στη
  δροσοστάλα
που πέφτει απ’ το ροδόφυλλο, στ’ άρρωστο αηδόνι,
  στις μεγάλες σημαίες,
στο γαλάζιο, στο κόκκινο, στο κίτρινο. Πλούτισε τον
  κόσμο
με μόχθο κι εγκαρτέρηση. Σκαλί σκαλί
ανέβηκε την πέτρινη τεράστια σκάλα. Τώρα, εκεί
  πάνω,
άλλα παράσημα δεν έχει παρά τα βέλη στα γυμνά
  πλευρά του.



Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Ανταποκρίσεις», Κέδρος, Αθήνα 1987, σελ. 35.


ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ, ΣΤΟ ΠΑΣΑΛΙΜΑΝΙ




ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΑΤΖΗΣ


ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ, ΣΤΟ ΠΑΣΑΛΙΜΑΝΙ

Στον Πειραιά, στο Πασαλιμάνι
τα παιδιά μοιράζουνε ματιές μες στο σεργιάνι.
Στον Πειραιά, στο Πασαλιμάνι
παίζουν με τα όνειρα πριν βάλουνε στεφάνι.

Θέλει αέρα το πουλί,
θέλει αγάπη το παιδί
μες στους πολλούς να βρει λιμάνι.

Στον Πειραιά, στο Πασαλιμάνι
Κυριακή απόγευμα, γιορτή μες στο λιμάνι.



Στίχοι και μουσική: Γιώργος Ποταμιάνος.

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ ΜΠΑΧ!


JOHANN SEBASTIAN BACH: SONATA FOR FLUTE AND KEYBORD IN B MINOR, BWV 1030

Παίζουν οι Musica ad Rhenum:
Jed Wentz, traverso
Job ter Haar, cello
Michael Borgstede, klavecimbel

ΟΡΙΣΜΟΣ




ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΒΕΛΛΙΟΣ (1924-2007)


ΟΡΙΣΜΟΣ

Είναι ποίημα:
το ένθεο πουλί
του πνεύματος
που μέσα
στον απόλυτον
ουρανό πέτεται
της φαντασίας,
όλβιες φορές·
λαλώντας
τον αιθέριον,
εναρμόνιο Λόγο.



Από το βιβλίο: Αθανάσιος Αβέλλιος, «Έπαθλα και χάριτες», 1985, σελ. 37.

ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ ΟΙ ΒΕΛΒΕΤ ΑΝΤΕΡΓΚΡΑΟΥΝΤ



ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ ΟΙ VELVET UNDERGROUND: SUNDAY MORNING

ΣΤΟ ΑΠΑΤΟΝ




HANS ARP


ΣΤΟ ΑΠΑΤΟΝ

Το κεφάλι κάτω
τα πόδια επάνω
γκρεμίζεται στο άπατον
απ’ όπου ήρθε.

Δεν έχει πια τιμή το σώμα
δεν έχει τύψεις ούτε στύψεις
δεν ανταποδίδει χαιρετισμούς
και δεν βασίζεται στον εαυτόν του
αν δεν τον παρακαλέσουν

Το κεφάλι κάτω
τα πόδια επάνω
γκρεμίζεται στο άπατον
απ’ όπου ήρθε.

σαν ένα τριχωτό κλειδί
σαν τετράποδον καρεκλοθηλαστικόν
σαν βουβός ηχοκορμός
μισογεμάτος μισοάδειος

Το κεφάλι κάτω
τα πόδια επάνω
γκρεμίζεται στο άπατον
απ’ όπου ήρθε



Μετάφραση: Δημήτριος Βέσκος.
Από το βιβλίο: Δημήτριος Βέσκος, «Ποιητική Ανθολογία Dada», Εκδώσεις Δωδώνη, Αθήνα 1983, σελ. 32.


Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

ΠΟΙΑ ΧΕΡΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑΝΕ






ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΔΡΙΒΑΣ


[ΠΟΙΑ ΧΕΡΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑΝΕ]

Ποιά χέρια τραγουδάνε
τα χέρια της ερωμένης
όταν η αφή μεθύσει
με την αφή αγαπημένης
ξένης σάρκας.
Ποθολυμένο σκίρτησε το γλυπτικό της σώμα.
Σκόρπισε
τη δροσιά της σελήνης
τη φλόγα του τριαντάφυλλου
το τρεμούλιασμα του κεριού
τον ανασασμό
ερωτεμένης ανοιξιάτικης νύκτας.



Από το βιβλίο:  Αναστάσιος Δρίβας, «Μια δέσμη αχτίδες στο νερό», Πρόσπερος, Αθήνα 1978, σελ. 17.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΜΠΕΝΙΑΜΙΝΟ ΤΖΙΛΙ




ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο BENIAMINO GIGLI

VOCE 'E NOTTE

Si 'sta voce te scéta 'inta nuttata,
mentre t'astrigne 'o sposo tujo vicino...
Statte scetata, si vuó' stá scetata,
ma fa' vedé ca duorme a suonno chino...
Nun ghí vicino ê llastre pe' fá 'a spia,
pecché nun puó sbagliá 'sta voce è 'a mia...
E' 'a stessa voce 'e quanno tutt'e duje,
scurnuse, nce parlávamo cu 'o "vvuje".
Si 'sta voce te canta dinto core
chello ca nun te cerco e nun te dico;
tutto turmiento 'e nu luntano ammore,
tutto ll'ammore 'e nu turmiento antico...
Si te vène na smania 'e vulé bene,
na smania 'e vase córrere pe vvéne,
nu fuoco che t'abbrucia comm'a che,
vásate a chillo...che te 'mporta 'e me?
Si 'sta voce, che chiagne 'inta nuttata,
te sceta 'o sposo, nun avé paura...
Vide ch'è senza nomme 'a serenata,
dille ca dorme e che se rassicura...
Dille accussí: "Chi canta 'int'a 'sta via
o sarrá pazzo o more 'e gelusia!
Starrá chiagnenno quacche 'nfamitá...
Canta isso sulo...Ma che canta a fá?!..."

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΝΗΛ ΓΙΑΝΓΚ



ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο NEIL YOUNG: ROCKIN' IN THE FREE WORLD

ΟΝΕΙΡΟΙ





ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ


ΟΝΕΙΡΟΙ

Τρέμισμα πεταλούδας πάνω σε χείλη αυχμηρά
βελούδινη τρικυμία που κυμίζει ναυάγια
τρυφερός αέρας μιας νύχτας όπου η σελήνη καίει
ρίγος από δέρμα σπάνιο κι από μαλλιά σαν φτέρωμα
  ενός εβένινου κύκνου
μάτια θλιμμένα κοιτάζοντας το χορό
που τελώνια στήνουν
γύρω από την τρελήΟφηλία.



Από το βιβλίο: Στρατής Πασχάλης, «Στίχοι ενός άλλου» (Ποιήματα 1977-202), Μεταίχμιο, Αθήνα 2002, σελ. 151.

ΠΑΙΖΕΙ Η ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΤΟΥ ΠΕΔΡΟ ΜΑΦΦΙΑ




PEDRO MAFFIA: MAS VALE SOLO

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

ΕΙΜΑΙ Η ΓΗ




IVAN GOLL (1891-1950)


[ΕΙΜΑΙ Η ΓΗ]

Είμαι η γη
Που οργώνεις
Να σπείρεις το ρύζι και τη χαρά

Κάτω απ’ τ’ αναγάλλιασμα των ποδιών σου
Τα λιβάδια μου χορεύουν

Ο ήλιος κυλάει απ’ το κεφάλι σου
Μα όταν απλώνεις τη σκιά
Παγώνω σα μια πεθαμένη

Μια μέρα σκάφτοντάς με
Θα βρεις τον τάφο σου



Μετάφραση: Ε. Χ. Γονατάς.
Από το βιβλίο: Ivan Goll, «Μαλαισιακά τραγούδια», μεταφραστικό δοκίμιο Ε. Χ. Γονατάς, Κείμενα, Αθήνα 1979, σελ. 24.

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΣΟΥΣΥ ΛΕΪΒΑ




ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η SUSY LEIVA

ALMA DE BANDONEÓN

Yo me burlé de vos
porque no te entendí
ni comprendí tu dolor.
Tuve la sensación
de que tu canto cruel
lo habías robao, bandoneón...
Recién comprendo bien
la desesperación
que te revuelve al gemir
¡Sos una oruga que quiso
ser mariposa antes de morir!

Fue tu voz,
bandoneón,
la que me confió
el dolor
del fracaso
que hay en tu gemir;
voz que es fondo
de la vida oscura
y sin perdón,
del que soñó volar
y arrastra su ilusión
llorándola...

Igual que vos soñé...
Igual que vos viví
sin alcanzar mi ambición.
Alma de bandoneón
-alma que arrastro en mí-
voz de desdicha y de amor,
te buscaré al morir,
te llamaré en mi adiós,
para pedirte perdón,
y al apretarte en mis brazos,
darte en pedazos
mi corazón.


Στίχοι:: Enrique Santos Discepolo / Luis César Amadori.
Μουσική: Enrique Santos Discepolo.
Τάνγκο του 1935.



ΤΖΑΚΟΜΟ ΛΕΟΠΑΡΝΤΙ!




GIACOMO LEOPARDI


IL PRIMO AMORE

Tornami a mente il dì che la battaglia
D'amor sentii la prima volta, e dissi:
Oimè, se quest'è amor, com'ei travaglia!

Che gli occhi al suol tuttora intenti e fissi,
Io mirava colei ch'a questo core
Primiera il varco ed innocente aprissi.

Ahi come mal mi governasti, amore!
Perché seco dovea sì dolce affetto
Recar tanto desio, tanto dolore?

E non sereno, e non intero e schietto,
Anzi pien di travaglio e di lamento
Al cor mi discendea tanto diletto?

Dimmi, tenero core, or che spavento,
Che angoscia era la tua fra quel pensiero
Presso al qual t'era noia ogni contento?

Quel pensier che nel dì, che lusinghiero
Ti si offeriva nella notte, quando
Tutto queto parea nell'emisfero:

Tu inquieto, e felice e miserando,
M'affaticavi in su le piume il fianco,
Ad ogni or fortemente palpitando.

E dove io tristo ed affannato e stanco
Gli occhi al sonno chiudea, come per febre
Rotto e deliro il sonno venia manco.

Oh come viva in mezzo alle tenebre
Sorgea la dolce imago, e gli occhi chiusi
La contemplavan sotto alle palpebre!

Oh come soavissimi diffusi
Moti per l'ossa mi serpeano, oh come
Mille nell'alma instabili, confusi

Pensieri si volgean! qual tra le chiome
D'antica selva zefiro scorrendo,
Un lungo, incerto mormorar ne prome.

E mentre io taccio, e mentre io non contendo,
Che dicevi, o mio cor, che si partia
Quella per che penando ivi e battendo?

Il cuocer non più tosto io mi sentia
Della vampa d'amor, che il venticello
Che l'aleggiava, volossene via.

Senza sonno io giacea sul dì novello,
E i destrier che dovean farmi deserto,
Battean la zampa sotto al patrio ostello.

Ed io timido e cheto ed inesperto,
Ver lo balcone al buio protendea
L'orecchio avido e l'occhio indarno aperto,

La voce ad ascoltar, se ne dovea
Di quelle labbra uscir, ch'ultima fosse;
La voce, ch'altro il cielo, ahi, mi togliea.

Quante volte plebea voce percosse
Il dubitoso orecchio, e un gel mi prese,
E il core in forse a palpitar si mosse!

E poi che finalmente mi discese
La cara voce al core, e de' cavai
E delle rote il romorio s'intese;

Orbo rimaso allor, mi rannicchiai
Palpitando nel letto e, chiusi gli occhi,
Strinsi il cor con la mano, e sospirai.

Poscia traendo i tremuli ginocchi
Stupidamente per la muta stanza,
Ch'altro sarà, dicea, che il cor mi tocchi?

Amarissima allor la ricordanza
Locommisi nel petto, e mi serrava
Ad ogni voce il core, a ogni sembianza.

E lunga doglia il sen mi ricercava,
Com'è quando a distesa Olimpo piove
Malinconicamente e i campi lava.

Ned io ti conoscea, garzon di nove
E nove Soli, in questo a pianger nato
Quando facevi, amor, le prime prove.

Quando in ispregio ogni piacer, né grato
M'era degli astri il riso, o dell'aurora
Queta il silenzio, o il verdeggiar del prato.

Anche di gloria amor taceami allora
Nel petto, cui scaldar tanto solea,
Che di beltade amor vi fea dimora.

Né gli occhi ai noti studi io rivolgea,
E quelli m'apparian vani per cui
Vano ogni altro desir creduto avea.

Deh come mai da me sì vario fui,
E tanto amor mi tolse un altro amore?
Deh quanto, in verità, vani siam nui!

Solo il mio cor piaceami, e col mio core
In un perenne ragionar sepolto,
Alla guardia seder del mio dolore.

E l'occhio a terra chino o in sé raccolto,
Di riscontrarsi fuggitivo e vago
Né in leggiadro soffria né in turpe volto:

Che la illibata, la candida imago
Turbare egli temea pinta nel seno,
Come all'aure si turba onda di lago.

E quel di non aver goduto appieno
Pentimento, che l'anima ci grava,
E il piacer che passò cangia in veleno,

Per li fuggiti dì mi stimolava
Tuttora il sen: che la vergogna il duro
Suo morso in questo cor già non oprava.

Al cielo, a voi, gentili anime, io giuro
Che voglia non m'entrò bassa nel petto,
Ch'arsi di foco intaminato e puro.

Vive quel foco ancor, vive l'affetto,
Spira nel pensier mio la bella imago,
Da cui, se non celeste, altro diletto

Giammai non ebbi, e sol di lei m'appago.


ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΜΙΡΑΝΤΑ ΜΑΡΤΙΝΟ




ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η MIRANDA MARTINO: IL MIO VALZER

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

ΑΝΑΔΡΟΜΗ



ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ


ΑΝΑΔΡΟΜΗ

Σαπουνόνερα, λάσπη, αγριόχορτα,
σημαδεμένοι τοίχοι –
πόσοι εκτελεσμένοι.
Τα κουμπιά απ’ τα σακάκια τους,
απ’ τα πουκάμισά τους,
μαζεμένα
σ’ ένα κουτί σιδερένιο,
κουδουνίζουν τις νύχτες.
Ράβω, ξεράβω στίχους
να τους κουμπώσω ώς το λαιμό
μη μου κρυώσουν,
μη και μου ξεχαστούνε,
μην ξεχαστώ μαζί κι εγώ.

               Αθήνα, 15.ΙΙΙ.85


Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Υπερώον», Κέδρος, Αθήνα 2013, σελ. 54.