ΕΚΤΩΡ
ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΜΕ ΤΡΕΙΣ ΚΩΠΗΛΑΤΕΣ
Παράξενο
επεισόδιο κι αυτό…
αρχίσανε τις
ξιπασιές κι οι τρεις τους
τάχατες
ήταν κουπολάτες με το μίλι
όταν εμίσευε
το τσούρμο από την ιωλκό
με τον
ιάσονα·
περνούσαν τα
στενά όταν ξεσήκωσαν
το πλήρωμα
σε στάση
το συσσίτιο
ψοφίμι τράγος
τάχατες γι’
αυτό τους ρίξαν ξέμπαρκους στο βόσπορο
κ’ έτσι δεν
είδαν τον κιμμέριο.
Μείναν εκεί
λοιπόν ίσα που λειτουργήθηκε
για
τελευταία φορά η άγια σοφιά
κι έβαλε στο
δεξί ο αυτοκράτορας
τη υπερμάχω
και πως
μετάλαβε ύστερα τα άχραντα,
πράγματα
σημαδιακά,
από το χέρι
του πατριάρχη
μετά πως
ζήτησε άφεση από τους αμαξάδες
τα
περιτρίμματα του ιππόδρομου
του λιμανιού
τις πόρνες
κι απέ πως
ξάφνου ένας σταυρός
κ’ ένα
καμίνιν έγινε κ’ ένα σκουτάριν
ο
κωνσταντίνος
στου ρωμανού
την πόρτα ώς το χαμό
στητός
και πως τον
βρήκανε με τα σφαχτάρια
οι εβραίοι
παλιατζήδες
του πήραν τα
σαντάλια απ’ τα σφυρά
άλλοι
αρπάξανε το εγκόλπιο με το δικέφαλο
άλλοι τις
πόρπες τις χρυσές και τη σφραγίδα
το δαχτυλίδι
την κορόνα οι φράγκοι
εμείς το όνειρο… είπανε,
καθώς βασίλευαν τα μάτια του
στις όχθες του μαγιού
και το παράπονο.
Είπανε ακόμη
πως μετά
ήρθανε
χρόνια δύσκολα της στέρφας
πως μπήκανε
μπροστά οι συμβιβασμοί
το πώς
πουλούσανε στους βάραγγους λαθραία
αφιόνι
τσιγαρόχαρτο εικονίσματα
την μια
φτερούγα του μιχαήλ αρχάγγελου
αναποδογυρισμένη
στον έπαχτο
πως έτσι
άρχισε το ξήλωμα στα όσια
πως δόθηκε
για ένα δάνειο εγγύηση
το
σκαραμάγγι του αυτοκράτορα ανδρόνικου
πως δόθηκαν
αγόρια τρυφερά σε μπέηδες
και
δέσποινες αρχόντισσες από τα τέμπλα
να πάρομε
ποδήλατα απ’ τους ιάπωνες
κι άλλα
πολλά ακατανόμαστα.
Όταν στο
μέσο της ανάκρισης ρωτήθηκαν
για τη γενιά
τους
δείξαν τα
γένια τους : βόστρυχοι ασύγκριτοι
τα μάτια
τους από αχάτη τροχισμένο
η μύτη
αιγόκερου και οι ποδιές
κεντίδια και
σειρήτια φτερωτά
του
λιόπαρδου·
ασσύριοι
λοιπόν της νινευί·
αδύνατο να
το δεχτούνε.
Σε τοίχο
ανίσκιωτο είπανε
κατεβατό από
πουρί της γόρτυνας
σημαδεμένον
από δόντια του ήλιου
κι από τα
νύχια των σταχυών
τους
γέννησαν δυο χρώματα :
πατέρας το
κεραμιδί του χωραφιού
μάνα το
λουλακί της θάλασσας
τίποτες άλλο
ώς το μεγάλο
σηκωμό.
Ο ένας τους,
καταπώς είπαν ύστερα,
φαρμακωμένος
έγινε ένα σταυροδρόμι
τα σκυλιά γρυλίζοντας
σκορπίσαν τρομαγμένα
η είδηση
μαθεύτηκε αστραπή
σ’ επιφυλακή
ο στρατός οι λεγεώνες,
λέγανε πάλι
για τα γεγονότα της ιουδαίας·
ατάραχοι σαν
τον ασβέστη οι άλλοι δυό
εξήγησαν πως
κάποια αρρώστια του στα γάγγλια
του φέρνει
πού και πού τη θεία νόσο
για τα εφτά
καρφιά του γένους
για τους
εσταυρωμένους
για τα
σταυροδρόμια των καιρών·
ήσυχοι
κάθισαν και τον περίμεναν
στο στόμα
του νεραϊδοπήγαδου σκυφτοί·
βαθιά μες
στο σκοτίδι του νερού ξανοίγανε
τις
γενοβέζικες γαλέρες
που ρίχθηκαν
από ντροπή όταν επάρθηκεν
η πόλη,
μπορείς να
δεις ακόμα τα φανάρια
τις σημαίες
σχισμένες και τα λάβαρα
το μαλτέζο
λοστρόμο περασμένο με σπαθί
πέρα για
πέρα και το ναύαρχο
δίχως κεφάλι
όρθιο στη γέφυρα
να κόβει
εικοσάρες
και στέρηση
εξόδου ο ανόητος…
ύστερα τα
ίδια πάλι :
σεληνιάζεται
ένα σταυροδρόμι,
αερικό ν’
ανατριχιάς,
τα σπίτια να
βουλιάζουν
κάτι που
φούσκωνε πήρε να γίνεται
ο τρίτος
κωπηλάτης
οι δυό που
τον περίμεναν σηκώθηκαν
αφήσανε στο
ρείθρο το κορμί τους
σαν την οχιά
με το φιδοπουκάμισο
κόψανε τρία
τέταρτα του φεγγαριού
για το
προσφάγι,
πάνε.
Από
την ποιητική συλλογή: «Τετραψήφιο με την έβδομη χορδή» (1972).
Από
το βιβλίο: Έκτωρ Κακναβάτος, «Ποιήματα 1943-1987), Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2010, σσ.
111-115.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου