PETER HUCHEL
ΕΞΟΡΙΑ
Τα
βράδια οι φίλοι ζυγώνουν
στους
ίσκιους των λόφων.
Αργά-αργά
διαβαίνουν το κατώφλι,
συσκοτίζουν
το αλάτι,
το
ψωμί συσκοτίζουν,
και
συνομιλούν με τη σιωπή μου.
Έξω
στα σφεντάμια
σαλεύει
ο άνεμος:
η
αδελφή μου –σε μια λούμπα
το
βροχόνερο με ασβέστη–
αιχμάλωτη
κοιτάζει
κατά πού πάνε τα σύννεφα.
Τράβα,
με τον άνεμο τράβα,
λένε
οι ίσκιοι.
Το
καλοκαίρι θ’ αποθέσει στην καρδιά σου
σιδερένιο
δρεπάνι. Μη σταματάς,
συνέχισε,
προτού ανάψει στου σφενταμιού
το
φύλλο το στίγμα τού φθινόπωρου.
Μείνε
πιστός, λέει η πέτρα.
Το
πρωινό λυκόφως
αίρεται,
όπου ζει το φως
σε
φύλλα μέσα και αντιστρόφως
και
όπου περνάει η όψη
μέσα σε μια φλόγα και χάνεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου