Σάββατο 31 Μαρτίου 2018

ΣΕ ΙΣΑ ΜΕΡΗ




RENÉ CHAR


ΣΕ ΙΣΑ ΜΕΡΗ

Είμαι σαγηνευμένος από τούτο το παντρύφερο κομμάτι της εξοχής, από την όλο μοναξιά κουπαστή του, στο χείλος της οποίας φτάνουν οι μπόρες και αποδεσμεύονται με ευπείθεια, και στο άλμπουρό της μια όψη χαμένη, καθώς για μια στιγμή αστράφτει ολόκληρη και με κερδίζει εκ νέου. Από πολύ μακριά κι απ’ όσο θυμάμαι ξεχωρίζω που σκύβω πάνω απ’ τα φυτά του αφρόντιστου πατρικού μου κήπου, με προσοχή εντεταμένη στους χυμούς, να φιλάω μάτια με ώριμο σχήμα και χρώματα που ο προεσπερινός άνεμος τ’ άρδευε καλύτερα απ’ το χέρι των ανθρώπων το ανάπηρο. Γόητρο επιστροφής, νόστος που ουδεμία τύχη δύναται να τον προσβάλει, να τον αμαυρώσει. Μεσημβρινά δικαστήρια – πλην εγώ ξαγρυπνάω. Εγώ που απολαμβάνω το προνόμιο να τα νιώθω όλα μαζί: αποθάρρυνση και εμπιστοσύνη, αυτομολία και ευψυχία – και μήτε έχω στον νου μου συγκρατήσει τίποτε άλλο παρεκτός την τηκόμενη γωνία κάποιου τυχαίου ανταμώματος.
  Σε μια στράτα λεβάντας και κρασιού περπατήσαμε πλάι-πλάι, και ήμασταν μέσα σ’ ένα σκονισμένο πλαίσιο παιδικότητας με φαράγγια όλο βάτους και με τον καθένα μας να ξέρει πόσο πολύ τον αγαπούσε ο άλλος. Δεν είναι άντρας με κεφάλι μυθικό αυτός που φίλαγες αργότερα πίσω απ’ την αντάρα της μόνιμης κλίνης σου. Να σε τώρα γυμνή και μεταξύ όλων των άλλων η πρώτη και καλύτερη μόνο για σήμερα, οπού διαβαίνεις την έξοδο υμνωδιών εξόχως κακοτράχαλων. Το διάστημα εσαεί νά ’ναι τάχα τούτη ’δώ η απόλυτη και μαρμαίρουσα ανάπαυλα απουσίας, μια εντολή μεταβολής και δη κατσιασμένης; Προλέγοντάς το, ωστόσο, τούτο το ρήμα έρχομαι και επιβεβαιώνω ότι ζεις· το σκαμμένο αυλάκι φωτίζεται ανάμεσα στο δικό σου καλό και στο κακό το δικό μου. Η θέρμη θα επανέλθει… θα επανέλθει συνοδευόμενη από τη σιωπή, όπως θα σε σηκώνω ψηλά στα χέρια μου, Άψυχη.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.



Παρασκευή 30 Μαρτίου 2018

ΜΑΓΕΙΑ




PAUL VALÉRY


ΜΑΓΕΙΑ

Χύνει η σελήνη ασθενική τα φέγγη τα ιερά,
όλη μια φούστα από φαντό κι ασημωτή,
πάνω στο βάθρο εκεί έρχεται η Σκιά να ονειρευτεί
που το μαργαριτόδιφρο πέπλο λαμπρό ακλουθά.

Κι ώς τα καλάμια αγγίζουνε οι μεταξένιοι κύκνοι
με τις καρίνες του φτερού που δείχνει θαμπερό,
μαδάει ένα ρόδο ατέλειωτο σαν χιόνι φωτερό
κι από τα φύλλα στο νερό κυλούν κι ανοίγουν κύκλοι…

Τέτοια η ζωή; Ω έρημος από ηδονή λυωμένη
που τ’ ασημένιου του νερού αχνός παληός πεθαίνει,
μπρος στο κατώφλι, που ηχά σαν κρούσταλλο κρυφό…

Η σάρκα τώρα ως έσμιξε τριαντάφυλλα, αρχινίζει
να τρέμει, σαν με μια φωνή διαμάντι φοβερό
με της ημέρας την κλωστή μύθο πηχτό ραγίζει.



Μετάφραση: Νίκος Στρατάκης.
Από το βιβλίο: «Οι ποιηταί της Γαλλίας», εισαγωγή – μετάφραση Νίκος Στρατάκης, πρόλογος Ζαν Σαβάν, Αθήναι 1949 (πρώτη έκδοση 1931), σελ. 252.


Πέμπτη 29 Μαρτίου 2018

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΜΕ ΤΡΕΙΣ ΚΩΠΗΛΑΤΕΣ




ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ


ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΜΕ ΤΡΕΙΣ ΚΩΠΗΛΑΤΕΣ

Παράξενο επεισόδιο κι αυτό…
αρχίσανε τις ξιπασιές κι οι τρεις τους
τάχατες  ήταν κουπολάτες με το μίλι
όταν εμίσευε το τσούρμο από την ιωλκό
με τον ιάσονα·
περνούσαν τα στενά όταν ξεσήκωσαν
το πλήρωμα σε στάση
το συσσίτιο ψοφίμι τράγος
τάχατες γι’ αυτό τους ρίξαν ξέμπαρκους στο βόσπορο
κ’ έτσι δεν είδαν τον κιμμέριο.
Μείναν εκεί λοιπόν ίσα που λειτουργήθηκε
για τελευταία φορά η άγια σοφιά
κι έβαλε στο δεξί ο αυτοκράτορας
τη υπερμάχω
και πως μετάλαβε ύστερα τα άχραντα,
πράγματα σημαδιακά,
από το χέρι του πατριάρχη
μετά πως ζήτησε άφεση από τους αμαξάδες
τα περιτρίμματα του ιππόδρομου
του λιμανιού τις πόρνες
κι απέ πως ξάφνου ένας σταυρός
κ’ ένα καμίνιν έγινε κ’ ένα σκουτάριν
ο κωνσταντίνος
στου ρωμανού την πόρτα ώς το χαμό
στητός
και πως τον βρήκανε με τα σφαχτάρια
οι εβραίοι παλιατζήδες
του πήραν τα σαντάλια απ’ τα σφυρά
άλλοι αρπάξανε το εγκόλπιο με το δικέφαλο
άλλοι τις πόρπες τις χρυσές και τη σφραγίδα
το δαχτυλίδι την κορόνα οι φράγκοι
εμείς το όνειρο… είπανε,
καθώς βασίλευαν τα μάτια του
στις όχθες του μαγιού
και το παράπονο.


Είπανε ακόμη πως μετά
ήρθανε χρόνια δύσκολα της στέρφας
πως μπήκανε μπροστά οι συμβιβασμοί
το πώς πουλούσανε στους βάραγγους λαθραία
αφιόνι τσιγαρόχαρτο εικονίσματα
την μια φτερούγα του μιχαήλ αρχάγγελου
αναποδογυρισμένη στον έπαχτο
πως έτσι άρχισε το ξήλωμα στα όσια
πως δόθηκε για ένα δάνειο εγγύηση
το σκαραμάγγι του αυτοκράτορα ανδρόνικου
πως δόθηκαν αγόρια τρυφερά σε μπέηδες
και δέσποινες αρχόντισσες από τα τέμπλα
να πάρομε ποδήλατα απ’ τους ιάπωνες
κι άλλα πολλά ακατανόμαστα.
Όταν στο μέσο της ανάκρισης ρωτήθηκαν
για τη γενιά τους
δείξαν τα γένια τους : βόστρυχοι ασύγκριτοι
τα μάτια τους από αχάτη τροχισμένο
η μύτη αιγόκερου και οι ποδιές
κεντίδια και σειρήτια φτερωτά
του λιόπαρδου·
ασσύριοι λοιπόν της νινευί·
αδύνατο να το δεχτούνε.
Σε τοίχο ανίσκιωτο είπανε
κατεβατό από πουρί της γόρτυνας
σημαδεμένον από δόντια του ήλιου
κι από τα νύχια των σταχυών
τους γέννησαν δυο χρώματα :
πατέρας το κεραμιδί του χωραφιού
μάνα το λουλακί της θάλασσας
τίποτες άλλο
ώς το μεγάλο σηκωμό.


Ο ένας τους, καταπώς είπαν ύστερα,
φαρμακωμένος έγινε ένα σταυροδρόμι
τα σκυλιά γρυλίζοντας σκορπίσαν τρομαγμένα
η είδηση μαθεύτηκε αστραπή
σ’ επιφυλακή ο στρατός οι λεγεώνες,
λέγανε πάλι για τα γεγονότα της ιουδαίας·
ατάραχοι σαν τον ασβέστη οι άλλοι δυό
εξήγησαν πως κάποια αρρώστια του στα γάγγλια
του φέρνει πού και πού τη θεία νόσο
για τα εφτά καρφιά του γένους
για τους εσταυρωμένους
για τα σταυροδρόμια των καιρών·
ήσυχοι κάθισαν και τον περίμεναν
στο στόμα του νεραϊδοπήγαδου σκυφτοί·
βαθιά μες στο σκοτίδι του νερού ξανοίγανε
τις γενοβέζικες γαλέρες
που ρίχθηκαν από ντροπή όταν επάρθηκεν
η πόλη,
μπορείς να δεις ακόμα τα φανάρια
τις σημαίες σχισμένες και τα λάβαρα
το μαλτέζο λοστρόμο περασμένο με σπαθί
πέρα για πέρα και το ναύαρχο
δίχως κεφάλι όρθιο στη γέφυρα
να κόβει εικοσάρες
και στέρηση εξόδου ο ανόητος…


ύστερα τα ίδια πάλι :
σεληνιάζεται ένα σταυροδρόμι,
αερικό ν’ ανατριχιάς,
τα σπίτια να βουλιάζουν
κάτι που φούσκωνε πήρε να γίνεται
ο τρίτος κωπηλάτης
οι δυό που τον περίμεναν σηκώθηκαν
αφήσανε στο ρείθρο το κορμί τους
σαν την οχιά με το φιδοπουκάμισο
κόψανε τρία τέταρτα του φεγγαριού
για το προσφάγι,
πάνε.



Από την ποιητική συλλογή: «Τετραψήφιο με την έβδομη χορδή» (1972).
Από το βιβλίο: Έκτωρ Κακναβάτος, «Ποιήματα 1943-1987), Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2010, σσ. 111-115.

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2018

ΒΙΤΤΟΡΙΟ ΣΕΡΕΝΙ!




VITTORIO SERENI


ANNI DOPO

La splendida la delirante pioggia s’è quietata,
con le rade ci bacia ultime stille.
Ritornati all’aperto
amore m’è accanto e amicizia.
E quello, che fino a poco fa quasi implorava,
dall'abbuiato portico brusìo
romba alle spalle ora, rompe dal mio passato:
volti non mutati saranno, risaputi,
di vecchia aria in essi oggi rappresa.
Anche i nostri, fra quelli, di una volta?
Dunque ti prego non voltarti amore
e tu resta e difendici amicizia.