Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2009

ΤΟ ΘΕΡΟΣ ΘΕΡΙΖΕΙ


PAUL ELUARD


ΣΤΟΝ ΙΣΚΙΟ ΤΗΣ ΠΟΡΤΑΣ ΜΟΥ


Το ύστατο άσμα του πουλιού βγάνει μελανές φτερούγες
Στις ώρες της σιωπής στου ύπνου τις ώρες
Το έσχατο ράμφος του πουλιού κλείνει μες στο μάτι μου
Κατάλυμα χωρίς θεμέλια δίχως τοίχους απ΄όπου λάμπω

Θυμάμαι το πέλαγος το τρομερό της μεσημβρίας
Την εξοχή θυμάμαι που ’πιασε και φίμωσε
Ο ήλιος χνούδι μολυβένιο σε θύελλα χρυσή
Με μονύελα χρήσιμα

Ζω ωραία το θέρος ο καύσων με θερίζει

Θυμάμαι το κορίτσι εκείνο κιτρινομάλλικο με γκρίζο βλέμμα
Το μέτωπο τα μάγουλα τα στήθη στη χλόη λουσμένα
    στο φεγγάρι
’Κείνη τη στράτα τη θαμπή σκληρή και ωχρός ο ουρανός
Τής έσκαβε ένα μονοπάτι έτσι όπως σκάβουμε τα φιλιά μας όλοι

Θυμάμαι κινήσεις διστακτικές των ονείρων μου
Σε κλίνες επισφαλείς και με σώμα νεφελώδες
Κι έβγαινε με βία έξω ένα κορμί
Πόθους σκεπασμένο κατάφορτο αλυσίδες

Ο καύσωνας μ’ ερημώνει τη μία την άλλη με γδύνει

Μόνο εδώ έχει γιορτή
Μέσα σε τούτο τ’ αβγό που κλώσσησαν η γης κι η μέρα
Η ανάπαυλα μιάς θερινής νυκτός.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ


WILLIAM BUTLER YEATS


ΠΟΛΙΤΙΚΗ


       Στην εποχή μας το ανθρώπινο πεπρωμένo
       εκφράζει το νόημά του με πολιτικούς όρους
                        Thomas Mann


Και πώς μπορώ, ενώ κορίτσι στέκει νεκεί,
Την προσοχή να δώσω
Στη ρωμαϊκή, στη ρωσική
Ή στην ισπανική πολιτική;
Να όμως ένας πολυτάξιδος,
Κάποιος που ξέρει απ’ αυτά,
Και ιδού ένας πολιτικός,
Κάποιος που σκέφτηκε, που διάβασε πολλά,
Και ίσως είναι αλήθεια όσα λεν
Για πόλεμο ή για πολέμου σήμαντρα,
Μ’ ας ήμουν πάλι νέος
Να κρατούσα το κορίτσι αγκαλιά!




Μετάφραση: Σπύρος Ηλιόπουλος.
Από το βιβλίο: WILLIAM BUTLER YEATS, «Μυθολογίες και οράματα», εισαγωγή – μετάφραση – σχόλια Σπύρος Ηλιόπουλος, Πλέθρον, Αθήνα 1983, σελ. 99.



***************************


POLITICS


       In our time the destiny of man presents
       its meaning in political terms
                       Thomas Mann


HOW can I, that girl standing there,
My attention fix
On Roman or on Russian
Or on Spanish politics?
Yet here's a travelled man that knows
What he talks about,
And there's a politician
That has read and thought,
And maybe what they say is true
Of war and war's alarms,
But O that I were young again
And held her in my arms!

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΑΛΦΡΕΔΟ ΣΙΤΑΡΡΟΣΑ




ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ALFREDO ZITARROSA


ADAGIO EN MI PAÍS


En mi país, que tristeza,
la pobreza y el rencor.
Dice mi padre que ya llegará
desde el fondo del tiempo otro tiempo
y me dice que el sol brillará
sobre un pueblo que él sueña
labrando su verde solar.
En mi país que tristeza,
la pobreza y el rencor.

Tú no pediste la guerra,
madre tierra, yo lo sé.
Dice mi padre que un solo traidor
puede con mil valientes;
él siente que el pueblo, en su inmenso dolor,
hoy se niega a beber en la fuente
clara del honor.
Tú no pediste la guerra,
madre tierra, yo lo sé.

En mi país somos duros:
el futuro lo dirá.
Canta mi pueblo una canción de paz.
Detrás de cada puerta
está alerta mi pueblo;
y ya nadie podrá
silenciar su canción
y mañana también cantará.
En mi país somos duros:
el futuro lo dirá.

En mi país, que tibieza,
cuando empieza a amanecer.
Dice mi pueblo que puede leer
en su mano de obrero el destino
y que no hay adivino ni rey
que le pueda marcar el camino
que va a recorrer.
En mi país, que tibieza,
cuando empieza a amanecer.

CORO:
En mi país somos miles y miles
de lágrimas y de fusiles,
un puño y un canto vibrante,
una llama encendida, un gigante
que grita: ¡Adelante... Adelante!

ΣΥΛΒΙΑ ΤΟΜΑΣΑ ΡΙΒΕΡΑ!



SILVIA TOMASA RIVERA (1955)


EL DESEO


El deseo: pájaro negro en la noche,
abre sus alas y golpea.
Muerta el alma el deseo la hace espuma,
los caballos del mar ya no están quietos,
se exaltan y pierden.
El hombre se mueve, en esa marea
ahoga sus sentidos.
El deseo, no es un sentir apenas,
yo lo he visto
enrojecer los labios de los muertos.



Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη πρασινοφορούσα φίλη του ιστολογίου που τη λένε Φαίδρα.

ΧώΡΙΑ



ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Η ΜΑΡΙΝΕΛΛΑ


ΜΕ ΠΝΙΓΕΙ ΤΟΥΤΗ Η ΣΙΩΠΗ


Πικρό το βράδυ σκυθρωπό
αργεί να ξημερώσει
στο σπίτι μέσα το κλειστό
ερμιά έχει φυτρώσει

Με πνίγει τούτη η σιωπή
τούτη η στεναχώρια
στο δρόμο νά 'χουνε γιορτή
κι εμείς να ζούμε χώρια

Αυτό το βράδυ δεν μπορώ
γωνιά να βρω ν' αράξω
στο δρόμο τον ερημικό
να βγω και να φωνάξω

Με πνίγει τούτη η σιωπή
τούτη η στεναχώρια
στο δρόμο νά 'χουνε γιορτή
κι εμείς να ζούμε χώρια...



Στίχοι: Κώστας Κωτούλας.
Μουσική: Γιάννης Σπανός.

ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ


ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΓΑΛΑΝΟΥ


ΜΕΓΕΘΥΝΤΙΚΟΣ ΦΑΚΟΣ – ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΕΚΔΟΣΗ


Η άσπρη τρίχα
που φύτρωσε
στο δεξί φρύδι
δεν λέει να φύγει.
Επιμένει μάλιστα
κάθε πρωί
να συντονίζεται
με το ρυθμό της ρυτίδας
στο πλάι του αριστερού
ματιού.
Τα βράδια,
ως δια μαγείας, εξαφανίζονται
και οι δύο.



Από το βιβλίο: Αλεξάνδρα Γαλανού, «Στις γωνίες των λέξεων», Σμίλη, Αθήνα 2008, σελ. 17.

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2009

ΕΠΙΚΑΙΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ - ΠΡΟΕΚΛΟΓΙΚΟ ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ







ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ


ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ ΚΑΤΑ ΜΙΜΗΣΙΝ ΡΕΜΠΕΤΑΣΜΑΤΟΣ


Γειά σου, ρ' Αβραμόπουλε,
μ' όλη την παρέα σου,
με τα μαρμαράκια σου
και με τα ωραία σου.

Η ΔΟΞΑ ΤΩΝ ΦΛΟΓΩΝ


Η ανάρτηση αφιερώνεται στην πιστή φίλη του ιστολογίου lapsus digiti.

FRANCISCO DE QUEVEDO


ΘΡΗΝΟΣ ΕΡΩΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΗ ΕΚΦΡΑΣΗ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΕΡΑΣΤΗ


Δεν με λυπεί που θα πεθάνω· και να κλείσω
τη ζωή μου δεν αρνούμαι· κι ούτε έχω ζητήσει
να μ’ αγνοήσει ο θάνατος, που μες στη ζήση
γεννήθηκε, τους πόνους του έρωτα να ζήσω.

Λυπάμαι, αφού ακατοίκητο πρέπει ν’ αφήσω
το σώμα μου, που πνεύμα ερωτικό έχει ντύσει,
και την καρδιά έρημη, όπου έχει εγκαταστήσει
θρόνο ο Έρως πύρινο, για να τον προσκυνήσω.

Τις φλόγες μου το αιώνιο πυρ μού προσπορίζει
και η ιστορία μιάς μακράς αδημονίας
που μόνο ο τρυφερός μου θρήνος τη γνωρίζει.

Τί μαύρη κόλαση, αχ (ο νους μου ο τολμητίας...)
η δόξα σου είναι, Λίσι (... πάντα μου θυμίζει):
οι φλόγες μου είναι η δόξα σ ο υ – και της κακίας.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΑΝΤΑΜ ΒΑΖΥΚ!


ADAM WAŻYK (1905-1982)


POEMAT DLA DOROSŁYCH

1.


Kiedy wskoczyłem przez pomyłkę do innego autobusu,
ludzie siedzieli jak zwykle, wracali z pracy.
Autobus pędził ulicą nieznaną,
ulico Świętokrzyska, nie jesteś już Świętokrzyską,
gdzie twoje antykwariaty, księgarnie i uczniacy?
Gdzie jesteście, umarli?
Pamięć po was ginie.

Wtedy autobus stanął
na rozkopanym placyku.
Stary grzbiet czteropiętrowej kamienicy
czekał na wyrok losu.

Wysiadłem na placyku
w robotniczej dzielnicy,
gdzie szare mury srebrzą się od wspomnień.
Ludzie śpieszyli się do domu.
Nie śmiałem ich zapytać, gdzie jestem.
Czy nie tutaj chodziłem w dzieciństwie do apteki?

Wróciłem do domu,
jak człowiek, który poszedł po lekarstwo
i wrócił po dwudziestu latach.
Żona spytała, gdzie byłeś.
Dzieci spytały, gdzie byłeś.
Milczałem spocony jak mysz.


2.

Place się wiją jak kobry,
domy się pysznią jak pawie,
dajcie mi stary kamyczek,
niech się odnajdę w Warszawie.

Stoję jak słupnik bezmyślny
na placu pod kandelabrem,
chwalę, podziwiam, przeklinam
na kobrę, na abrakadabrę.

Zapuszczam się jak bohater
pod patetyczne kolumny,
co mi tam kukły Galluxa
wymalowane do trumny!

Tu młodzi chodzą na lody!
Ach, wszyscy tu bardzo młodzi,
pamięcią sięgają ruin,
dziewczyna wkrótce urodzi.

Co wrosło w kamień, zostanie:
patos pod rękę z tandetą,
tu będziesz uczył się liter,
przyszły warszawski poeto.

Kochaj to zwykłą koleją,
inne kochałem kamienie,
szare i wzniosłe prawdziwie,
w których dzwoniło wspomnienie.

Place się wiją jak kobry,
domy się pysznią jak pawie,
dajcie mi stary kamyczek,
niech się odnajdę w Warszawie.


3.

    Dziś nasze niebo nie jest puste
    Z przemówienia politycznego

Był świt, słyszałem świst odrzutowców,
kosztowny bardzo, a jednak musimy...
Kiedy nie chcemy mówić wprost o ziemi,
wtedy mówimy: niebo nie jest puste.

Ludzie tu chodzą byle jak, w drelichach,
szybko się u nas kobiety starzeją...
Kiedy nie chcemy mówić wprost o ziemi,
wtedy mówimy: niebo nie jest puste.

Za oceanem w obłokach się kłębi
apokalipsa, tu przechodzień klęka...
Kiedy nie chcemy mówić wprost o ziemi,
klęczący mówi: niebo nie jest puste.

Tu legion chłopców wypuszcza gołębie,
dziewczyna wiąże błękitną chustę...
Kiedy nie chcemy mówić wprost o ziemi,
wtedy mówimy: niebo nie jest puste.


4.

Ze wsi, z miasteczek wagonami jadą
zbudować hutę, wyczarować miasto,
wykopać z ziemi nowe Eldorado,
armią pionierską, zbieraną hałastrą
tłoczą się w szopach, barakach, hotelach,
człapią i gwiżdżą w błotnistych ulicach:
wielka migracja, skudlona ambicja,
na szyi sznurek – krzyżyk z Częstochowy,
trzy piętra wyzwisk, jasieczek puchowy,
maciora wódki i ambit na dziewki,
dusza nieufna, spod miedzy wyrwana,
wpół rozbudzona i wpół obłąkana,
milcząca w słowach, śpiewająca śpiewki,
wypchnięta nagle z mroków średniowiecza
masa wędrowna, Polska nieczłowiecza
wyjąca z nudy w grudniowe wieczory...
W koszach od śmieci na zwieszonym sznurze
chłopcy latają kotami po murze,
żeńskie hotele, te świeckie klasztory,
trzeszczą od tarła, a potem grafinie
miotu pozbędą się – Wisła tu płynie.

Wielka migracja przemysł budująca,
nie znana Polsce, ale znana dziejom,
karmiona pustką wielkich słów, żyjąca
dziko, z dnia na dzień i wbrew kaznodziejom –
w węglowym czadzie, w powolnej męczarni,
z niej się wytapia robotnicza klasa.
Dużo odpadków. A na razie kasza.


5.

I tak się zdarza: brunatną kolumną
dym się wydziera z podpalonej sztolni,
chodnik odcięty, o podziemnej męce
nikt nie opowie, czarny chodnik trumną,
sabotażysta ma krew, kości, ręce,
sto rodzin płacze, płacze dwieście rodzin,
piszą w gazetach lub wcale nie piszą
i tylko dymy tam stargane wiszą.


6.

Na stacji kolejowej
panna Jadzia w bufecie
taka ładna, kiedy poziewa,
taka ładna, kiedy nalewa...
UWAGA! WRÓG PODSUWA CI WÓDKĘ!
Tu na pewno będziesz otruty,
panna Jadzia ściągnie ci buty,
taka ładna, kiedy poziewa,
taka ładna, kiedy nalewa...
UWAGA! WRÓG PODSUWA CI WÓDKĘ!
Nie jedź, chłopcze, do Nowej Huty.
bo po drodze będziesz otruty,
niech ustrzeże cię plakat wężowy
i w żołądku dorsz narodowy:
UWAGA! WRÓG PODSUWA CI WÓDKĘ!


7.

Nie uwierzę, mój drogi, że lew jest jagnięciem,
Nie uwierzę, mój drogi, że jagnię jest lwem!
Nie uwierzę, mój drogi, w magiczne zaklęcie,
nie uwierzę w rozumy trzymane pod szkłem,
ale wierzę, że stół ma tylko cztery nogi,
ale wierzę, że piąta noga to chimera,
a kiedy się chimery zlatują, mój drogi,
wtedy człowiek powoli na serce umiera.


8.

To prawda,
kiedy miedziaki nudziarstwa
zagłuszają wielki cel wychowawczy,
kiedy sępy abstrakcji wyjadają nam mózgi,
kiedy zamyka się uczniów w podręcznikach bez okien,
kiedy redukuje się język do trzydziestu zaklęć,
kiedy gaśnie lampa wyobraźni,
kiedy dobrzy ludzie z księżyca
odmawiają nam prawa do gustu,
to prawda,
wtedy nam grozi tępota.


9.

Wyłowiono z Wisły topielca.
Znaleziono kartkę w kieszeni.
"Mój rękaw jest słuszny,
mój guzik niesłuszny,
mój kołnierz niesłuszny,
ale patka słuszna."
Pochowano go pod wierzbą.


10.

Na świeżo tynkowanej ulicy nowych bloków
pyłek wapienny krąży, po niebie pędzi obłok.
Walce toczone po jezdni dogniatają nawierzchni,
przeflancowane kasztany zielenią się, szumią o zmierzchu.
Pod kasztanami dzieci większe i mniejsze biegną,
z półrozebranych rusztowań ciągną do kuchni drewno.

Na schodach huczy od imion żeńskich, zdrobniałych, śpiewnych,
piętnastoletnie kurewki schodzą po deskach do piwnic,
uśmiech mają jak z wapna, mają wapienny zapach,
w sąsiedztwie radio po ciemku zagrywa do tańca w zaświatach,
nadchodzi noc, chuligani bawią się w chuliganów.
Jak trudno usnąć w dzieciństwie pośród szumiących kasztanów.

Odpłyńcie w mrok, dysonanse! Chciałem się cieszyć nowością,
chciałem wam mówić o młodej ulicy, ale nie o tej!
Czy zabrakło mi daru widzenia, czy daru wygodnej ślepoty?
Została mi krótka notatka, wiersze nowej zgryzoty.


11.

Spekulanci zaciągnęli do cichego piekła
w ustronnej willi za miastem – uciekła.
Zabłąkała się w nocy pijana,
na betonie przeleżała do rana.

Wyrzucono ją ze szkoły artystycznej
za brak moralności socjalistycznej.

Truła się raz – odratowano.
Truła się drugi raz – pochowano.
Wszystko tu stare. Stare są hycle
od moralności socjalistycznej.


12.

Marzyciel Fourier uroczo zapowiadał,
że w morzach będzie pływać lemoniada.
A czyż nie płynie?

Piją wodę morską,
wołają –
lemoniada!
Wracają do domu cichaczem
rzygać!
rzygać!


13.

Przybiegli, wołali:
komunista nie umiera.
Nie zdarzyło się jeszcze, aby człowiek nie umarł.
Tylko pamięć zostaje.
Im więcej wart człowiek,
tym większy po nim ból.

Przybiegli, wołali:
w socjalizmie
skaleczony palec nie boli.

Skaleczyli sobie palec.
Poczuli.
Zwątpili.


14.

Pomstowali na rutyniarzy.
Pouczali rutyniarzy.
Oświecali rutyniarzy.
Zawstydzali rutyniarzy.
Przywoływali na pomoc literaturę,
pięcioletnią smarkulę,
którą trzeba wychowywać,
która powinna wychowywać.
- Czy rutyniarz jest wrogiem?
Rutyniarz nie jest wrogiem,
rutyniarza trzeba pouczać,
rutyniarza trzeba oświecać,
rutyniarza trzeba zawstydzać,
rutyniarza trzeba przekonać.
Trzeba wychowywać.

Zmienili ludzi w mamki.

Słyszałem mądry referat:
",Bez odpowiednio rozłożonych
bodźców ekonomicznych
nie osiągniemy postępu technicznego".
Oto słowa marksisty.
Oto znajomość praw rzeczywistych,
koniec utopii.

Nie będzie powieści o rutyniarzach,
ale będą powieści o kłopotach wynalazcy,
o niepokojach, które wszystkich wzruszają.
Oto goły wiersz,
zanim obrośnie
w troski, kolory, zapachy tej ziemi.


15.

Są ludzie spracowani,
są ludzie z Nowej Huty,
którzy nigdy nie byli w teatrze,
są polskie jabłka niedostępne dla dzieci,
są dzieci wzgardzone przez występnych lekarzy,
są chłopcy zmuszani do kłamstwa,
są dziewczyny zmuszane do kłamstwa,
są stare żony wyrzucane z mieszkań przez mężów,
są przemęczeni, konający na zawał serca,
są ludzie oczerniani, opluci,
są odzierani na ulicach
przez zwykłych opryszków, dla których się szuka definicji prawnej,

są ludzie czekający na papierek,
są czekający na sprawiedliwość,
są ludzie, którzy długo czekają.

Upominamy się na ziemi
o ludzi spracowanych,
o klucze do drzwi pasujące,
o izby z oknami,
o ściany bez grzybów,
o nienawiść do papierków,
o drogi święty czas ludzki,
o bezpieczny powrót do domu,
o proste odróżnianie słowa od czynu.

Upominamy się na ziemi,
o którą nie graliśmy w kości,
o którą milion padł w bitwach,
o jasne prawdy, o zboże wolności,
o rozum płomienny
o rozum płomienny,
upominamy się codziennie,
upominamy się Partią.

ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΗ ΓΛΥΚΙΑ


FRANCESCO PETRARCA


[Ω ΕΥΓΕΝΙΚΗ ΨΥΧΗ ΠΟΥ ΧΑΡΗ ΖΕΟΥΣΑ ΣΕ ΖΩΝΕΙ]


  Ω ευγενική ψυχή που χάρη ζέουσα σε ζώνει
κοσμώντας σε, κι εγώ γεμίζω ρίμες τόσα φύλλα·
μα και ω οίκε της αγνείας που τιμίως πάντοτε εμίλα,
της αρετής ω πύργε που άγριος βράχος σε σηκώνει·
  ω φλόγα· ω ρόδα μου άλικα απά’ στο λευκό σεντόνι
του ζωντανού χιονιού που καταργεί μου τη μαυρίλα·
χαρά, ω, όπου τα φτερά μου στρέφω, και μ’ ανατριχίλα
την όψη σου θωρώ το φως του ήλιου ν’ αμαυρώνει!
  Οι στίχοι μου αν μπορούσανε στον κόσμο ν’ ακουστούνε,
με τ’ όνομά σου η Θούλη, η Βακτριανή θά ’χαν γεμίσει...
ο Νείλος, ο Όλυμπος, ο Άτλας... και όπου αλλού μ’ αρέσει.
  Μα αφού η φωνή μου σ’ όλη δεν μπορεί τη γη να ηχήσει,
μου φτάνει εμέ στη χώρα τη γλυκιά να την ακούνε,
που τήνε κόβουνε στα δυό τ’ Απέννινα, στη μέση.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΜΑΡΙΟ ΛΑΝΤΣΑ



ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο MARIO LANZA


SANTA LUCIA


Sul mare luccica l’astro d’argento.
Placida è l’onda. Prospero è il vento.
Sul mare luccica, l’astro d’argento.
Placida è l’onda. Prospero è il vento.
Venite all’agile, barchetta mia,
Santa Lucia, Santa Lucia.
Venite all’agile, barchetta mia,
Santa Lucia, Santa Lucia.

Con questo zeffiro, così soave,
Oh, com’è bello star sulla nave!
Con questo zeffiro, così soave,
Oh, com’è bello star sulla nave!
Su passegieri! Venite via!
Santa Lucia! Santa Lucia!
Su passegieri! Venite via!
Santa Lucia! Santa Lucia!

In fra le tende, bandir la cena
In una sera così serena,
In fra le tende, bandir la cena
In una sera così serena,
Chi non dimanda, chi non desia.
Santa Lucia, Santa Lucia.
Chi non dimanda, chi non desia.
Santa Lucia, Santa Lucia.

Mare si placida, vento si caro,
Scordar fa i triboli al marinaro,
Mare si placida, vento si caro,
Scordar fa i triboli al marinaro,
E va gridando con allegria,
“Santa Lucia! Santa Lucia!”
E va gridando con allegria,
“Santa Lucia! Santa Lucia!”

O dolce Napoli, o suol beato,
Ove sorridere volle il creato,
O dolce Napoli, o suol beato,
Ove sorridere volle il creato,
Tu sei impero dell’armonia,
Santa Lucia, Santa Lucia.
Tu sei impero dell’armonia,
Santa Lucia, Santa Lucia.

Or che tardate? Bella è la sera.
Spira un’auretta fresca e leggiera.
Or che tardate? Bella è la sera.
Spira un’auretta fresca e leggiera.
Venite all’agile, barchetta mia,
Santa Lucia, Santa Lucia.
Venite all’agile, barchetta mia,
Santa Lucia, Santa Lucia.



Στίχοι: T. Cottrau.
Μουσική: A. Longo.
Γράφτηκε το 1848.

ΤΖΑΡΑ!




TRISTAN TZARA


POUR FAIRE UN POÈME DADAÏSTE


Pour faire un poème dadaïstes
Prenez un journal
Prenez des oiseaux
Choisissez dans ce journal un article ayant la longueur que vous comptez donner à votre poème.
Découpez l'article.
Découpez ensuite avec soin chacun des mots qui forment cet article et mettez-les dans un sac.
Agitez doucement.
Sortez ensuite chaque coupure l'une après l'autre dans l'ordre où elles ont quitté le sac.
Copiez consciencieusement.
Le poème vous ressemblera.
Et vous voici un écrivain infiniment original et d'une sensibilité charmante, encore qu'incomprise du vulgaire.



Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η φίλη του ιστολογίου κ. Miriam Leone.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΒΙΟΛΑΡΗΣ



ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΒΙΟΛΑΡΗΣ


ΣΤΑ ΧΕΙΛΗ ΜΑΣ ΑΚΟΜΑ ΤΟ ΦΙΛΙ


Βούλιαξα στη σιωπή
σαν τα καράβια σ' αφρισμένο πέλαγο
χάθηκα το πρωί
σαν τα πουλιά στου δάσου τα φυλλώματα
και δίψασα πολύ
κι ως έσκυψα να πιω εστέρεψε η πηγή

Στα χείλη μας χλωρό ακόμα το φιλί
έλα ν' αγαπηθούμε σε μια βουνοκορφή
η άνοιξη τραγούδι ο ήλιος στην αυλή
έλα ν' αγαπηθούμε σε μια βουνοκορφή

Έσβησε η φωνή
σαν το κερί που σβήνει από τον άνεμο
έμεινες μοναχή
σαν ένα αστέρι που έχασε τη λάμψη του
και δίψασα πολύ
κι ως έσκυψα να πιω εστέρεψε η πηγή

Στα χείλη μας χλωρό ακόμα το φιλί
έλα ν' αγαπηθούμε σε μια βουνοκορφή
η άνοιξη τραγούδι ο ήλιος στην αυλή
έλα ν' αγαπηθούμε σε μια βουνοκορφή

Και δίψασα πολύ
κι ως έσκυψα να πιω εστέρεψε η πηγή

Στα χείλη μας χλωρό ακόμα το φιλί
έλα ν' αγαπηθούμε σε μια βουνοκορφή
η άνοιξη τραγούδι ο ήλιος στην αυλή
έλα ν' αγαπηθούμε σε μια βουνοκορφή



Μουσική: Λίνος Κόκοτος.
Στίχοι: Αργύρης Βεργόπουλος
Τραγούδι του 1969.

ΑΝΤΗΧΗΣΗ ΨΥΧΗΣ


ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΡΕΛΗΣ


ΤΑ ΩΡΑΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ


Τα ωραία ποιήματα, είπε
είναι μεγάλα μυστικά σπήλαια που ποτέ ολοκληρωτικά δεν αποκαλύπτονται·
είναι γεμάτα σταλακτίτες ιδεών και σταλαγμίτες αισθημάτων
φωτισμένα μόνο στο μέρος τους που δεν έχει εξέχουσα σημασία.

Γίνεται κάτοικος μέσα τους ένας άνθρωπος που απλά δεν φοβάται
την τρομερή ομορφιά.

Με μια αντήχηση ψυχής, με ένα απόκοσμο
φως που σ’ άλλον κόσμο παραπέμπει
να γίνει ευανάγνωστη η εικόνα η πέρα απ’ την ζωή..

Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2009

ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΤΟ ΤΙΠΟΤΑ


FRANCISCO DE QUEVEDO


Ο ΕΡΩΣ ΕΠΙΖΕΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ, ΟΤΑΝ ΕΧΟΥΝ ΟΛΑ ΓΙΝΕΙ ΠΛΕΟΝ ΣΤΑΧΤΗ


Αν η θανή μου του Έρωτα είταν όντως κόρη,
τί τυχερή γεννοβολιά θε νά ’ταν ’κείνη
που έρωτα (με χάρο αντάλλαγμα) μού δίνει!
Κι η δόξα του θανάτου στο άπειρο θα εχώρει...

Παντού όπου πήγα κι η ψυχή μου (αχ!) ανεχώρει·
και τη φωτιά μου που, ενώ με καταπίνει,
εγώ τη συντηρώ στις στάχτες, για να γίνει
στο μνήμα μέσα βέλος και σπαθί και δόρυ.

Αλλάργα, στις ακτές του ανήμερου θανάτου,
κι εκεί, θα ζουν οι πόνοι μου, μες στη σκιά μου,
καθώς της Λήθης τα νερά άγρια με ρουφάνε.

Το κάλλος σου ζει δίκην καιομένης βάτου
κι η μοίρα του νικά τη μοίρα τη δικιά μου:
του έρωτα το τίποτα η δόξα μου θά ’ναι.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΕΛΙΝΑ ΓΚΑΡΑΝΤΣΑ



ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ELĪNA GARANČA


HABANERA
ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΠΕΡΑ “CARMEN” ΤΟΥ GEORGES BIZET


Rien n’y fait, menace ou prière.
L’un parle bien, l’autre se tait.
Et c’est l’autre que je préfère.
Il n’a rien dit mais il me plait.
L’amour! L’amour! L’amour! L’amour!

L’amour est enfant de Bohême,
Il n’a jamais jamais connu de loi.
Si tou ne m’aimes pas, je t’aime.
Si je t’aime, prends garde à toi!
Si tou ne m’aimes pas, si tou ne m’aimes pas, je t’aime,
Mais si je t’aime, si je t’aime, prends garde à toi!

ΤΡΙΑ ΙΤΑΛΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΖΑΚΥΝΘΙΝΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΟΥΓΟΥ ΦΩΣΚΟΛΟΥ



MICHELE MONTARDO


SULLA CASA OVE NACQUE UGO FOSCOLO


Inonorata crollerà in brev’ora
Questa pur sacra e povera casetta,
Che per codarda incuria oggi negletta,
D’ ignobile una gente è la dimora.

Dove la feccia irriverente ognora
A cioncar vi frequenta e l’aer infetta.
Cosi Zacinto ad estimarla inetta
Sente l’orgoglio sol per cui s’onora.

Contro all’Italia i suoi diritti vanta
E ’l sacro cener vede con livore
Che venerato in Santa Croce or posa.

Oh, almen l’atterri! D’ignominia tanta
Fora men l’onta a Lei, maggior l’onore
A! Grande che la fea tanto famosa.


**********************


FRANCESCO DI MENTO


[O AVVENTURATO OSTELLO, CHE ACCOGLIESTI]


O avventurato ostello, che accogliesti
I primi palpiti del gran Cantore
Che su Zacinto tramandò fulgore,
Di santo sdegno questo core investi!

Carro alle Grazie, d’armonie celesti
I suoi Carmi suonaro, e alle dimore
Ove regna il silenzio e lo squallore
I pensieri elevò ritrosi e mesti.

Benchè ramingo ognor nel bel paese
Ove sorride il cielo e a gioia invita,
Di Zacinto l’ amor quell’alma accese.

Delle sue Sacre Sponde ebbe scolpita
Nella mente l’imago, e te non rese
Pietosa man al triste oblio schermita.


**********************


GIOVANNI ZACCASSIANO (1853-1908)


ALLA CASA DEL FOSCOLO


A che ti giova l’immortal ricchezza
Se pasce il sudiciume e la bruttezza?
Mentre la bella Italia un altro aderge
Al vate monumento, te cosperge
D’onta, che avesti la sorte di udire
Il primo ed innocente suo vagire.
A cui il divino eloquio risonava
Quando alla terra il suo Dio lo inviana.

E la casa allor soggiunse:

«Mentre crollanti piego a voi dinanzi
Di secchio vi saran luridi avanzi».



Τα ποιήματα μάς τα έστειλε ο φίλος Διονύσης Μουσμούτης και εμείς αναλάβαμε την υποχρέωση να τα μεταφράσουμε. Κάτι θα γίνει...

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΚΑΡΜΕΝ ΒΙΒΙΑΝΙ



ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η CARMEN VIVIANI: FREVA 'E GELUSIA

ΕΤΟΙΜΗ


ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΟΛΙΑΣ


ΛΥΣΙΚΟΜΟΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΚΟΡΗ


Το ποίημα να το αφήνεις στο συρτάρι σου
να ωριμάζει
να σιτεύει

Κάτω από το αδύναμο φως
των νυχτολούλουδων λύχνων
να χτενίζεις τα ξέπλεκα μαλλιά του

Να αφαιρείς
να συμπυκνώνεις

Περπατώντας στο δρόμο
να φωνάζεις μέσα σου
το ποίημα

Κάθε μέρα
κάθε στιγμή

Να προσκρούεις αυτοκτονικά
πάνω στους ανέμους των λέξεων

Να καλλιεργείς το μυστικό ρυθμό
ακούγοντας τα υγρά σαξόφωνα της βροχής

Μόνο το πέρασμα του χρόνου σού δείχνει
πότε η λυσίκομος ποιητική κόρη
είναι έτοιμη να μας κοιτάξει άφοβα στα μάτια.



Από το βιβλίο: Γιάννης Τόλιας, «Λυσίπονον», Εκδόσεις Περί Τεχνών, Πάτρα 2008, σελ. 20-21.

Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2009

ΓΥΡΝΑΝΕ...



FEDERICO GARCÍA LORCA


ΧΩΡΙΟ

Το φαλακρό βουνό
κρανίου τόπος.
Καθαρό νερό
και λιόδεντρα εκατόχρονα.
Μες στα δρομάκια
άνθρωποι με σουδάρια
και στους πύργους πάνω
παντού ανεμοδούρες,
που γυρνάνε.
Που γυρνάνε
αιώνες τώρα.
Αχ, χωριό, χωριό χαμένο –
στην Ανδαλουσία που θρηνεί χαμένο.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΑΛΗΣ



Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΑΛΗΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΝΙΚΟ ΚΑΒΒΑΔΙΑ ΚΑΙ ΓΙΑΝΗ ΣΠΑΝΟ


MAL DU DÉPART


Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.

Για το Μαδράς, τη Σιγκαπούρ, τ' Αλγέρι και το Σφαξ
θ' αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,
κι εγώ σκυφτός σ' ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.

Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ,
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τά 'χω πια ξεχάσει,
κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ' όποιον ρωτά:
«Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει.»

Μα ο εαυτός μου μιά βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει,
κι αυτό το ανάξιο χέρι μου, που τρέμει, θα οπλιστεί,
θα σημαδέψει κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει.

Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθειά στις μακρινές Ινδίες,
θά 'χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μιά κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.

ΤΟΥΧΟΛΣΚΥ!



KURT TUCHOLSKY


DAS PARLAMENT


Ob die Sozialisten in den Reichstag ziehn –
is ja janz ejal!
Ob der Vater Wirth will nach links entfliehn,
oder ob er kuscht wegen Disziplin –
is ja janz ejal!
Ob die Volkspartei mit den Schiele-Augen
einen hinmacht mitten ins Lokal
und den Demokraten auf die Hühneraugen ...
is ja janz ejal!
is ja janz ejal!
is ja janz ejal!

Die Plakate kleben an den Mauern –
is ja janz ejal!
mit dem Schmus für Städter und für Bauern:
»Zwölfte Stunde!« – »Soll die Schande dauern?«
Is ja janz ejal!
Kennt ihr jene, die dahinter sitzen
und die Schnüre ziehn bei jeder Wahl?
Ob im Bockbiersaal die Propagandafritzen
sich halb heiser brüllen und dabei Bäche schwitzen –:
is ja janz ejal!
is ja janz ejal!
is ja janz ejal!

Ob die Funktionäre ganz und gar verrosten –
is ja janz ejal!
Ob der schöne Rudi den Ministerposten
endlich kriegt – (das wird nicht billig kosten):
is ja janz ejal!
Dein Geschick, Deutschland, machen Industrien,
Banken und die Schiffahrtskompanien –
welch ein Bumstheater ist die Wahl!
Reg dich auf und reg dich ab im Grimme!
Wähle, wähle! Doch des Volkes Stimme
is ja janz ejal!
is ja janz ejal!
is ja janz ejal –!



Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Ines Sastre.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΜΙΧΑΕΛ ΜΠΟΥΜΠΛΕ



ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο MICHAEL BUBLÈ


ANEMA E CORE


Nuje ca perdimmo 'a pace e 'o suonno,
nun ce dicimmo maje pecché?...
Vocche ca vase nun ne vonno,
nun só' sti vvocche oje né'!
Pure, te chiammo e nun rispunne
pe' fá dispietto a me...

Tenímmoce accussí: ánema e core...
nun ce lassammo cchiù, manco pe' n'ora...
stu desiderio 'e te mme fa paura...
Campá cu te,
sempe cu te,
pe' nun murí...
Che ce dicimmo a fá parole amare,
si 'o bbene po' campá cu nu respiro?
Si smanie pure tu pe' chist'ammore,
tenímmoce accussí...ánema e core!

Forse sarrá ca 'o chianto è doce,
forse sarrá ca bene fa...
Quanno mme sento cchiù felice,
nun è felicitá...
Specie si ê vvote tu mme dice,
distratta, 'a veritá...

Tenímmoce accussí: ánema e core...


Στίχοι: Salve D'Esposito.
Μουσική: Tito Manlio.
Τραγούδι του 1948.

ΓΑΛΑΖΙΟ


ΝΑΤAΣΑ ΧΑΤΖΙΔAΚΙ


ΝΑ ΠΕΦΤΕΙΣ


Γλιστρώ
στον απολυμασμένο κόσμο σας
και ξέρω τώρα
τι σημαίνει «γαλάζιο»
Να πέφτεις
για να μπορείς να ψηλαφίσεις
τα πράγματα
ακέραια
στην προοπτική τους.



Από τη συλλογή "Στις εξόδους των πόλεων", 1971.

Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2009

Μ' ΕΝΑ ΤΙΠΟΤΑ ΕΖΗΣΑ


ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ


ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ


Μ΄ ένα τίποτα έζησα
Μονάχα οι λέξεις δε μου αρκούσανε
Σ΄ ενός περάσματος αέρα
ξεγνέθοντας απόκοσμη φωνή τ΄ αυτιά μου
φχιά
φχιού φχιού
εσκαρφίστηκα τα μύρια όσα
Τί γυαλόπετρες φούχτες
τί καλάθια φρέσκες μέλισσες και σταμνιά φουσκωτά όπου
άκουγες ββββ να σου βροντάει ο αιχμάλωτος αέρας.

Κάτι
Κάτι δαιμονικό μα που να πιάνεται σαν σε δίχτυ στο σχήμα του Αρχαγγέλου
Παραλαλούσα κι έτρεχα
Έφτασα κι αποτύπωνα τα κύματα στην ακοή απ΄ τη γλώσσα

-Ε καβάκια μαύρα, φώναζα, κι εσείς γαλάζια δέντρα τί ξέρετε από μένα;
-Θόη θόη θμος
- Ε; Τι;
- Αρίηω ηθύμως θμος
- Δεν άκουσα τι πράγμα;
- Θμος θμος άδυσος

Ώσπου τέλος ένιωσα
κι ας πα΄ να μ΄ έλεγαν τρελό
πως από ΄να τίποτα γίνεται ο Παράδεισος.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ


ΣΑΒΒΑΤΟΒΡΑΔΟ ΣΤΗΝ ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ


Το απομεσήμερο έμοιαζε να στέκει
σαν αμάξι γέρικο στην ανηφοριά
κάθε απομεσήμερο στο παλιό μας στέκι
πίσω απ' το μαγέρικο του Δεληβοριά

Όλα μοιάζαν ουρανός και ψωμί σπιτίσιο
όλα μοιάζαν ουρανός και γλυκό γλυκό ψωμί

Γνώριζες τα βήματα ξέκρινα τους ήχους
και φωτιές ανάβαμε με σβηστή φωνή
τις βραδιές συνθήματα γράφαμε στους τοίχους
πέφταμε φωνάζοντας Κάτω οι Γερμανοί

Όλα μοιάζαν ουρανός και ψωμί σπιτίσιο
όλα μοιάζαν ουρανός και γλυκό γλυκό ψωμί

Τάχα τι να ζήλεψαν στα χλωμά σου μάτια
που γιομαν τ' απόβραδο γλύκα πρωινή
ήρθαν και βασίλεψαν τα βαθιά σου μάτια
κάποιο Σαββατόβραδο στην Καισαριανή

Κι όλα γίναν κεραυνός πελαγίσια αρμύρα
κι όλα γίναν κεραυνός και πικρό πικρό ψωμί



Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος.
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος.
Πρώτη εκτέλεση: Γρηγόρης Μπιθικώτσης.

ΡΙΧΑΡΤ ΝΤΕΕΜΕΛ!




RICHARD DEHMEL (1863 -1920)


AM UFER


Die Welt verstummt, dein Blut erklingt;
in seinen hellen Abgrund sinkt
der ferne Tag,

er schaudert nicht; die Glut umschlingt
das höchste Land, im Meere ringt
die ferne Nacht,

sie zaudert nicht; der Flut entspringt
ein Sternchen, deine Seele trinkt
das ewige Licht.


Το υλικό της ανάρτησης μάς το έσυειλε η τακτική επισκέπτρια του ιστολογίου κ. Manuela Arcuri.

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΡΟΖΑ ΠΟΝΣΕΛ


ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ROSA PONSELLE


MARIA MARÍ


A rapete fenesta
Fam m'afficia Maria
Ca stong mie-z'a via
Sperato p'a vede

Nun trove n'o rae pace
Anot-t'a faccio journo
Sempe staccaatuorno
Spe ranno c'ce par la

Oh Mari, oh Mari
Quanta suon-no, che perso pete
Fam m'addurmi
Una nocha abbracciato cuté
Oh Mari, oh Mari
Quanta suan-no che perso pete
Fam m'addurmi
Oh Mari, oh Mari

Nun trove n'o rae pace
Anot-t'a faccio journo
Sempe staccaatuorno
Spe ranno c'ce par la

Oh Mari, oh Mari
Quanta suon-no, che perso pete
Fam m'addurmi
Una nocha abbracciato cuté
Oh Mari, oh Mari
Quanta suan-no che perso pete
Fam m'addurmi
Oh Mari, oh Mari

Oh Mari, oh Mari
Quanta suon-no, che perso pete
Fam m'addurmi
Una nocha abbracciato cuté
Oh Mari, oh Mari
Quanta suan-no che perso pete
Fam m'addurmi
Oh Mari, oh Mari.

ΙΑΣΠΙΣ ΚΑΙ ΙΑΣΜΟΣ


ΜΑΡΙΑ ΛΑΪΝΑ


[ΤΡΙΜΜΕΝΟ ΜΕ ΝΕΡΟ ΚΑΙ ΣΤΑΧΤΗ ΠΑΡΕΛΘΟΝ]


Τριμμένο με νερό και στάχτη παρελθόν.
Η Μαρία γελάει
γυρίζει και ξαναπαίρνει τη θέση της.

Αντικριστά ο ίασπις κι ο ίασμος


Από τη συλλογή Δικό της, 1985.

Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2009

ΜΑΡΜΑΡΟΧΥΤΑ


ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ


ΕΡΜΑ...


΄Ερμα του δέντρου τα κλώνια, όλα γδυτά,
ξερόφυλλο, χρυσόφυλλο στη μαύρη γη πεσμένο·
ποθητά πόδια, ώ πόδια μαρμαροχυτά,
πατήστε με, σας περιμένω.

΄Ερμα του δέντρου μου τα κλώνια, όλα γδυτά,
ξερόφυλλο, χρυσόφυλλο στη μαύρη γη πεσμένο·
τρανή πνοή με τα φτερά τα δυνατά,
πάρε με, δείρε με, σήκωσέ με,
γύρνα με, γύρνα, κατάλυσέ με
σε περιμένω.

Φύλλο ξερό,
σε καρτερώ,
πόδια, πνοή,
΄Ερωτα, Θάνατε, Θεοί.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΟΣΤΑΚΟΒΙΤΣ

ΝΤΜΙΤΡΙ ΣΟΣΤΑΚΟΒΙΤΣ

ΚΟΝΤΣΕΡΤΟ ΓΙΑ ΠΙΑΝΟ, αρ. 2, σε Φα μείζονα, έργο 102


Η ανάρτηση αφιερώνεται στον Θεόδωρο Α. Πέππα για τα γενέθλιά του


I Allegro



II Andante


III Allegro



Την Orchestre Nationale De La Radiodiffusion Française διευθύνει ο André Cluytens.
Στρο πιάνο ο ίδιος ο συνθέτης.
Ηχογράφηση του 1958.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΗΤΣ!




JOHN KEATS


ON LEAVING SOME FRIENDS AT AN EARLY HOUR


GIVE me a golden pen, and let me lean
On heap’d up flowers, in regions clear, and far;
Bring me a tablet whiter than a star,
Or hand of hymning angel, when ’tis seen
The silver strings of heavenly harp atween:
And let there glide by many a pearly car,
Pink robes, and wavy hair, and diamond jar,
And half discovered wings, and glances keen.
The while let music wander round my ears,
And as it reaches each delicious ending,
Let me write down a line of glorious tone,
And full of many wonders of the spheres:
For what a height my spirit is contending!
’Tis not content so soon to be alone.

1817


Το υλικό υης ανάρτησης μάς το έστειλε η εκλεκτή φίλη του ιστολογίου κ. Adriana Sklenatikova σύζυγος Christian Karembeu.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΚΑΪΦΥΛΛΙΑΣ



ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΚΑΪΦΥΛΛΙΑΣ


ΩΤΟΣΤΟΠ


Μ' ωτοστόπ θα ξεκινήσω για ταξίδι μακρινό,
τα παιδιά θα χαιρετήσω, το κορίτσι που αγαπώ
και στους πέντε δρόμους μόνος μου θα βγω.

Θα το ρίξω για καλά στο σορολόπ
και θα βγω να ταξιδέψω μ' ωτοστόπ.

Τις παρέες θα ξεχάσω, θα το σκάσω μια βραδιά,
τις ιδέες μου θα σπάσω και τα τρύπια ιδανικά,
δώσ' μου φίλε Αντώνη χίλια δανεικά,
θα σου τα γυρίσω, μόλις βρω δουλειά.

Θα το ρίξω για καλά στο σορολόπ
και θα βγω να ταξιδέψω μ' ωτοστόπ.

Μ' ωτοστόπ!!!
Μ' ωτοστόπ!!!
Μ' ωτοστόπ!!!


Στίχοι: Δημήτρης Ιατρόπουλος.
Μουσική: Δημήτρης Ψαριανός.

ΣΦΑΛΙΑΡΕΣ


ΔΟΥΚΑΣ ΚΑΠΑΝΤΑΗΣ


Η ΡΟΚΑΝΑ


Σκληρό, πολύ σκληρό που οι άνθρωποι γερνάνε,
κι ό,τι κι αν κάνουν η ζωή τους αγνοεί -
ακαταπόνητη ροκάνα που ενοχλεί,
χάρη στα χέρια των παιδιών που την κρατάνε.

«Άμα σας πιάσω, θα χορτάσετε σφαλιάρες,
τους ενοχλείτε..., τους μεγάλους στο τραπέζι».
Ζωή, ροκάνα ενός κωλόπαιδου που παίζει,
σε κυνηγάνε με βρισιές και με κατάρες.

Είσαι το θράσος παλιοκόριτσου που χύνει,
μα κι ο λαγός που οι κυνηγοί καραδοκούν·
σύ ΄σαι τα μάλλινα, εσύ κι η ναφθαλίνη,
συ τα Ηρώδεια, εσύ και τα cartoon.

Είσαι η Hoover που τους γέροντες σκουπίζει,
εσύ, το κέρας της Αμάλθειας που σφύζει.



Από τη συλλογή "Αγοράκια Κοριτσάκια", Νεφέλη, Αθήνα 2006.

Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2009

ΕΝΑΣ ΣΚΑΡΑΒΑΙΟΣ ΠΙΤΣΙΛΙΣΜΕΝΟΣ ΓΥΡΗ



ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ


ΜΕΣΑ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΑΣ


Πολλά σημεία, με την επανάληψη, παίρναν μιάν άλλη
    σημασία
από νύχτα σε νύχτα, από πράξη σε πράξη· το ίδιο κι
    οι λέξεις
λίγο λίγο υποσκάπτονται, κοιλώνονται· μέσα στο
    κοίλωμά τους
ηχεί με καθαρότητα η αοριστία του χρόνου και του δρόμου
όταν περνούν τ’ αμάξια του ανθοπώλη, του ψαρά, του
    οπωροπώλη
κατάφορτα άνθη ή ψάρια ή καρπούς· και τ’ άλλο
    αμάξι, το μαύρο
με τους ωχρούς κοιμισμένους, προχωρώντας προς το
    αιώνιο
ήσυχα, ευγενικά, γιατί ακριβώς κοιλώθηκαν οι λέξεις
όπως η τέλεια μνήμη, μ’ ένα σφαιρικό περίβλημα, όπου
κάθε πορεία είναι ένας κύκλος, κι οι νεκροί επιστρέφουν
στο στίγμα της ανάστασης (που ’ναι ο λόγος του ανθρώπου)
κρατώντας τη λαμπάδα, τη σιωπή, την άσπρη ταινία
    κι ένα ρόδο –
μέσα στο ρόδο είναι ένας σκαραβαίος πιτσιλισμένος γύρη.



Από τη συλλογή: «Χειρονομίες».
Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Ποιήματα», τ. Ι΄, Κέδρος, Αθήνα 1989, σελ. 181.


Το ποίημα μάς το έστειλε ο εικονιζόμενος φίλος του ιστολογίου κ. Βασίλης Τοροσίδης. Τον ευχαριστούμε από καρδιάς.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΚΑΡΛΟΣ ΓΑΡΔΕΛ



ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο CARLOS GARDEL


ADIOS MUCHACHOS


Adiós, muchachos, compañeros de mi vida,
barra querida de aquellos tiempos.
Me toca a mí hoy emprender la retirada,
debo alejarme de mi buena muchachada.
Adiós, muchachos. Ya me voy y me resigno...
Contra el destino nadie la talla...
Se terminaron para mí todas las farras,
mi cuerpo enfermo no resiste más...

Acuden a mi mente
recuerdos de otros tiempos,
de los bellos momentos
que antaño disfruté
cerquita de mi madre,
santa viejita,
y de mi noviecita
que tanto idolatré...
¿Se acuerdan que era hermosa,
más bella que una diosa
y que ebrio yo de amor,
le di mi corazón,
mas el Señor, celoso
de sus encantos,
hundiéndome en el llanto
me la llevó?



Μουσική Julio César Sanders.
Στίχοι: César Vedani.

ΜΟΝΟ ΜΙΑ


ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΕΝΤΖΟΣ


ΑΛΒΙΩΝ


Ούτε τρεις, μόνο μια λάλησε αν ήταν και
αλέκτωρ πήγε στις γειτονιές π’ αρχίζεις πάλι
το τσιγάρο
χωρίς ρωμαίικη ιστορία με τη θηλιά στο
λαιμό πήγε στις αποβάθρες από το λήμμα
Ευρώπη σε κάθε δεισιδαιμονία αρρώστιες
και κρυπτομνησία φαιδρό λευκό κομμάτι
κύματος ώς τη σελίδα με τα παροράματα
του λεξικού

Αν είχε αναβάλει
μ’ εγγλέζικα τσιγάρα στον ψυχρό αέρα
θα ’γραφε και την κριτική του
να τελειώνουμε

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2009

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ


Η ανάρτηση αφιερώνεται στην Πολυξένη για τη γιορτή της.


ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ


ΔΙΑΛΥΣΗ


Κάποτε οι λέξεις έρχονται μονάχες τους σχεδόν, όπως
    τα φύλλα στα δέντρα –
βέβαια, οι ρίζες, αφανείς, το χώμα, ο ήλιος, το νερό
    έχουν βοηθήσει,
έχουν βοηθήσει και τα περασμένα σάπια φύλλα. Τα
    νοήματα, ύστερα,
εύκολα επικολλιούνται πάνω τους όπως στα φύλλα
    οι αράχνες, οι σκόνες,
κι οι στάλες της δροσιάς σπιθίζοντας με αμφίρροπες
    λάμψεις.
Κάτω απ’ τα φύλλα ένα μικρό κορίτσι ξεκοιλιάζει
    τη γυμνή της κούκλα·
Μιά στάλα πέφτει στα μαλλιά της· σηκώνει το κεφάλι· τίποτα
    δε βλέπει·
Μονάχα σ’ όλο της το σώμα διαλυμένη αυτή η ψυχρή
    διαφάνεια της σταγόνας.



Από τη συλλογή: «Χειρονομίες».
Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Ποιήματα», τ. Ι΄, Κέδρος, Αθήνα 1989, σελ. 195.

ΑΠΟΛΛΙΝΑΙΡ! ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΣΟΦΙ ΩΣΤΕΡ






ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ Ο GUILLAUME APOLLINAIRE (1880 - 1918)


LE PONT MIRABEAU


Sous le pont Mirabeau coule la Seine
Et nos amours
Faut-il qu'il m'en souvienne
La joie venait toujours après la peine

Vienne la nuit sonne l'heure
Les jours s'en vont je demeure

Les mains dans les mains restons face à face
Tandis que sous
Le pont de nos bras passe
Des éternels regards l'onde si lasse

Vienne la nuit sonne l'heure
Les jours s'en vont je demeure

L'amour s'en va comme cette eau courante
L'amour s'en va
Comme la vie est lente
Et comme l'Espérance est violente

Vienne la nuit sonne l'heure
Les jours s'en vont je demeure

Passent les jours et passent les semaines
Ni temps passé
Ni les amours reviennent
Sous le pont Mirabeau coule la Seine

Vienne la nuit sonne l'heure
Les jours s'en vont je demeure



ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η SOPHIE AUSTER


Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η πρώτη εικονιζόμενη, που θέλει όμως να κρατήσει την ανωνυμία της. Την ευχαριστούμε πολύ.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΑΤΖΗΣ



ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΑΤΖΗΣ


Η ΓΟΡΓΟΝΑ


Στην απάνω γειτονίτσα
μ' αγαπάνε δυο κορίτσια
μα εγώ πονάω γι' άλλη
μια Γοργόνα στ' ακρογιάλι

Φυλαχτό με τ' άγιο ξύλο
που να βρω για να της στείλω
φυλαχτό να τη φυλάει
και ας μη με αγαπάει



Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος.
Μουσική: Μάνος Λοΐζος.

ΔΙΕΛΑΘΕ


ΜΑΡΚΟΣ ΣΚΛΗΒΑΝΙΩΤΗΣ


ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ


Σαν μια ημέρα
Που πέρασε από τ’ αγκάθια
Και δε μάτωσε

Σαν τη ζωή
Που πέρασε στη φυλακή
Και ήταν ελεύθερη

Σαν μια στιγμή
Που πέρασε το παρόν
Και διέλαθε της λήθης

Θέλω να ζήσω
Το χρόνο που εμπιστεύτηκε
Την εδώ παρουσία μου

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΧΟΥΛΙΟ ΣΟΣΑ



ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο JULIO SOSA


EN ESTA TARDE GRIS


Qué ganas de llorar
en esta tarde gris,
en su repiquetear
la lluvia habla de ti.
Remordimiento de saber
que, por mi culpa, nunca,
vida, nunca te veré.
Mis ojos al cerrar
te ven igual que ayer,
temblando al implorar
de nuevo mi querer.
Y hoy es tu voz que vuelve a mí,
en esta tarde gris.
Ven,
triste me decías,
que en esta soledad
no puede más el alma mía...
Ven,
y, apiadate de mi dolor,
que estoy cansada de llorar,
de sufrir y esperar
y de hablar siempre a solas
con mi corazón.
Ven,
que te quiero tanto,
que si no vienes hoy
voy a quedar ahogada en llanto...
No,
no puede ser que siga así,
con este amor clavado en mí
como una maldición.
No supe comprender
tu desesperación
y alegre me alejé
en alas de otro amor.
Qué solo y triste me encontré
cuando me vi tan lejos
y mi engaño comprobé.
Mis ojos al cerrar
te ven igual que ayer
temblando al implorar
de nuevo mi querer
y hoy es tu voz que sangra en mí
en esta tarde gris.



Μουσική: Mariano Mores.
Στίχοι: José M. Contursi.

Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2009

ΣΩΜΑΤΑ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΑ ΚΑΙ ΕΚΠΛΗΡΩΜΕΝΑ ΟΝΕΙΡΑ


PAUL ELUARD


ΟΝΕΙΡΟ Μ’ ΕΠΙΝΟΗΜΕΝΑ ΤΑ ΠΑΝΤΑ

Στην ομίχλη σχεδιάζοντ’ αγάλματα
Μαλθακά και χρυσωμένα μαλθακά και σάρκινα
Και παίρνουν σχήμα παίρνουν ύφος
Αστεριών χυμένων από ανθρώπινα άστρα έξω
Επάνω στο απλό κατάλευκο σεντόνι της πρωίας

Αγάλματα γλυκά σαν ώριμα φρούτα
Έχοντας φυλάξει ιερή τη μορφή τους
Την αηδία τους και τον κρυμμένο πυρετό τους
Μα και την αφόρητην ανάσα τους επίσης
Αψηφώντας το δέντρο ΄κείνο που ’σβησ’ ο χειμώνας

Να πίνεις να προπίνεις προς τιμήν
Μιάς μέρας κουρσεμένης απ’ την πρώτην ώρα
Βελούδο αγαλμάτων μουλιασμένο μέσα σε γλυκό κρασί
Χάριτες φιλιωμένες των λαιμών των βραχιόνων
Για την υγεία είναι κάποιου ακίνητου φτερού

Σώματα απελεύθερα και εκπληρωμένα όνειρα
Τεράστια ανάπαυση και γύμνια απέραντη
Από σάρκα εχθρική σε σάρκα κτηνώδη
Δίχως ρίγη δίχως τίποτα από την τρανή γωνία
Του εδωνά μόλις τώρα ιδρυθέντος βασιλείου

Και ό,τι πρέπει εσύ να δεις μες σ’ αυτό τον λαβύρινθο
Του ήδη μη διαδραματισμένου χρόνου
Είν’ ο οφθαλμός της χλόης και κάτι χωμάτινα δάχτυλα
Για να δικαιωθεί το μολυβί γαλαζοπράσινο
Και το βάρος μιάς χειρονομίας καθαρό προς τ’ άστρα.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΜΑΡΙΟ ΑΜΠΑΤΕ



ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο MARIO ABBATE


I TE VURRÍA VASÀ


Ah ! che bell'aria fresca
ch'addora e malvarosa.
E tu durmenno staje
ncopp'a sti ffronne 'e rosa.
'O sole a poco a poco
pe 'stu ciardino sponta;
'o viento passa e vasa
'stu ricciulillo 'nfronta.
'I te vurria vasa'...
'I te vurria vasa'...
Ma 'o core nun m' 'o
ddice 'e te sceta'.
'I me vurria addurmi'
'I me vurria addurmi'
vicino 'o sciato tujo
n'ora pur'i'!

Sento 'stu core tujo
che sbatte comm' 'a ll'onne.
Durmenno, angelo mio,
chi sa tu a chi te suonne!
'A gelusia turmenta
'stu core mio malato;
te suonne a me? Dimmello...
O pure suonne a n'ato?
'I te vurria vasa'...
'I te vurria vasa'...
Ma 'o core nun m' 'o
ddice 'e te sceta'.
'I me vurria addurmi'
'I me vurria addurmi'
vicino 'o sciato tujo
n'ora pur'i'!



Στίχοι: Vicenzo Russo.
Μουσική: Eduardo Di Capua.

ΜΑΡΙΑ ΡΙΒΕΡΑ!




MARÍA RIVERA (1971)


ENVÍO


Escribí para ti,
para tu honda trayectoria,
para el hueco de ti.

Tú fuiste mi herida,
por tu honda flecha
abrí las manos.

Escribí para el sol
desnudo de tu nombre,
para nombrarte
mío y de los hombres,

para salvarte
de las cosas mudas
sin lenguaje: Tú

que estás en todo y
todo te conforma.

Escribí para ti,
ánima del mundo,
piedra mía,

para tu arena
implacable
que nada olvida.

Escribí para ti,
molino de sombra,

para que el pobre hombre,
pobre, mire la flor de su edad
naciendo y se alegre.



Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη νέα φίλη του ιστολογίου κ. Dayana Mendoza.

ΜΙΑ ΖΩΗ ΕΧΕΙ ΠΙΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑΣΤΕΙ



ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΒΙΚΥ ΜΟΣΧΟΛΙΟΥ


ΠΕΦΤΕΙ ΜΙΑ ΒΡΟΧΗ


Πέφτει μια βροχή και μια θλίψη όλη νύχτα
μες στα χαμηλά τα εργατικά τα σπίτια
κι ένα κερί σαν καρδιά που τρεμοσβήνει
δείχνει κι αυτό πως για σένα ξαγρυπνώ.

Γράμματα πικρά, μου γυρίζουν όλα πίσω
μα κι αν σ΄ έβρισκαν τίποτα δεν θα κερδίσω
έμαθα πια, πώς να ζει κανείς μονάχος
και να ξυπνά μ΄ ένα όνειρο βραχνά.

Είναι μια βροχή και που συνεχίζει χρόνια
μα δεν νοιώθεις πια, τον δικό μου τον αγώνα
ξένος περνάς και σαν ξένος τί σε νοιάζει
που μια ζωή έχει πια κομματιαστεί.



Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου.
Μουσική: Γιάννης Σπανός.

ΜΠΡΑΒΟ, ΠΑΙΔΕΣ!


ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ – ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗΣ


ΕΥΛΟΓΙΑ ΚΥΡΙΟΥ


- Ευλογείτε, παίδες.
- Υμνούμεν, ευλογούμεν και υπερυψούμεν.
- Ποιόν μωρέ;
- Τον Κύριον.
- Μπράβο, παίδες.


Από την ποιητική συλλογή « Χύμα χάος»

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2009

ΝΤΥΛΑΝ ΤΟΜΑΣ!



DYLAN THOMAS


A PROCESS IN THE WEATHER OF THE HEART


A process in the weather of the heart
Turns damp to dry; the golden shot
Storms in the freezing tomb.
A weather in the quarter of the veins
Turns night to day; blood in their suns
Lights up the living worm.
A process in the eye forwarns
The bones of blindness; and the womb
Drives in a death as life leaks out.
A darkness in the weather of the eye
Is half its light; the fathomed sea
Breaks on unangled land.
The seed that makes a forest of the loin
Forks half its fruit; and half drops down,
Slow in a sleeping wind.
A weather in the flesh and bone
Is damp and dry; the quick and dead
Move like two ghosts before the eye.
A process in the weather of the world
Turns ghost to ghost; each mothered child
Sits in their double shade.
A process blows the moon into the sun,
Pulls down the shabby curtains of the skin;
And the heart gives up its dead.


Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η φίλη του ιστολογίου και του Ολυμπιακού Συνδέσμου Φιλάθλων Πειραιώς κ. Adriana Sklenarikova.