ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ
ΣΟΛΩΜΟΣ
ΤΟ
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΛΟΙΑΡΙΟ
Απ’
τα μικρά πλοιάρια, οπού ’ταν καθισμένη
η
νίκη, βγαίναν οι ανδρειωμένοι μας, κι εβρόντουν
στο
στέριο χώμα τ’ άρματα, στο χώμα εκείνο
που
ολίγο πιο μπροστά συθέμελά του εσειότουν.
Στα
«χαίρε» που άκουγαν εκεί, οι φωνές εκάναν
σα
θάλασσα μες στη μπουράσκα, άμα ξάφνου
η
γης κι ο κουρνιαχτός υψώθηκαν κι εγίναν
σαν
Όλυμπος χαράς· μες στες κραυγές, στο κλάμα
στα
θεϊκά κεφάλια των ηρώων τότε
απλώνουνταν
τα χέρια, λόγια να τονίσουν
σαν
από πένες ποιητών, γιατί ο καθείς τους
ενόει
την ψυχή του με ψυχές γιομάτη.
Παιδάκια
και σεμνές κυράδες ελληνίδες
που
οχ τα μάτια εκρύβουνταν κι από τον ήλιο,
στα
παρεθύρια εβγήκανε κι επέτααν άνθη
με
χέρια οπού σαν της Αυγής θε νά ’ταν χέρια.
Τη
νίκη, Ποιητή, έτσι την εστεφανώναν
παλιά·
μα τώρα εσύ έλα και με το τραγούδι
σε
μι’ άλλη νίκη πλέξ’ εδώ στεφάνι άλλο.
Μεγάλη
κι όμορφη είναι, Αοιδέ, η ψυχή του ανθρώπου.
Σ’ ανέφελου ουρανού αποκάτω το αίθριο γέλιο
για
να συναντηθούν κοντοσταθήκαν ένα
σκαρί
βρετανικό κι ελληνική μια πλώρη.
«Πού
πάς;» ρωτάει το πάνοπλο άρμενο, το ξένο·
«Απ’
τό ’να πέλαγο τραβώ γραμμή για τ’ άλλο»,
του
είπε το ξαρμάτωτο δικό μας πλοίο.
«Σταμάτα
κι ακολούθα με όπου εγώ σε πάω,
εσύ
που απ’ τό ’να πέλαγο τραβάς για τ’ άλλο».
Μονάχα
μια στιγμή ήταν, μόνο μια στιγμούλα
κι
ευθύς γης, θάλασσα και ουράνια πια δεν ήσαν,
αλλ’
ούτε και Θεός, μα η Λευτεριά μονάχα
στα
στήθη μέσα εκείνα ολόκορμη εστήθη
και
μ’ ένα πλήθος λογισμούς παντοδυνάμους
’κεί
μέσα εστοχαζότουν μ’ αναγάλλια τόση,
που
θά ’λεγες πως λούζετ’ ο ήλιος στα πελάγη.
Και
κίνηση άλλη δεν εγίνη – πάρεξ μία.
Σε
λίγο, τότε, ομόθυμοι όλοι εμαζωχτήκαν,
αμίλητοι
όλοι και προσηλωμένοι όλοι
–με
μάτια π’ άστραφταν– στην ορθωμένη δάδα
και
στην πλατιά τη θάλασσα που θε να χάψει
νεκρά
κορμιά που ορκίστηκαν τιμή στην πίστη.
Και
ιδού, κοντά είναι στο μπαρούτι τώρα η σπίθα,
μα
ο Εγγλέζος τρέχει και με μια κραυγή τη σβήνει.
Αν
τώρα βγεις και την ευγένεια εκείνου ψάλεις,
που
δεν ετρόμαξ’ η καρδιά του, ή την ευγένεια
του
Άγγλου, που την καρδιά του στην ωραία ορμή της
ωθεί
κι εχάρη για τη θεϊκή της πράξη,
θε
να υψωθεί λαλιά καλή να τραγουδήσει:
Αιώνιας
χώρας χαίρε, ω, το τρανό της τέκνο!
’Κεί
πάντα μέγα εστάθη το άσμα, μέγα το έργο,
και
στην καλή και στην ανάποδή της τύχη,
στην
πέτρα τη καλή και στο ξερό χορτάρι,
που
επήγα βάρβαρος και βάρβαρος δεν είμαι
(1851)
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου