RENÉ CHAR
Ο
ΕΞΩΦΡΕΝΙΚΟΣ ΕΚΕΙΝΟΣ
Δεν άλλαζε ίσκιο, όπως προχωρούσε – αυτομεταφραζόταν
δε απλώς σε μια τολμηρότητα ήδη αναλωμένη, μολονότι ο βηματισμός του ήταν
αρκετά κοινότοπος, για να μην πω μπανάλ.
Όσοι εγκαταλείπουν τις πρώτες ώρες της νύχτας το κρεβάτι τους και ύστερα, ώς
την άλλη μέρα το πρωί, το χάνουν απ’ τα μάτια τους, μπορεί και να μπουν σε
πειρασμό απ’ τις τυχόν ομοιότητες. Γυρεύουν οπωσδήποτε ν’ απαλλαγούν δι’
αποστάξεως από κάτι πέτρες υπερβαλλόντως σοφές, υπερμέτρως ζέουσες, και θέλουν
να λυτρωθούν απ’ τις επιρροές των κρυστάλλων που διατυπώνουν τη μυθική αξίωση να
πηγαίνει το σκυθρωπό τής καθημερινότητας διάβα να κρύβεται, όπου επιλέξει και
του αρέσει, κάτω από απαλές ψαύσεις υφάσματος σουδαρίου. Τέτοιος δεν ήτανε
τούτος ο διαβάτης που του σεληνιακού τοπίου το πέπλο, έτσι όπως έπεφτε πολύ-πολύ
χαμηλά, έμοιαζε να μην τον πολυενοχλεί στην κίνησή του. Το μανιασμένο ψύχος εβούρτσιζε
προσεκτικά την επιφάνεια του μετώπου του χωρίς να εμφανίζεται και ως κάτι το προσωπικό. Ένας δρόμος που μακραίνει,
ένα μονοπάτι που στρίβει συμμορφώνονται προς την ορμή του στοχασμού που
τραγουδάει με κλειστό το στόμα, με μπους
φερμέ όπως λέμε. Μες στην ιδιότυπη και απιθάνως αφάνταστη χειμωνιάτικη
νύχτα, και ακριβώς επειδή ανήκε από κοινού στο σύνολο των κατοίκων του σύμπαντος
που δεν την τρύπαγαν για να περάσουν, έπαψε πια να υπάρχει ακόμα και ο τελευταίος
ηθοποιός. Είχε απολέσει πλέον κάθε δεσμό τόσο με το αρχαίο μούρμουρο εκείνων
των πηγών που διέκειντο ευνοϊκά στο να προσφέρονται σε διερωτήσεις, όσο και με
τα ευτυχισμένα κορμιά που ευαρεστείτο να εμψυχώνει πλάι στο δικό του, αφόταν
μπορούσε ακόμα να εκχωρήσει μια κορυφογραμμή στο κέφι του και όλο το χιόνι στο
ταλέντο του. Σήμερα τά ’σπασε και με
τη θλίψη, κάνοντας την πράγμα εντελώς ευτελές, και με τον τρόμο των συμπεφωνημένων, συναποδεχθέντων και συνομολογηθέντων.
Η γη είχε φασκιώσει την πειθώ της – η γη, με την ταχύτητά της ελαφρώς μειωμένη,
με τη φαντασία της κροκάτη, με την ασκούμενη τριβή της χαίνουσα λόγω πράξεων
τερατωδών που εν τούτοις συντελέστηκαν. Κανείς δεν θα τον λησμονούσε, διότι το
ατομικώς ωφέλιμο ουδέποτε ετούτον εδώ τον συνέδραμε, και κανείς δεν θα τον εσχεδίαζε
ολόκληρον στο βλέμμα εντός των άλλων. Στ’ ασπρισμένο ταβάνι του δωματίου του είχανε
περάσει κάτι πουλιά, πλην όμως η αστραπή τους είχε λειώσει πια τελείως μες στον
ύπνο του.
Το πέπλο του σεληνιακού τοπίου απλώνει
τώρα ψηλά, πάρα πολύ ψηλά, τ’ αρωματικά του χρώματα πάνω από τούτο το άτομο που
λέω εδώ. Και το οποίο εξέρχεται πεφωτισμένο από το ψύχος και πάμφωτο γυρνάει
για πάντα τα νώτα στην άνοιξη που δεν υπάρχει.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου