EDGAR
ALLAN POE
TO
KORAKI
Κάποτε ένα
θλιμμένο μεσονύχτι,
καθώς,
αδύνατος και κουρασμένος,
σ’ ένα σοφό
βιβλίο ήμουνα σκυμένος,
απ’ όλους
τώρα χρόνια ξεχασμένο,
καθώς, βαρύ
απ’ τον ύπνο, το κεφάλι
ελίκνιζα,
άκουσα άξαφνα ένα κτύπο,
σαν κάποιος
να χτυπoύσε, να χτυπούσε,
την πόρτα,
σιγανά, της κάμαράς μου.
«Κανένας
επισκέπτης, δίχως άλλο,
θά ’ναι
αυτός που χτυπά την πόρτα μου» είπα.
Αυτό, μονάχα
αυτό, και τίποτ’ άλλο.
Ω, ναι,
θυμούμαι – ο νους δε με γελάει·
ήταν μια
κρύα νυχτιά του Δεκεμβρίου,
κι ένα-ένα
τα σκυλιά ψυχομαχώντας,
στο πάτωμα
τον ίσκιο τους απλώναν.
Πρόσμενα με
λαχτάρα να χαράξει·
μάταια από
τα βιβλία μου ζητούσε
παρηγοριά η
περίλυπη καρδιά μου
για τη
νεκρή, χαμένη Ελεονόρα –
για τη
λαμπρή κι ασύγκριτη αυτή κόρη
που οι
Άγγελοι ονομάζουν Ελεονόρα.
Ανεκλάλητη
εδώ για πάντα μένει.
Κι ο
θλιβερός, αβέβαιος, μεταξένιος
ψίθυρος κάθε
πορφυρής κουρτίνας
τρόμους
φανταστικούς με πλημμυρούσε
που ουδέποτε
είχα ώς τότε νιώσει ακόμη·
έτσι, για να
πραΰνω της καρδιάς μου
τους
χτύπους, εψιθύριζα ολοένα:
«Κανένας
ξένος θά ’ναι που γυρεύει
καταφυγή στη
έρμη κάμαρά μου
κανένας
ξένος θά ’ναι που ενυχτώθη
και ζητεί να
του ανοίξω νά ’μπει μέσα·
αυτό, μονάχα
αυτό, και τίποτ’ άλλο».
Για μια
στιγμή αναθάρρεψα, και τότε,
χωρίς πια να
διστάζω όπως και πρώτα:
«Κύριε, ή
κυρία μου, ότι και νά ’στε –
πρόφερα –
συγχωρήστε με η αλήθεια
είναι πως μ’
είχε πάρει ανάλαφρα ο ύπνος,
κι ήρθατε
σεις και κρούσατε τη θύρα
τόσο ελαφρά,
απαλά της κάμαράς μου,
τόσο ελαφρά
χτυπήσατε τη θύρα,
που μόλις
ένιωσα, άκουσα το χτύπο».
Κι άνοιξα
αμέσως διάπλατα την πόρτα·
σκοτάδι,
έξω, πυκνό, και τίποτ’ άλλο.
Της νύχτας
το σκοτάδι αναρωτώντας,
έμενα
σαστισμένος, φοβισμένος
κι
αμφιβάλλοντας, σε όνειρα δοσμένος,
που ουδέποτε
οι ανθρώποι ονειρευτήκαν·
ωστόσο, η
σιωπή δεν εταράχθη
κι ουδένα η
σιγαλιά έδωκε σημάδι,
κι ό,τι
ψιθυριστά εκεί μέσα ειπώθη
ήταν η λέξη
μόνο Ε λ ε ο ν ό ρ α.
Τη λέξη αυτή
ψιθύρισα μονάχα
κι η ηχώ
απαλά αποκρίθη Ε λ ε ο ν ό ρ α.
Αυτό, μονάχα
αυτό, και τίποτ’ άλλο.
Γυρίζοντας
στην κάμαρά μου πάλι,
με την ψυχή
βαριά και φλογισμένη,
άκουσα εγώ
σε λίγο ένα άλλο χτύπο,
δυνατότερο
κάπως απ’ τον πρώτο.
«Κάτι στο
παραπέτασμα –είπα– θά ’ναι,
χωρίς
αμφιβολία του παραθύρου·
ας ρίξω μια
ματιά λοιπόν, και τούτο
το σκοτεινό
μυστήριο ας ξεδιαλύνω.
ας ειρηνέψει
μια στιγμή η καρδιά μου,
και τούτο το
μυστήριο ας ξεδιαλύνει.
– Ο άνεμος
είναι αυτό, και τίποτ’ άλλο».
Κι άνοιξα το
παράθυρο, όταν, αίφνης
με χάρη
περισσή φτεροκοπώντας,
ένα κοράκι
εξαίσιο εμπήκε μέσα
των όσιων
ημερών του παρελθόντος.
Χωρίς καμιάν
υπόκλιση να κάνει,
μια στιγμή
να σταθεί ή να διστάσει,
με αρχοντικά
φερσίματα εθρονιάστη
πάνω στη
θύρα, αυτό, της κάμαράς μου –
Θρονιάστη σ’
ένα ομοίωμα της παλλάδος
πάνω από του
δωματίου ακριβώς την πόρτα –
κάθησε πάνω
κει, και τίποτ’ άλλο.
Τότε, καθώς
αυτό το εβένινο όρνεο
τους
θλιβερούς ώς τώρα λογισμούς μου
άρχισε να
ιλαρύνει με την τόσο
σοβαρή και
αυστηρή του εκείνη σταση
«Αν κι
άτριχη, σπανή είναι η κεφαλή σου
–είπα–
άνανδρο δεν είσαι δίχως άλλο,
στυγνό,
φασματικό κι αρχαίο κοράκι,
που στης
Νυχτός την όχθη εσύ πλανιέσαι -
Πες μου :
ποιο είναι το αρχοντικό όνομά σου
πέρα κει
στην πλουτώνεια όχθη της Νύχτας;»
Π ο τ έ π ι ά το κοράκι
μου αποκρίθη.
Ξαφνιάστηκα
όταν άκουσα απ’ το στόμα
του άχαρου
εκείνου ορνέου τόσο καθάρια
λόγια να
βγαίνουν, αν κι η απόκρισή του
δε είχε δα
και νόημα σπουδαίο,
γιατί όλοι
είναι σύμφωνοι σε τούτο:
πως ποτέ του
κανείς σ’ αυτόν τον κόσμο
δεν έτυχε να
ιδεί πουλί παρόμοιο
πάνω στου
δωματίου του την πόρτα –
όρνεο, ή
άλλο ζώο, σε μιαν εικόνα
πάνω απ' του
δωματίου του την πόρτα,
μ’ ένα όνομα
παρόμοιο: Π ο τ έ π ι ά.
Μα το
κοράκι, επάνω απ’ το γαλήνιον
ομοίωμα,
αυτά τα λόγια είπε μονάχα,
λες κι όλη
του η ψυχή σ’ αυτά τα λόγια
έβρισκε την
απόλυτη έκφρασή της.
Άλλη καμιά
δεν πρόφερε πια λέξη,
μήτε κανένα
σάλεψε φτερό του,
ωσότου εγώ
ψιθύρισα: «Άλλοι φίλοι
έφυγαν και
μ’ αφήσανε για πάντα·
αύριο, κι
αυτό θα φύγει, θα πετάξει,
όπως πετάξαν
όλες μου οι Ελπίδες».
Π ο τ έ π ι ά το πουλί,
τότε, αποκρίθη.
Τρέμοντας
ελαφρά μες τη γαλήνη
που είχε μια
τέτοια απόκριση ταράξει
«Σίγουρα
αυτά τα λόγια που προφέρει
–είπα– όλη η
γνώση του είναι και η σοφία,
δάνειο από
κάποιον δύσμοιρον αυθέντη
που η
δυστυχία, αδυσώπητη, από τόσο
σιμά τον ακολούθει,
ώσπου μια μόνην
επωδό τα
τραγούδια του όλα επήραν,
έτσι που της
Ελπίδας του όλοι οι θρήνοι
σ’ αυτή τη
θλιβερή επωδό τελειώναν.
Π ο τ έ - π ο τ έ π ι ά.
Έτσι, ενώ το
κοράκι εξακολούθει
τη θλιβερή
ψυχή μου να ιλαρύνει,
μια πολυθρόνα
τράβηξα, κι αντίκρυ
στο πουλί
και στη θύρα εγώ στραμένος,
βυθίστηκα
στ’ αβρά της μαξιλάρια,
Τότε, του
στοχασμούς μου αρμολογώντας,
ένα-ένα,
αναρωτιόμουνα τί τάχα
ετούτο το
πουλί του παρελθόντος
το άχαρο
ετούτο, ισχνό, αγριωπόν, απαίσιο
και οιωνικό
πουλί του παρελθόντος
θέλει να πει
όταν κρώζει π ο τ έ π ι ά.
Αυτό λοιπόν
ζητούσα ν’ απεικάσω,
χωρίς όμως
μια λέξη ν’ απευθύνω
στ’ όρνεο,
που τα πυρά του μάτια τώρα
εφλέγοντο
στα βάθη της ψυχής μου.
Ετούτο κι
άλλα ακόμη να μαντέψω
κάθησα, το
κεφάλι μου ακουμπώντας
πάνω στα
βελουδένια μαξιλάρια
που το φως
περιχούσε αβρά της λάμπας,
επάνω στα
μαβιά, απ’ το φως της λάμπας
περίχυτα
βελούδα, που τα μέλη
Εκείνης, ω,
ποτέ πιά δε θ' αγγίξουν!
Τότε, σαν
πιο βαρύς, μου εφάνη ο αγέρας·
από ’να
θυμιατήρι αθέατο ευώδα
στα χέρια
Σεραφείμ, που, όπως γλιστρούσαν,
τα πόδια
τους κροτούσαν στο ταπέτο.
«Δύστυχε, ο
Θεός σου –ανάκραξα– σου στέλνει,
Μ’ αυτά τα
Σεραφείμ του σου προσφέρει
ο γλυκό
νηπενθές και να μπορέσεις
να
λησμονήσεις την Ελεονόρα!
Ω, πιέ το,
και λησμόνησε για πάντα
τη νεκρή
σου, χαμένη Ελεονόρα!»
Π ο τ έ π ι ά το κοράκι
μού αποκρίθει.
«Προφήτη
–αντείπα– πλάσμα εσύ του ολέθρου,
προφήτη,
όρνεο ή δαίμονα, ό,τι κι αν είσαι!
Ο πειρασμός
κι αν σ’ έστειλε, είτε πάλι
η τρικυμία
σε ξέβρασε εδώ πέρα,
περίλυπον κι
ανήμερον ακόμη,
σ’ αυτή τη
μαγεμένη, έρημη χώρα
– στο σπίτι
αυτό που η φρίκη έχει στοιχειώσει:
ω, πες μου
–σ' εξορκίζω– πες μου, αλήθεια,
στην Ιουδαία
βάλσαμον υπάρχει;
ω, πες μου
–σ’ εξορκίζω– πες μου, αλήθεια».
Π ο τ έ π ι ά το κοράκι
μου αποκρίθη.
«Προφήτη
–αντείπα– πλάσμα εσύ του ολέθρου,
προφήτη,
όρνεο ή δαίμονα, ό,τι αν είσαι!
Σ’ αυτόν τον
ουρανό που μας σκεπάζει,
στο Θεό που
λατρεύουμε κι οι δυό μας,
πες σ' αυτή
την ψυχή τη σπαραγμένη
αν μες στη
μακρινή Εδέμ μια μέρα
θ’ αγκαλιάσει
μια κόρην οσιωμένη
που οι
Άγγελοι ονομάζουν Ελεονόρα –
μια λαμπρή,
αν θ’ αγκαλιάσει, σπάνια κόρη
που οι
Άγγελοι ονομάζουν Ελεονόρα.»
Π ο τ έ π ι ά το κοράκι
μου αποκρίθη.
«Τα λόγια
αυτά ας σημάνουν τη φυγή σου,
δαίμονα ή
όρνεο – κράζω αναπηδώντας.
Γύρισε πάλι
εσύ στην τρικυμία
και την
πλουτωνική της Νύχτας όχθη,
κι ουδένα
εδώ φτερό σου μαύρο ας μείνει,
σημάδι των
φαρμακερών κρωγμών σου!
Άφησε
αβίαστη εσύ τη μοναξιά μου!
Κατέβα από
το ομοίωμα της παλλάδος!
Βγάλ’ το
ράμφος σου μέσ’ απ’ την καρδιά μου
και πέταξε
μακριά απ' την κάμαρά μου!»
Π ο τ έ π ι ά το κοράκι
μού αποκρίθη.
Και το
κοράκι, ασάλευτα κρατώντας
τα φτερά
του, απομένει ακόμη επάνω
στο ωχρό,
γλυπτόν ομοίωμα της παλλάδος
πάνω από του
δωματίου μου την πόρτα.
Κι είναι τα
μάτια του όμοια με τα μάτια
ενός
δαιμονικού ονειροπαρμένου,
κι όπως το
περιχεί το φως της λάμπας,
στο πάτωμα
τη σκιά του σφενδονίζει:
κι η ψυχή
μου, απ’ αυτή τη σκιά που μένει
κυματιστά
στο πάτωμα απλωμένη,
ποτέ-ποτέ
πια δε θα σηκωθεί!
Μετάφραση:
Καίσαρ Εμμανουήλ.
Από το βιβλίο: Καίσαρ Εμμανουήλ, «Μεταφράσεις», Πρόσπερος,
Αθήνα 1981, σσ. 25-30.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου