Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2018

ΝΤΟΝΑ ΕΣΤΡΕΛΙΤΑ ΜΟΝΤΕΖ


JUAN RAMÓN JIMÉNEZ


ΝΤΟΝΑ ΕΣΤΡΕΛΙΤΑ ΜΟΝΤΕΖ

Πέφτει η βροχή μονότονη στους κήπους και ματώνει
Με φύλλα κίτρινα κι ωχρά τους πάγκους. Τώρα μια
Ανάσα ο αγέρας έφερε από σάπια γιασεμιά·
Ένα κοτσύφι το λευκό ουρανό κυττάει που λυώνει.

Σε τούτην την πανάρχαιη νοσταλγία που με κυκλώνει
Έρπει ένα φάντασμα παλιό μέσα στην ερημιά
Κάποιας γυναίκας με ηλιανθούς ντυμένη, όπως καμμιά
Με γυμνό στήθος και γυμνά τα χέρια που μου απλώνει.

Τα δυό μεγάλα μάτια της παράξενα πνιγμένα
Το έλεός μου εκλιπαρούν βαθειά και σιωπηλά.
Δεν ξέρω ποια είναι αυτή η φωνή που φτάνει αργά ώς εμένα.

Οι πολυέλειοι χρύσιζαν σ’ ένα έκθαμβο παιχνίδι
–Κάποιος χορός δινότανε στου Μίγκουελ Νταλκαλά–
Το πρόσωπό της που έκρυβε πίσω απ’ τ’ αρχαίο ριπίδι.



Μετάφραση: Γιάννης Β. Ιωαννίδης.
Δημοσιεύθηκε στο αθηναϊκό περιοδικό «Ποιητική Τέχνη», τ. Ι, τχ. 10, έτος Β΄ (1.7.1948), σελ. 208.


ΤΡΕΙΣ ΣΠΟΝΔΕΣ




ΑΛΕΞΗΣ ΝΕΒΑΣ


ΤΡΕΙΣ ΣΠΟΝΔΕΣ

ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΛΕΝΙΝ

Ακόμα ηχεί στις στέπες η φωνή σου
κι αναρριγούν φρουμάζοντας οι Σλάβοι,
και στην τρανή, λυτρωτική κραυγή σου
προστρέχουν απελεύθεροι και σκλάβοι.

Σβησμένη πια η ζωή σου, μα η μορφή σου
ανέσπερη θα ζεί και θε ν’ αστράβει
κ’ η πύρινη κι ατέρμονη πνοή σου
τη φλόγα του ιερού μένους μας θ’ ανάβει.

Στη μνήμη σου ακριβέ, –ιερό το τάμα–
που ευλαβικό αναρρίπισμα ριγώνει
τα μέλη μας, δε σμίγουνε το κλάμα.

Φρουροί στο Ρήμα ώς τη στερνήν ικμάδα,
που η ολοκλήρωσή του όλο σιμώνει,
την πίστη μας σού καίμε άσβεστη δάδα.


**********************


ΣΤΟΝ ΜΑΡΚΟ ΦΡΙΝΤΜΑΝ

    (που απαγχονίστηκε από τα
    τσαγκωφικά κτήνη στις 27/5/25)

Την ώρα που η φωνή σου μάς καλούσε
στην πάλη τη σκληρή, τη ματωμένη,
κ’ υπέρτατο τραγούδι μάς σκορπούσε·
την ώρα, που η ψυχή σου σπαρταρούσε
στην άνομη κρεμάλα ανεβασμένη
κι ανένοιαγη τον κόλαφο αψηφούσε
περήφανη, στον πόνο θεριεμμένη·
την ώρα τη φριχτή και τη μεγάλη
πικρά κρατάει η μνήμη μας, και υφαίνει
μιάν ώρα –κάποια αυγή πορφυρωμένη,
που σαν κι αυτήνα δε θε νά ’ναι κι άλλες–
φερμένη από τη βόρεια ανεμοζάλη,
των δήμιων σου να στήνει τις κρεμάλες.



**********************


ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΟΥΛΑ ΤΩΝ ΤΡΙΚΚΑΛΩΝ


    (που δολοφονήθηκε από τις
    αστικές ορδές στις 2/2/25)

Παιδούλα στη μορφή, μα τρισμεγάλη
σε ανάδειξεν η πύρινη ψυχή σου.
Στις πρώτες μέσα η πρώτη, κι ως ελάλει
το στόμα σου τον Ύμνο, ανάντροι εχθροί σου
σου πήραν της ζωής τ’ αγνά τα κάλλη.
Κι ως τρέξανε σιμά σου οι σύντροφοί σου
στων άνομων τον δόλο, μες στην πάλη
πεντέξη ταξιδέψανε μαζί σου…
Παιδούλα στη μορφή, μ’ αδράτο θρέμμα
των σκλάβων σου γονιών, σαν τόσων άλλων,
δεν κλαίμε μπρος στην άδικη θανή σου.
Του αλύτρωτου τού ανθρώπου εσύ το πνέμα
το φάσμα θα γενείς των αντιπάλων,
σαν ανδρωμένη ηχήσει πια η φωνή σου.



Δημοσιεύθηκαν και τα τρία ποιήματα μαζί στο αθηναϊκό περιοδικό «ΝΕΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ», Δεκέμβρης 1928, αρ. 12, σελ. 28.

ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ ΞΑΠΛΩΜΕΝΗ





GIOVANNI BOCCACCIO


ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ ΞΑΠΛΩΜΕΝΗ

Στην άμμο ξαπλωμένη, μελετάει,
Γλυκό ονειροπόλημα, μ’ ελπίδα.
Κι έτσι γυμνή μου φαίνεται σα Λήδα
Που το κορμί της κύκνο καρτεράει.

Τον κύκνο με τα’ απόκοσμο κεφάλι,
Με τον ερωτικό λευκό λαιμό του…
Για να χαϊδέψει τ’ απαλό φτερό του,
Τα ονειρεμένα τ’ άνθινά της κάλλη.

Τον πόθο σου μαντεύω στα στηθάκια
Τα ολόρθα που τον ουρανό κοιτάζουν,
Στα μάτια που μισόκλειστα ρεμβάζουν,
Στα κόκκινα τρεμάμενα χειλάκια.

Το ξέρω πως δεν είμαι Ζευς, μα πάλι,
Είν’ η ματιά σου τόσον ερωτιάρα!
Αχ, ας μπορούσε η τόση μου λαχτάρα
Σε κύκνο άσπρο να με μεταβάλει.

Να ρθω σιγά-σιγά με τα φιλιά μου
Χωρίς να ξαφνιστείς στη συλλογή σου,
Να πάρω το κρινένιο το κορμί σου
Απ’ του όνειρου την αγκαλιά στην αγκαλιά μου.



Μετάφραση: Σ. Δρ.
Από το βιβλίο: Ρίτα Μπούμη & Νίκος Παππάς, «Παγκόσμια ποιητική ανθολογία», Ε΄ τόμος,  Εκδόσεις Διόσκουροι, Αθήνα 1975, σ. 481.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ




PAUL VALÉRΥ


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

Μια εσπέρα από απαράμιλλα ευνοημένη περιστέρια
αργά η παρθένα στο ηλιοφώς χτενίζει τα μαλλιά της.
Στα νούφαρα ένα από τ’ ακραία δάκτυλα του ποδιού της
προσφέρει, και τα χέρια της τ’ αβρά για να ζεστάνει,
στον ήλιο βρέχει κάποτε τα διαφανή τους ρόδα.
Αν, άλλοτε, το δέρμα της ριγεί από μιαν αθώα
βροχήν, είναι ο ασυλλόγιστος μιας σύριγγας ο λόγος,
αυλός, απ’ όπου ο ένοχος με δόντια όλο από σπάνια
πετράδια, βγάζει μια φτωχή πνοή από σκιά και ρέμβη
με το κρυφό φιλί που κάτω απ’ τ’ άνθη διακυβεύει.

Μια αδιάφορη σ’ αυτά τ’ αβρά παιχνίδια των δακρύων,
ούτε με ουδένα ρόδινο λόγο αποθεουμένη,
παίζοντας φωτοστέφανον η καλλονή στον ήλιο,
στα εξαίσια μάτια καθρεφτίζει, έκθαμβα απ’ το χρυσάφι
λυτής μιας κόμης όπου φεύγει ακόμη εκεί το μύρο,
το φως που μες στα διάφανα τα δάκτυλά της είδε!
… Στους νοτισμένους ώμους της ένα πεθαίνει φύλλο.
Μια στάλα μέσα στο νερό απ’ τον αυλό σταλάζει
και το λαμπρό πόδι της φρίσσει όπως ένα ωραίο
πουλί που εμέθυσε από σκιά…



Μετάφραση: Καίσαρ Εμμανουήλ.
Από το βιβλίο: Καίσαρ Εμμανουήλ, «Μεταφράσεις», Πρόσπερος, Αθήνα 1981, σ. 36.


Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2018

Ο ΟΡΦΕΑΣ




PAUL VALÉRY


Ο ΟΡΦΕΑΣ

Μες τις μυρτιές στοχάζομαι τον Ορφέα θαμαστό!
Το φως από τις καθαρές κοιλάδες ξεκινάει.
Αλλάσσει ο λόφος ο γυμνός σε τρόπαιο σεπτό
όπου το έργο ενός θεού αντίλαλο σκορπάει.

Στο θείο τραγούδι ακράτητη ξεσπάει όλη η πλάση.
Κυττάει ο ήλιος τρομερά τα βράχια να κυλάνε.
Ένα βαρύ παράπονο έρχεται να σκεπάσει
τους χρυσούς τοίχους του Ιερού καθώς λαμποκοπάνε.

Ο Ορφέας, απ’ τα κράσπεδα το ουράνια τραγουδάει!
Κυλάει ο βράχος, σκουντουφλά, και νοιώθει να κινάει,
κ’ η κάθε πέτρα ολόγυρα νεράιδα είναι τρελλή.

Ενός ναού μισόγυμνου ζώνει το βράδυ-βράδυ
τ’ αψήλωμα, κ’ ένα ο Ναός με το χρυσό μαγνάδι
στου ξακουστού τραγουδιστή την άπειρη ψυχή!



Μετάφραση: Νίκος Στρατάκης.
Από το βιβλίο: «Οι ποιηταί της Γαλλίας», εισαγωγή – μετάφραση Νίκος Στρατάκης, πρόλογος Ζαν Σαβάν, Αθήναι 1949 (πρώτη έκδοση 1931), σελ. 258.