Δευτέρα 31 Μαρτίου 2008

CUMMINGS!


e.e. cummings


a man who had fallen among thieves


a man who had fallen among thieves
lay by the roadside on his back
dressed in fifteenthrate ideas
wearing a round jeer for a hat

fate per a somewhat more than less
emancipated evening
had in return for consciousness
endowed him with a changeless grin

whereon a dozen staunch and Meal
citizens did graze at pause
then fired by hypercivic zeal
sought newer pastures or because

swaddled with a frozen brook
of pinkest vomit out of eyes
which noticed nobody he looked
as if he did not care to rise

one hand did nothing on the vest
its wideflung friend clenched weakly dirt
while the mute trouserfly confessed
a button solemnly inert.

Brushing from whom the stiffened puke
i put him all into my arms
and staggered banged with terror through
a million billion trillion stars


Το ποίημα μάς το έστελε η φίλη του μπλογκ κ. Βιβιάνα Γκρέκο.


ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΡΑΤΖΑΣ


ΜΕ ΜΙΣΟ ΦΕΓΓΑΡΙ


Με μισό φεγγάρι κινάω τη νύχτα
στην άλλη μεριά του κορμιού σου
κι ανακαλύπτω τα εξαίσια θαλασσινά τοπία σου.
Γι’ αυτό τα χελιδόνια όταν έρχονται στον τόπο μου
γυρεύουνε τη νύχτα τις μασχάλες σου
και το πρωί ανοίγουνε τον ουρανό
ώσπου να καταλάβουνε καλά τί έχουν απ’ τα μάτια σου
να στήσουν τη φωλιά τους στο παράθυρό σου.


Από το βιβλίο: Διονύσης Καρατζάς, «Ποιήματα (1972-1997)», Διάττων, Αθήνα 1999, σελ. 57.

Κυριακή 30 Μαρτίου 2008

LEOPOLDO LUGONES!


LEOPOLDO LUGONES


LA MUERTE DE LA LUNA


En el parque confuso
Que con lánguidas brisas el cielo sahúma,
El ciprés, como un huso,
Devana un ovillo de de bruma.
El telar de la luna tiende en plata su urdimbre;
Abandona la rada un lúgubre corsario,
Y después suena un timbre
En el vecindario.

Sobre el horizonte malva
De una mar argentina,
En curva de frente calva
La luna se inclina,
O bien un vago nácar disemina
Como la valva
De una madreperla a flor del agua marina.

Un brillo de lóbrego frasco
Adquiere cada ola,
Y la noche cual enorme peñasco
Va quedándose inmensamente sola.

Forma el tic-tac de un reloj accesorio,
La tela de la vida, cual siniestro pespunte.
Flota en la noche de blancor mortuorio
Una benzoica insispidez de sanatorio,
Y cada transeúnte
Parece una silueta del Purgatorio.

Con emoción prosaica,
Suena lejos, en canto de lúgubre alarde,
Una voz de hombre desgraciado, en que arde
El calor negro del rom de Jamaica.
Y reina en el espíritu con subconsciencie arcaica,
El miedo de lo demasiado tarde.

Tras del horizonte abstracto,
Húndese al fin la luna con lúgubre abandono,
Y las tinieblas palpan como el tacto
De un helado y sombrío mono.
Sobre las lunares huellas,
A un azar de eternidad y desdicha,
Orión juega su ficha
En problemático dominó de estrellas.

El frescor nocturno
Triunfa de tu amoroso empeño,
Y domina tu frente con peso taciturno
El negro racimo del sueño.
En el fugaz desvarío
Con que te embargan soñadas visiones,
Vacilan las constelaciones;
Y en tu sueño formado de aroma y de estío,
Flota un antiguo cansancio
De Bizancio...

Languideciendo en la íntima baranda,
Sin ilusión alguna
Contestas a mi trémula demanda.
Al mismo tiempo que la luna,
Una gran perla se apaga en tu meñique;
Disipa la brisa retardados sonrojos;
Y el cielo como una barca que se va a pique,
Definitivamente naufraga en tus ojos.



Το ποίημα μάς το έστειλε η συμπατριώτισσα του Λουγόνες κ. Γιαμίλα Δίας.

ΕΝΑ ΒΑΛΣ ΤΟΥ ΝΤΜΙΤΡΙ ΣΟΣΤΑΚΟΒΙΤΣ



Βαλς υπ' αριθμ. 2, από την "Σουίτα Τζαζ".

ΥΠΝΟΣ ΙΕΡΟΣ, ΛΙΟΝΤΑΡΙΣΙΟΣ


ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ


ΑΛΑΦΡΟΪΣΚΙΩΤΟΣ
(ΓΥΡΙΣΜΟΣ)


Ύπνος ιερός, λιονταρίσιος,
του γυρισμού, στη μεγάλη
της αμμουδιάς απλωσιά.
Στην καρδιά μου
τα βλέφαρά μου κλεισμένα·
και λάμπει, ωσάν ήλιος, βαθιά μου…

Bοή του πελάου πλημμυρίζει
τις φλέβες μου·
απάνω μου τρίζει
σα μυλολίθαρο ο ήλιος·
γεμάτες χτυπάει τις φτερούγες ο αγέρας·
αγκομαχάει το άφαντο αξόνι.
Δε μου ακούγεται η τρίσβαθη ανάσα.
Γαληνεύει, ώς στον άμμο, βαθιά μου
και απλώνεται η θάλασσα πάσα.

Σε ψηλοθόλωτο κύμα
την υψώνει το απέραντο χάδι·
ποτίζουν τα σπλάχνα
τα ολόδροσα φύκια,
ραντίζει τα διάφωτη η άχνα
του αφρού που ξεσπάει στα χαλίκια·
πέρα σβήνει το σύφυλλο βούισμα
οπού ξέχειλο αχούν τα τζιτζίκια.

Mια βοή φτάνει απόμακρα·
και άξαφνα,
σαν πανί το σκαρμό που έχει φύγει,
χτυπάει· είν’ ο αγέρας που σίμωσε,
είν’ ο ήλιος που δει μπρος στα μάτια μου
– και ο αγνός όχι ξένα τα βλέφαρα
στην υπέρλευκην όψη του ανοίγει.

Πετιώμαι απάνω. H αλαφρότη μου
είναι ίσια με τη δύναμή μου.
Λάμπει το μέτωπό μου ολόδροσο,
στο βασίλεμα σειέται ανοιξιάτικο
βαθιά το κορμί μου.
Βλέπω γύρα. Tο Ιόνιο,
και η ελεύτερη γη μου!


Από το βιβλίο: Άγγελος Σικελιανός «Ο Λυρικός Bίος», τ. A΄, Ίκαρος, Αθήνα 1965.

ΕΝΑ ΘΡΥΛΙΚΟ ΤΑΝΓΚΟ - ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ



MALENA

Malena canta el tango como ninguna
y cada verso pone su corazón.
A yuyo de suburbio su voz perfuma.
Malena tiene pena de bandoneón.
Tal vez allá, en la infancia, su voz de alondra
tomó ese tono oscuro de callejón;
o acaso aquel romance que sólo nombra
cuando se pone triste con el alcohol...
Malena canta el tango con voz de sombra;
Malena tiene pena de bandoneón.

Tu canción
tiene frío del último encuentro.
Tu canción
se hace amarga en la sal del recuerdo
Yo no sé
si tu voz es la flor de una pena,
solo sé
que al rumor de tus tangos, Malena,
te siento más buena,
más buena que yo.

Tus ojos son oscuros como el olvido;
tus labios, apretados como el rencor;
tus manos, dos palomas que tienen frío;
tus venas tienen sangre de bandoneón...
Tus tangos son criaturas abandonadas
que cruzan sobre el barro del callejón
cuando todas las puertas están cerradas
y ladran los fantasmas de la canción.
Malena canta el tango con voz quebrada;
Malena tiene pena de bandoneón.


Στίχοι: Homero Manzi.
Μουσική: Lucio Demare.
Τραγούδι του 1941.



***********


ΜΑΛΕΝΑ


Λέει η Μαλένα τα ταγκό της όπως καμιά άλλη
Και σε κάθε στίχο βάζει την καρδιά της
Στην άχρωμη συνοικία η φωνή της τέλεια.
Η Μαλένα έχει πόνο από μπαντονεόν.
Ίσως εκεί, παιδί όταν ήταν, η φωνή της του κορυδαλλού
πήρε αυτό το σκοτεινό τόνο του σοκακιού,
ή ίσως απ’ το ρομάντζο που γι αυτό μιλάει
όταν θλιμμένη γίνεται από το αλκοόλ…
Η Μαλένα λέει το ταγκό με φωνή από σκοτάδι.
Η Μαλένα έχει πόνο από μπαντονεόν.

Το τραγούδι σου
έχει κρύο τελευταίας συνάντησης.
Το τραγούδι σου
πικρό γίνεται στο αλάτι της θύμησης.
Εγώ δεν ξέρω
αν η φωνή σου άνθος είναι ενός πόνου
μόνο ξέρω
πως στον ήχο των ταγκό σου, Μαλένα,
σε νιώθω πιο καλή,
πιο καλή απ’ ότι εγώ.

Tα μάτια σου είναι σκοτεινά σαν λησμονιά.
Τα χείλη σφιγμένα σαν κάτι εχθρικό
Τα χέρια σου, δυο περιστέρια που κρυώνουν
Οι φλέβες σου έχουν αίμα από μπαντονεόν…
Είν’ τα ταγκό σου πλάσματα εγκαταλειμμένα
που διασταυρώνονται στου σοκακιού τη λάσπη
όταν κλειστές είναι όλες οι πόρτες
και αλυχτούν φαντάσματα των τραγουδιών.
Η Μαλένα λέει το ταγκό με φωνή σπασμένη
Η Μαλένα έχει πόνο από μπαντονεόν.


Μετάφραση: Γιώργος Μίχος.

Σάββατο 29 Μαρτίου 2008

Ο ΠΑΜΠΛΟ ΚΑΣΑΛΣ ΕΡΜΗΝΕΥΕΙ ΤΟ "ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ"


Ο ΠΑΜΠΛΟ ΚΑΣΑΛΣ ΕΡΜΗΝΕΥΕΙ ΤΟ "EL CANT DELS OCELLS" / "TO ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ"

ΑΡΑΓΚΟΝ!


LOUIS ARAGON (1897-1982)


J’ARRIVE OÙ JE SUIS ÉTRANGER


Rien n'est précaire comme vivre
Rien comme être n'est passager
C'est un peu fondre comme le givre
Et pour le vent être léger
J'arrive où je suis étranger

Un jour tu passes la frontière
D'où viens-tu mais où vas-tu donc
Demain qu'importe et qu'importe hier
Le coeur change avec le chardon
Tout est sans rime ni pardon

Passe ton doigt là sur ta tempe
Touche l'enfance de tes yeux
Mieux vaut laisser basses les lampes
La nuit plus longtemps nous va mieux
C'est le grand jour qui se fait vieux

Les arbres sont beaux en automne
Mais l'enfant qu'est-il devenu
Je me regarde et je m'étonne
De ce voyageur inconnu
De son visage et ses pieds nus

Peu a peu tu te fais silence
Mais pas assez vite pourtant
Pour ne sentir ta dissemblance
Et sur le toi-même d'antan
Tomber la poussière du temps

C'est long vieillir au bout du compte
Le sable en fuit entre nos doigts
C'est comme une eau froide qui monte
C'est comme une honte qui croît
Un cuir à crier qu'on corroie

C'est long d'être un homme une chose
C'est long de renoncer à tout
Et sens-tu les métamorphoses
Qui se font au-dedans de nous
Lentement plier nos genoux

O mer amère ô mer profonde
Quelle est l'heure de tes marées
Combien faut-il d'années-secondes
A l'homme pour l'homme abjurer
Pourquoi pourquoi ces simagrées

Rien n'est précaire comme vivre
Rien comme être n'est passager
C'est un peu fondre comme le givre
Et pour le vent être léger
J'arrive où je suis étranger



Το ποίημα μάς το έστειλε η παλιά φίλη του ιστολογίου κ. Αλμουδένα Φερνάντες.

ΤΟ ΝΑΠΟΛΙΤΑΝΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ 7


ΤΟ ΝΑΠΟΛΙΤΑΝΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ 7.

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΖΑΝ ΜΟΡΩ


ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η JEANNE MOREAU


J'AI LA MEMOIRE QUI FLANCHE


J'ai la mémoir' qui flanche
J'me souviens plus très bien
Comm' il était très musicien
Il jouait beaucoup des mains
Tout entre nous a commencé
Par un très long baiser
Sur la vein' bleutée du poignet
Un long baiser sans fin.

J'ai la mémoir' qui flanche
J'me souviens plus très bien
Quel pouvait être son prénom
Et quel était son nom
Il s'appelait Je l'appelais
Comment l'appelait-ton ?
Pourtant c'est fou ce que j'aimais
L'appeler par son nom.

J'ai la mémoir' qui flanche
J'me souviens plus très bien
De quell' couleur étaient ses yeux ?
J'crois pas qu'ils étaient bleus.
Etaient-ils verts, étaient-ils gris ?
Etaient-ils vert de gris ?
Ou changeaient-ils tout l'temps d'couleur
Pour un non pour un oui ?

J'ai la mémoir' qui flanche
J'me souviens plus très bien
Habitait-il ce vieil hôtel
Bourré de musiciens
Pendant qu'il me pendant que je
Pendant qu'on f'sait la fête
Tous ces saxos, ces clarinettes
Qui me tournaient la têt'.

J'ai la mémoir' qui flanche
J'me souviens plus très bien
Lequel de nous deux s'est lassé
De l'autre le premier ?
Etait-ce moi ? Etait-ce lui ?
Etait-ce donc moi ou lui ?
Tout c'que je sais c'est que depuis
Je n'sais plus qui je suis

J'ai la mémoir' qui flanche
J'me souviens plus très bien
Voilà qu'après tout's ces nuits blanch's
Il me reste plus rien
Rien qu'un p'tit air qu'il sifflotait
Chaqu'jour en se rasant
Pa pou di dou da di dou di
Pa pou di dou da di dou


Στίχοι: G. Bassiak.
Μουσική: G. Bassiak, F. Rauser.
Τραγούδι του 1963.

ΚΙΘΑΡΑ, ΦΛΑΟΥΤΟ ΚΑΙ ΒΙΟΛΙ


ΑΙΜΙΛΙΑ ΔΑΦΝΗ (1881-1941)


ΤΡΕΙΣ ΝΕΟΙ


Ήτανε Θε μου, μια φορά
τρεις νέοι (τρεις φίλοι, τρία παιδιά),
αγάπες, όνειρα, τραγούδια,
μέσα στο φως, μες στα λουλούδια,
τρεις νέοι (τρεις φίλοι, τρία παιδιά).

Τώρ’ απομένουνε βαθιά,
ένας εδώ κι άλλος εκεί,
χείλη, καρδιές, μάτια κλειστά,
μέσα στο χώμα, μες στη γη,
ένας εδώ κι άλλος εκεί...

Κάθε π’ ανθίζουν τα κλαδιά,
βγαίνουν τις νύχτες τρία παιδιά
ή στ’ ασημένια καλοκαίρια,
που υψώνονται στο φως τα χέρια,
βγαίνουν τις νύχτες τρία παιδιά.

Και μ’ αρμονία γλυκολαλεί,
-κιθάρα, φλάουτο και βιολί-
η θεία του Σούμπερτ σερενάτα,
κι είν’ όλ’ αγάπη, φως, γεμάτα,
-κιθάρα, φλάουτο και βιολί.

Του πρώτου η μάνα τ’ αγρικά
βουβή κι ανάβει τα κεριά,
τα’ άλλου αδελφή, και γονατίζει,
του τρίτου η αγάπη θυμιατίζει
σ’ ένα κελί καλογριά.

Μοίρες οι νύχτες τριγυρνούν
και τα παιδιά ξεπροβοδούν,
στέλνουν μηνύματα στ’ αστέρια,
και με καλόβολα τα χέρια
τα τρία παιδιά ξεπροβοδούν.

Ήτανε Θε μου, μια φορά
τρεις νέοι... και τώρα είναι βαθιά
μέσα στο χώμα μες στη γη,
ένας εδώ κι άλλος εκεί,
τρεις νέοι (τρεις φίλοι, τρία παιδιά).

ΜΕΧΡΙΣ ΕΝΟΣ


WILLIAM CARLOS WILLIAMS


ΠΛΗΡΗΣ ΟΛΕΘΡΟΣ


Η μέρα ήταν παγερή.
Θάψαμε τη γάτα,
πήραμε το καλάθι της μετά
κι ανάψαμε ένα σπίρτο

πίσω στην αυλή.
Όσοι ψύλλοι διέφυγαν
από το χώμα κι από τη φωτιά
ψόφησαν μες στο κρύο.



Μετάφραση: Κώστας Κουτσουρέλης.

Παρασκευή 28 Μαρτίου 2008

ΤΑ ΓΕΛΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΑ ΓΕΛΙΑ


BERTOLT BRECHT


ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΟΥΣ ΕΞΟΡΙΣΤΟΥΣ ΠΟΙΗΤΕΣ


Όταν μέσα στ’ όνειρό του
επάτησε το πόδι του στην καλύβα των εξορίστων
ποιητών, που ’ναι δίπλα στην καλύβα όπου μένουν οι εξόριστοι
δάσκαλοι (κι απ’ όπου άκουγε καβγάδες ανάμικτους
με γέλια) πρόβαλε στην πόρτα της εισόδου
ο Οβίδιος και τού ’πε με φωνή μισοσβηστή:
«Μη βιαστείς καλύτερα να κάτσεις. Δεν έχεις ακόμα
πεθάνει. Πού να ξέρουμε αν εσύ μετά δεν θέλεις
να γυρίσεις πίσω; Και δή
δίχως ν’ αλλάξει τίποτε άλλο
πάρεξ εσύ ο ίδιος.» Με βλέμμα παραμυθητικό πλησίασε,
ωστόσο, ο Πο-Τσι-γι και είπε χαμογελώντας: «Το ζόρι
τα’ άξιζε να το τραβήξει όποιος, έστω
και άπαξ, την αδικία είπε αδικία.» Κι ο φίλος του
ο Του-φου συμπλήρωσε γαλήνιος:
«Όπως αντιλαμβάνεσαι, δεν είναι τόπος
η εξορία κατάλληλος για να ξεμάθεις
την υπεροψία.» Πιο χωμάτινος, όμως, τότε
ο ρακένδυτος Βιγιόν εσίμωσε για να τους διακόψει
ρωτώντας: «Πόσες πόρτες
έχει το σπίτι που μένεις;» Ο Δάντης τότε
έπιασε τον επισκέπτη τους απ’ το μανίκι,
τον επήρε παράμερα και τού ’πε μουρμουρίζοντας:
«Οι στίχοι σου είναι πήχτρα στα λάθη, φίλε!
Βάλε με τον νου σου μόνο
Πόσοι και ποιοι δεν σε γουστάρουν!»
Για να τους κράξει ο Βολταίρος από πιο πέρα:
«Τα φράγκα και τα μάτια σου! Ειδαλλιώς
θα σε ταράξουνε στην πείνα, ώσπου να ψοφήσεις!» –
«Ρίξε και κανά καλαμπούρι μέσα!» του φώναξε
ο Χάινε. «Άσ’ τα αυτά! – τι ωφελούν;!»
σιχτίρισε μέσ’ απ’ τα δόντια του ο Σαίξπηρ· «με το πού ήρθε
ο Ιάκωβος, μου απαγόρεψαν να ξαναγράψω…» –
«Για την ώρα της δίκης πάρε κανάν αληταρά
και στρεψοδίκη για συνήγορο», τόνε συμβούλεψε
ο Ευριπίδης, «που να ξέρει καλά τις τρύπες
που ’χει του νόμου η απόχη.» Τα γέλια
ούδ’ επί στιγμή δεν είχανε κοπεί, όταν
από τη σκοτεινότερη γωνιά του καλυβιού
ακούστηκε μια φωνή να λέει: «Τί ’ναι τούτο ’δώ, ρε!
Αυτοί ξέρουν τους στίχους σου απέξω;!
Μα κι αν τους ξέρουνε, θα γλυτώσουν μήπως
τον κατατρεγμό;» – «Είναι
οι λησμονημένοι ποιητές –
τους ακούς;» είπε ο Δάντης χαμηλόφωνα·
«αυτωνών δεν αφανίστηκαν μονάχα τα κορμιά,
Μα και τα έργα.»
Τα γέλια ξάφνου κόπηκαν μαχαίρι.
Κανείς δεν τόλμησε
να γυρίσει να κοιτάξει κατά ’κεί.
Ο δε ονειρευόμενος επισκέπτης
είχε γίνει κίτρινος – κίτρινος
σαν το κερί.


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Ο ΝΤΕ ΑΝΤΡΕ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΖΟΛΙΝΙ



FABRIZIO DE ANDRÈ


UNA STORIA SBAGLIATA


È una storia da dimenticare
è una storia da non raccontare
è una storia un po' complicata
è una storia sbagliata.

Cominciò con la luna sul posto
e fini' con un fiume d'inchiostro
è una storia un poco scontata
è una storia sbagliata.

Storia diversa per gente normale
storia comune per gente speciale
cos'altro vi serve da queste vite
ora che il cielo al centro le ha colpite
ora che il cielo ai bordi le ha scolpite.

È una storia di periferia
è una storia da una botta e via
è una storia sconclusionata
una storia sbagliata.

Una spiaggia ai piedi del letto
stazione Termini ai piedi del cuore
una notte un po' concitata
una notte sbagliata.

Notte diversa per gente normale
notte comune per gente speciale
cos'altro ti serve da queste vite
ora che il cielo al centro le ha colpite
ora che il cielo ai bordi le ha scolpite.

È una storia vestita di nero
è una storia da basso impero
è una storia mica male insabbiata
è una storia sbagliata.

È una storia da carabinieri
è una storia per parrucchieri
è una storia un po' sputtanata
o è una storia sbagliata.

Storia diversa per gente normale
storia comune per gente speciale
cos'altro vi serve da queste vite
ora che il cielo al centro le ha colpite
ora che il cielo ai bordi le ha scolpite.

Per il segno che c' è rimasto
non ripeterci quanto ti spiace
non ci chiedere più come è andata
tanto lo sai che è una storia sbagliata
tanto lo sai che è una storia sbagliata.


ΚΑΤΙ ΑΛΛΟ


FEDERICO GARCIA LORCA


CASIDA DE LA ROSA


La rosa
no buscaba la aurora:
casi eterna en su ramo,
buscaba otra cosa.

La rosa
no buscaba ni ciencia ni sombra:
confín de carne y sueño,
buscaba otra cosa.

La rosa
no buscaba la rosa.
Inmóvil por el cielo,
buscaba otra cosa.



********************


ΚΑΣΙΝΤΑ ΤΟΥ ΡΟΔΟΥ


Το ρόδο
δεν αναζητούσε την αυγή·
αιώνιο, σαν να ήταν, στο κλαδί του επάνω,
κάτι άλλο αναζητούσε.

Το ρόδο
δεν αναζητούσε ούτε σιγουριά μα ούτε και ίσκιους·
σύνορο σάρκας και ονείρου,
κάτι άλλο αναζητούσε.

Το ρόδο
δεν αναζητούσε ρόδο.
Ακίνητο στον ουρανό,
κάτι άλλο αναζητούσε.



Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη.

ΤΟ ΝΑΠΟΛΙΤΑΝΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ 6


ΤΟ ΝΑΠΟΛΙΤΑΝΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ 6.

Πέμπτη 27 Μαρτίου 2008

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΛΥΣΙΕΝ ΝΤΕΛΥΛ



ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η LUCIENNE DELYLE: VALSE DE MINUIT.

ΒΥΖΑΝΤΙΟ


WILLIAM BUTLER YEATS


BYZANTIUM


The unpurged images of day recede;
The Emperor's drunken soldiery are abed;
Night resonance recedes, night-walkers' song
After great cathedral gong;
A starlit or a moonlit dome disdains
All that man is,
All mere complexities,
The fury and the mire of human veins.

Before me floats an image, man or shade,
Shade more than man, more image than a shade;
For Hades' bobbin bound in mummy-cloth
May unwind the winding path;
A mouth that has no moisture and no breath
Breathless mouths may summon;
I hail the superhuman;
I call it death-in-life and life-in-death.

Miracle, bird or golden handiwork,
More miracle than bird or handiwork,
Planted on the starlit golden bough,
Can like the cocks of Hades crow,
Or, by the moon embittered, scorn aloud
In glory of changeless metal
Common bird or petal
And all complexities of mire or blood.

At midnight on the Emperor's pavement flit
Flames that no faggot feeds, nor steel has lit,
Nor storm disturbs, flames begotten of flame,
Where blood-begotten spirits come
And all complexities of fury leave,
Dying into a dance,
An agony of trance,
An agony of flame that cannot singe a sleeve.

Astraddle on the dolphin's mire and blood,
Spirit after spirit! The smithies break the flood,
The golden smithies of the Emperor!
Marbles of the dancing floor
Break bitter furies of complexity,
Those images that yet
Fresh images beget,
That dolphin-torn, that gong-tormented sea.

ΤΟ ΝΑΠΟΛΙΤΑΝΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ 5


ΤΟ ΝΑΠΟΛΙΤΑΝΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ 5

ΠΑΡΑΓΚΑ


ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ

Η ΠΑΡΑΓΚΑ

Όπου κοιτάζω να κοιτάζεις
όλη η Ελλάδα ατέλειωτη παράγκα
παράγκα, παράγκα, παράγκα του χειμώνα
κι εσύ μιλάς σαν πτώμα

Ο λαός, ο λαός στα πεζοδρόμια
κουλούρια ζητάει και λαχεία
κοπάδια, κοπάδια, κοπάδια στα υπουργεία
αιτήσεις για τη Γερμανία

Κυράδες, φιλάνθρωποι παπάδες
εργολαβίες, ψαλμωδίες και καντάδες
η Ευανθούλα κλαίει πριν να κοιμηθεί
την παρθενιά της βγάζει στο σφυρί

Στα γήπεδα η Ελλάδα αναστενάζει
στα καφενεία μπιλιάρδο, καλαμπούρι και χαρτί
στέκει στο περίπτερο διαβάζει
φυλλάδες με μιάμιση δραχμή

Όχι, όχι αυτό δεν είναι τραγούδι
είναι η τρύπια στέγη μιας παράγκας
είναι η γόπα που μάζεψε ένας μάγκας
κι ο χαφιές που μας ακολουθεί.

Τετάρτη 26 Μαρτίου 2008

ΠΛΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ


UMBERTO SABA


ΠΑΛΙΑ ΠΟΛΗ


Συχνά, για να γυρίσω σπίτι μου,
παίρνω ένα σκοτεινό δρόμο της παλιάς πόλης.
Κίτρινο, σε κάποια λακούβα με νερό, καθρεφτίζεται
ένα φανάρι και ο δρόμος είναι κατάμεστος.

Εδώ, ανάμεσα στον κόσμο που πάει κι έρχεται
απ’ την ταβέρνα στο σπίτι ή στο μπουρδέλο,
όπου εμπορεύματα κι άνθρωποι είναι τα υπολείμματα
ενός μεγάλου θαλασσινού λιμανιού,
ξαναβρίσκω διαβαίνοντας, το άπειρο
στην ταπεινότητα μέσα.
Εδώ πόρνη και ναύτης, ο γέρος
που βλαστημάει, η γυναίκα που τσακώνεται,
ο δραγώνος που κάθεται στην πιτσερία,
η αναστατωμένη κοπέλα ξετρελαμένη
απ’ τον έρωτα,
είναι όλοι τους πλάσματα της ζωής
και του πόνου -
σαλεύει μέσα τους, όπως σε μένα, ο Κύριος.

Εδώ, με συντροφιά τους ταπεινούς, νιώθω
να γίνεται η σκέψη μου
τόσο αγνότερη, όσο πιο άθλιος είναι ο δρόμος.


Μετάφραση: Σωτήρης Παστάκας.
Το ποίημα μάς το έστειλε η φίλη του μπλογκ κ. Barbara Chiappini.

ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ


ΑΡΙΣΤΕΑ ΠΑΠΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ


ΜΕ ΤΟ ΠΛΗΡΩΜΑ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ


Κάνει καιρόν ουδετερότητος
Μην άγχεστε· αρμόζει και στην εποχή:
Μέσα ανοίξεως
Μη βιάζεστε· αρμόζει και στην αντοχή
  της ημετέρας περιπτύξεως
Θα βρέξει; Θα χωρίσομε;
Κι αν σας φιλήσω θα καλοσυνέψει;

Τηρούμε σχέσιν ουδετερότητος
Πάρτε απόφαση Αρθρώστε λέξη
Της άνοιξης το πλήρωμα αναχωρεί
Πρέπει και η ζωή να τρέξει


Από το βιβλίο: Αριστέα Παπαλεξάνδρου, «Άλλοτε αλλού», Νεφάλη, Αθήνα 2004, σελ. 45.

ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΞΕΡΩ


MANUEL ALTOLAGUIRRE


SOLO


Sólo sé que estoy en mí
y nunca sabré quién soy,
tampoco sé adónde voy
ni hasta cuándo estaré aquí.

Vestidα con vida o muerte
o desnudα sin morir,
en los muros de este fuerte
castillo de mi vivir

o libre por los confines
sepulcrales de los cielos,
desgarrando grises velos,
ignorante de mis fines,

no sé qué cárcel espera
ni la libertad que ansío,
ni a qué sueño dará el río
de mi vida cuando muera.


*****************


ΜΟΝΟ


Ξέρω μοναχά πως είμαι εντός μου
και ποτέ ποια είμαι δε θα μάθω·
ούτε το δρόμο που απλώνεται εμπρός μου
ούτε ώς πότε θα βρίσκομαι εδώ κάτω.

Τη ζωή ή το θάνατο ντυμένη
ή γυμνή χωρίς θανή,
πάνω στα τείχη ακουμπισμένη
του κάστρου αυτού που ’ναι η ζωή

ή ελεύθερη στα σύνορα τριγύρω,
τα νεκρικά, των ουρανίων
σκίζοντας το βέλο μου το γκρίζο
αδαής των σκοπών μου των αγίων.

Αγνοώ ποιά φυλακή με περιμένει
και ποιά ελευθερία εγώ φοβάμαι.
Σε τί όνειρο ο ποταμός να ρέει
τον ύπνο τον αιώνιο σαν κοιμάμαι;



Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη.

Τρίτη 25 Μαρτίου 2008

ΣΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ ΤΟ ΚΟΝΑΚΙ


ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ


ΔΕΚΑ ΠΑΛΗΚΑΡΙΑ


Δέκα παλικάρια στήσανε χορό
στου Καραϊσκάκη το κονάκι
πέφταν τα ντουβάρια από το χορό
κι από τις πενιές του Μιχαλάκη

Κι όλη νύχτα λέγαμε τραγούδι για τη λευτεριά
κι όλη νύχτα κλαίγαμε γοργόνα Παναγιά

Και το βράδυ-βράδυ ήρθαν μετά μας
Μάρκος Βαμβακάρης με Τσιτσάνη
σμίξαν τα μπουζούκια και ο μπαγλαμάς
με τον ταμπουρά του Μακρυγιάννη

Κι όλη νύχτα λέγαμε τραγούδι για τη λευτεριά
κι όλη νύχτα κλαίγαμε γοργόνα Παναγιά

Έβαλα ενα βόλι στο καρυόφιλο
κι έριξα τη νύχτα να φωτίσει
κι είπα να φωνάξουν το θεόφιλο
τον καημό μας για να ζωγραφίσει

Κι όλη νύχτα λέγαμε τραγούδι για τη λευτεριά
κι όλη νύχτα κλαίγαμε γοργόνα Παναγιά


Μουσική: Μάνος Λοΐζος.
Ερμηνεία: Γιώργος Νταλάρας.

ΑΥΤΟΙ Θ' ΑΝΑΒΑΛΟΥΝ... ΕΚΕΙΝΟΣ ΔΕΝ ΑΝΕΒΑΛΕ


ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ


ΙΔΑΝΙΚΟΙ ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ


Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα, παίρνουν
τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους,
διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν
για τελευταία φορά τα βήματά τους.

Ήταν η ζωή τους, λένε, τραγωδία.
Θεέ μου, το φρικτό γέλιο των ανθρώπων,
τα δάκρυα, ο ιδρώς, η νοσταλγία
των ουρανών, η ερημία των τόπων.

Στέκονται στο παράθυρο, κοιτάνε
τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση,
τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε
τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει.

Oλα τελείωσαν. Το σημείωμα να το,
σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει,
αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει.

Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα,
ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,
«όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα»,
πως θ' αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος...

ΑΛΛΟ ΕΝΑ ΤΕΤΡΑΜΗΝΟ


ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΠΟΥΡΜΠΟΥΛΗΣ


ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΗΤΗ


Το παιδί από την Κρήτη
που το λέγανε Κοσμά
το δικάσανε μια Τρίτη
σε ισόβια δεσμά.

Ήταν κρύο το φεγγάρι
κρύο αλουμίνιο
σαν τα βράδια του Γενάρη
πάνω από τ’ Αγρίνιο.

Στο ποτήρι το κρασί του
έμεινε ατελείωτο
τού ’καναν τα χρόνια χιόνια
και το βίο αβίωτο.

Παραπεταμένος είσαι
μάγκα μου σε μια γωνιά
γεια σου κόσμε σιδερένιε
γεια σου χάρτινε ντουνιά.

Έγραφε σε κάθε τοίχο
άλλο ένα τετράμηνο
νά ’σουνα ζωή βροχούλα
νά ’μουνα κυκλάμινο.

Θάνατος μες στο κορμί του
έφτασε ανοιξιάτικα
και χτυπούσαν οι καμπάνες
σαν τρελές νυχτιάτικα.


Μουσική: Μάνος Χατζηδάκις.

ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΣΩΜΑ ΣΟΥ ΑΠΟ ΠΗΛΟ ΚΑΙ ΑΜΑΡΤΙΑ


ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ


ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΣ ΓΛΑΥΚΗΣ ΘΥΜΗΣΗΣ


Ελαιώνες κι αμπέλια ώς τη θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες πιο μακριά ώς τη θύμηση
Έλυτρα χρυσά του Αυγούστου στον μεσημεριάτικο ύπνο
Με φύκια ή όστρακα. Κι εκείνο το σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, που διαβάζει ακόμη στην ειρήνη
  του κόλπου των νερών Έχει ο Θεός

Περάσανε τα χρόνια φύλλα ή βότσαλα
Θυμάμαι τα παιδόπουλα, τους ναύτες που έφευγαν
Βάφοντας τα πανιά σαν την καρδιά τους
Τραγουδούσαν τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
Κι είχαν ζωγραφιστούς βοριάδες μες στα στήθια.

Τι γύρευα όταν έφτασες βαμμένη απ’ την ανατολή του ήλιου
Με την ηλικία της θάλασσας στα μάτια
Και με την υγεία του ήλιου στο κορμί – τι γύρευα
Βαθιά στις θαλασσοσπηλιές μες στα ευρύχωρα όνειρα
Όπου άφριζε τα αισθήματά του ο άνεμος
Άγνωστος και γλαυκός, χαράζοντας στα στήθια μου
  το πελαγίσιο του έμβλημα

Με την άμμο στα δάχτυλα έκλεινα τα δάχτυλα
Με την άμμο στα μάτια έσφιγγα τα δάχτυλα
Ήτανε η οδύνη –
Θυμάμαι ήταν Απρίλης όταν ένιωσα πρώτη φορά το ανθρώπινο
  βάρος σου
Το ανθρώπινο σώμα σου πηλό κι αμαρτία
Όπως την πρώτη μέρα μας στη γη
Γιόρταζαν τις αμαρυλλίδες – Μα θυμάμαι πόνεσες
Ήτανε μια βαθιά δαγκωματιά στα χείλια
Μια βαθιά νυχιά στο δέρμα κατά ’κεί που χαράζεται παντοτινά του
  ο χρόνος

Σ’ άφησα τότες

Και μια βουερή πνοή σήκωσε τ’ άσπρα σπίτια
Τ’ άσπρα αισθήματα φρεσκοπλυμένα επάνω
Στον ουρανό που φώτιζε μ’ ένα μειδίαμα.

Τώρα θά ’χω σιμά μου ένα λαγήνι αθάνατο νερό
Θά ’χω ένα σχήμα λευτεριάς ανέμου που κλονίζει
Κι εκείνα τα χέρια σου όπου θα τυραννιέται ο Έρωτας
Κι εκείνο το κοχύλι σου όπου θ’ αντηχεί το Αιγαίο.



Από το βιβλίο: Οδυσσέας Ελύητς, «Ποίηση», Ίκαρος, Αθήνα 2002, σελ. 60-61.
Το ποίημα ανήκει στη συλλογή ποιημάτων «Προσανατολισμοί».

Δευτέρα 24 Μαρτίου 2008

ΝΑΠΟΛΙΤΑΝΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ 4


SU AL SUD - LA CANZONE NAPOLETANA 4

Η ΑΤΑΞΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΟΣ


ΤΑΚΗΣ Κ. ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ


ΠΕΡΙΗΓΗΤΕΣ ΣΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ


Της Αναλήψεως, στις πρωινές Λειτουργίες
ορμήσανε στην Εκκλησία σωρός περιηγητές.
Όλοι του «Σαν Τζερβάσι». Αστοί του Βύρτενμπεργκ.
Καλοκαιρινοί. Ζέστη είχε αρχίσει από το πρωί.
Μπήκαν σαν κύμα. Φέραν ταραχή.

Μονάχη, ατάραχη, η Εκκλησία
κράταγε τις Ώρες της. Τραβούσε τον Κανόνα.
Γενικά επόπτευε, ίδιος ο Θεός, και αγκάλιαζε
όλους μαζί τους πιστούς, όθε κι αν ήταν.
Μέτρο Αποστολικό και Νόμος
ήταν όλα τα ένδον του Θυσιαστηρίου.
Την πλήρη τάξη διόλου δεν έθιγε
η αταξία του συμπτώματος.



Από το βιβλίο: Τ. Κ. Παπατσώνης «Εκλογή Α΄, Ursa minor», Έκδοση Γ΄, Ίκαρος, Αθήνα 1975, σελ. 23.

Η ΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΕΛΠΙΔΑ


BERTOLT BRECHT


ΠΑΝΤΑ ΤΟ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΑΠ’ ΤΟ ΠΑΛΙΟ


Από πού το ξέρω, σύντροφε,
ότι το σπίτι που σήμερα χτίστηκε
έχει μια χρήση και όντως χρησιμοποποιείται;
Κι από πού
το ότι τα σχέδια των κατασκευών που δεν είδα,
καθώς εκπονούνται μέσ’ απ’ την εικόνα του δρόμου,
και των οποίων το σκοπό καν δεν γνωρίζω,
μου είναι τόσο διαφωτιστικά;
Μα απ’ το ότι γνωρίζω
πως πάντα το καινούργιο
καλύτερο είναι απ’ το παλιό.

Πείτε μου – αλήθεια δεν είναι
πως όποιος φοράει φρεσκοσιδερωμένο πουκάμισο
είναι και ο ίδιος φρέσκος-φρέσκος;
Κι αυτή που φρεσκοπλύθηκε
καινούργια δεν είναι γυναίκα;
Όπως επίσης –λέω εγώ– καινούργιος είναι
και όποιος μες στους καπνούς της ταβέρνας
και ύστερα από τόσες και τόσες ολονύχτιες συγκεντρώσεις
νέο λόγο να βγάλει πιάνει.
Γιατί
πάντα το καινούργιο
καλύτερο είναι απ’ το παλιό.

Στις ελλιπείς στατιστικές απεικονίσεις,
στα άκοφτα βιβλία, στις μηχανές που μόλις βγήκαν
βλέπω εγώ τους λόγους που σηκώνομαι πρωί.
Αυτοί που πάνω σ’ ένα σύστημα αξόνων
με κιμωλία σέρνουνε μια νέα γραμμή,
οι σύντροφοι που κόβουνε τις σελίδες κάποιου βιβλίου,
οι χαρούμενοι άνθρωποι
που πρωτορίχνουν πετρέλαιο σε μια μηχανή –
όλοι αυτοί μου δίνουνε να καταλάβω
ότι πάντα το καινούργιο
καλύτερο είναι απ’ το παλιό.

Ο επιπόλαιος συρφετός που με τις μόδες παλαβώνει
και που ουδέποτε απολυώνει τις μπότες του
και που δεν διαβάζει τα βιβλία ώς το τέλος τους
και που όλο ξεχνάει να σκεφτεί –
όλοι τούτοι είναι η φυσική
του κόσμου ελπίδα.
Μα κι αν ακόμα δεν είναι,
και πάλι εγώ λέω
πως πάντα το καινούργιο
καλύτερο είναι απ’ το παλιό.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Κυριακή 23 Μαρτίου 2008

ΜΟΥΣΙΚΗ ΑΓΓΕΛΩΝ


MANUEL ALTOLAGUIRRE


LAS CARICIAS


¡ Qué música del tacto
las caricias contigo !
¡ Qué acordes tan profundos !
¡ Qué escalas de ternuras,
de durezas, de goces !
Nuestro amor silencioso
y oscuro nos eleva
a las eternas noches
que separan altísimas
los astros más distantes.
¡ Qué música del tacto
las caricias contigo !


**************************


ΤΑ ΧΑΔΙΑ


Τί μουσική θεσπέσια
τα χάδια μας!
Τι ακόρντα βαθιά,
τι οκτάβες τρυφερότητας,
δύναμης, ηδονής!
Η σιωπηλή αγάπη μας,
η σκοτεινή,
στις νύχτες μάς ανεβάζει τις αιώνιες,
αυτές που από εκεί ψηλά
τα άστρα ξεχωρίζουνε
τα πιο μακρινά.
Τί μουσική αγγέλων
τα χάδια τα δικά μας!



Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη.

ΤΟ ΣΠΟΥΡΓΙΤΟΜΑΝΙ ΤΗΣ ΦΩΝΗΣ



ΠΑΝΑΓΟΣ ΠΕΠΠΑΣ


Η ΜΟΙΡΑ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ


Ωρολογιακός μηχανισμός η λέξη.
Εκρήγνυται όταν έρχεται σ’ επαφή
με όλες τις σημασίες της.
Έτσι εξηγείται και το κύκνειο άσμα,
ο χωρισμός των ερωτευμένων,
οι επαναστάσεις – που αργά
ή γρήγορα πνίγονται· είτε στο αίμα
είτε στον αφρό ξυρίσματος.

Ξυπνάει τότε ο χρόνος, γομώνει πάλι
τη λέξη, την κουρδίζει και ξαναπέφτει
για ύπνο υπάρχοντας σε αποφασιστικά
δευτερόλεπτα· τα υγρά και λάμποντα
εργαλεία στις δέλτους της ομιλίας
όταν το σπουργιτομάνι της φωνής
καθιερώνεται λέξη στον ουρανίσκο.


Από το βιβλίο, Πανάγος Πέππας, «Ημερίδα», Εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα 2008, σελ. 27.

ΣΤΡΙΒΟΥΝ ΑΛΛΙΩΣ


ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΙΒΑΔΑΣ


ΔΙΑΡΚΩΣ ΕΥΘΕΙΑ


Ίσως να είμαι ένα ποίημα όλα τα ποιήματα
γιατί αδυνατώ να σχεδιάσω ένα ποίημα
κι αν καταφέρω κάποιο να σκαρώσω
δεν λέει πια τίποτα
μια άλλη ζωή
μια άλλη αγάπη

μετρώ ό,τι καλύτερο
μα τίποτα δεν είναι αυτό
για να υπάρξει

μέσα σε χρόνους που διαφέρουν
μέσα σε σχέδια που αποτυγχάνουν
με επιμέλεια

καθώς καβούρια
στις ακτές της Καμπότζης
στρίβουν
διαρκώς ευθεία.


Από το βιβλίο, Γιάννης Λειβαδάς, «Οι κρεμαστοί στίχοι της Βαβυλώνας», Εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα 2008, σελ. 59.

Σάββατο 22 Μαρτίου 2008

ΜΑΚΡΙΝΗ ΚΑΙ ΜΟΝΗ



FEDERICO GARCÍA LORCA


CANCIÓN DEL JINETE


Córdoba.
Lejana y sola.

Jaca negra, luna grande,
y aceitunas en mi alforja.
Aunque sepa los caminos
yo nunca llegaré a Córdoba.

Por el llano, por el viento,
jaca negra, luna roja.
La muerte me está mirando
desde las torres de Córdoba.

¡Ay qué camino tan largo!
¡Ay mi jaca valerosa!
¡Ay que la muerte me espera,
antes de llegar a Córdoba!

Córdoba.
Lejana y sola.


*********************


ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΚΑΒΑΛΛΑΡΗ


Κόρδοβα.
Μακρινή και μόνη.

Αλογάκι μαύρο, φεγγάρι μεγάλο,
κι ελιές μέσα στο τάιστρο.
αγκαλά ξέρω το δρόμο, αχ,
ποτέ δε θα φτάσω στην Κόρδοβα.

Στα χωράφια, στους άνεμους,
αλογάκι μαύρο, φεγγάρι κόκκινο.
Με φερμάρει ο Χάρος
από τους πύργους της Κόρδοβας.

Άχου, δρόμε μου μακριέ και ατέλειωτε!
Άχου, αλογάκι μου γενναίο!
Αχ, με καρτεράει ο Χάροντας,
προτού να φτάσω στην Κόρδοβα!

Κόρδοβα.
Μακρινή και μόνη.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2008

ΚΑΤΙ ΑΝΑΠΑΙΣΤΟΥΣ


ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ


DES YEUX DE JAIS


Στου Φλωμπέρ ένα κείμενο τό ’χω διαβάσει
(μάτια αχάτινα – αυτό παναπεί), και μ’ αρέσει
που μου εδόθηκε η χάρη επ’ εσχάτων εν Εδέσση
να γνωρίσω πως το σχήμα ετούτο έχει βάση

κ α ι στη ζωή. Την παρήχηση μού ’χουν διαυγάσει
οι ματιές μιας βουλγάρας τουρίστριας (και θέσει
και δυνάμει). Πλην είταν λειψό το πεσκέσι:
των βλεμμάτων παιχνίδι και μόνον. Στη χάση

της σελήνης συλλήβδην τη χάρη κερδίσει
είχα, μα τη χαρά εσαεί χάσει. Στα πρίμα
και στα μπάσα του νου μου σουρνόνταν (με ρέστους

μεινεσμένους τους πόθους, και νά ’χουν μαυρίσει
σαν αχάτης) ελπίδες της στάχτης, που –αχ, κρίμα!–
ξεφυσάγαν κρυώνοντας κάτι αναπαίστους.

ΓΕΦΥΡΕΣ


MANUEL ALTOLAGUIRRE


MIRADAS


Ojos de puente los míos
por donde pasan las aguas
que van a dar al olvido.
Sobre mi frente de acero
mirando por las barandas
caminan mis pensamientos.
Mi nuca negra es el mar,
donde se pierden los ríos,
y mis sueños son las nubes
por y para las que vivo.
Ojos de puente los míos
por donde pasan las aguas
que van a dar al olvido.


**************************


ΒΛΕΜΜΑΤΑ


Τα μάτια τα δικά μου γέφυρες μοιάζουν
απ’ όπου τα ύδατα περνούν
στη λήθη που οδηγούνε.
Στο ατσάλινο το μέτωπό μου επάνω,
προς τα στηθαία κοιτώντας,
οι σκέψεις μου διαβαίνουν.
Ο σκοτεινός αυχένας μου θάλασσα,
όπου οι ποταμοί χάνονται·
τα όνειρά μου σύννεφα,
χάρη στα οποία και για τα οποία ζω.
Γέφυρες τα μάτια τα δικά μου
απ’ όπου τα ύδατα περνούν
στη λήθη που οδηγούνε.


Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη.

ΑΛΛΑ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ...


GEORG HEYM


LETZTE WACHE


Wie dunkel sind deine Schläfen.
Und deine Hände so schwer.
Bist du schon weit von dannen,
Und hörst mich nicht mehr.

Unter dem flackenden Lichte
Bist du so traurig und alt,
Und deine Lippen sind grausam
In ewiger Starre gekrallt.

Morgen schon ist hier das Schweigen
Und vielleicht in der Luft
Noch das Rascheln von Kränzen
Und ein verwesender Duft.

Aber die Nächte werden
Leerer nun, Jahr um Jahr.
Hier wo dein Haupt lag, und leise
Immer dein Atem war.



*************


ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΓΡΥΠΝΙΑ

Στους κροτάφους σου πόσο σκοτάδι.
Και τα χέρια σου πόσο βαριά.
Έχεις φύγει γι’ αλλού ήδη, πέρα,
να μ’ ακούσεις δεν γίνεται πια.

Πόσο πένθιμη και γερασμένη
τρεμοπαίζει η μορφή σου στο φως.
Και τα κρύα σου, τ’ άκαμπτα χείλη
τα δαγκώνει φρικτός μορφασμός.

Αύριο ήδη όλα θά ’χουν τελειώσει,
θ’ απομείνει εδώ μόνο η σιωπή,
ή μπορεί κι ένα θρόισμα από άνθη,
μια από σήψη ανεπαίσθητη οσμή.

Αλλά οι νύχτες θα φεύγουν πιο άδειες
με την κάθε καινούργια χρονιά.
Εδώ που ’γερνες πριν το κεφάλι
κι ακουγόταν η ανάσα σου αχνά.



Μετάφραση: Κώστας Κουτσουρέλης.

Πέμπτη 20 Μαρτίου 2008

ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΝΑ ΣΠΙΡΟΥΝΙΣΕΙ ΑΦΕΛΕΙΑ



ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ


ΓΑΜΠΕΣ, ΛΑΜΠΕΣ, ΓΛΟΜΠΟΙ, ΤΙΓΡΟΤΟΜΑΡΑ


Και διάφορα άλλα data που τ’ αχνοθυμάμαι:
σουτιέν, ζαρτιέρες, μια γραβάτα σιέλ με ρίγες,
Μπερλιόζ (: Harold en Italie), πεντέξη μύγες
που εσβούριζαν… και ζέστη πολλή… Κυλάμε

στου χρόνου την κατεβασιά και κουτουλάμε
με σκύθες αναισθήτους και με ατρόπους φρύγες·
η μνήμη μας φυραίνει, ενώ μας μένουν λίγες
στιγμές συγκεχυμένες ζωντανές να πάμε

πιο κάτω, ωσάν τα χοντροκούτσουρα, στο ρέμα,
με ορμή ανεξάρτητη του θυμοειδούς μας. Πόση
ακμή στις φρένες νά ’χουμε να μας πιστώσει

στου μέλλοντος το συνεχές με σφρίγος και αίμα,
αλύμαντα για πάντα νά ’ν’ τα περασμένα
μες στη στιγμή τους την καθάρια, πού τα εγέννα;…

   … την ποιητική να σπιρουνίσει αφέλεια! –
   Μα Μόνικα τη λέγαν τάχα… φευ… ή Κλέλια;…

ΒΕΛΗ, ΨΑΡΙΑ, ΠΟΥΛΙΑ...



MANUEL ALTOLAGUIRRE


BESO

¡ Qué sola estabas por dentro !
Cuando me asomé a tus labios
un rojo túnel de sangre,
oscuro y triste, se hundía
hasta el final de tu alma.
Cuando penetró mi beso,
su calor y su luz daban
temblores y sobresaltos
a tu carne sorprendida.
Desde entonces los caminos
que conducen a tu alma
no quieres que estén desiertos.
¡ Cuántas flechas, peces, pájaros,
cuántas caricias y besos !


**************************


ΦΙΛΙ


Πόσο μόνη φάνταζες από μέσα!
Στα χείλη σου σαν ξεπρόβαλα,
ένα τούνελ, από το αίμα κόκκινο,
σκοτεινό και θλιμμένο,
ώς τα έγκατα της ψυχής σου βυθιζόταν.
Σαν μπήκε το φιλί μου,
η θέρμη και το φως του
στην ξαφνιασμένη σάρκα σου
ρίγη και ταραχή γεννούσαν.
Από τη στιγμή εκείνη,
τα μονοπάτια που οδηγούν στην ψυχή σου
έρημα δεν τα θες πια νά ’ναι.
Πόσα βέλη, πόσα ψάρια και πουλιά,
πόσα χάδια και φιλιά!


Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη.

ΕΣΥ ΚΙ ΕΓΩ


LUÍS DE GÓNGORA (1561-1627)


ΟΤΑΝ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΣΑΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΑΘΩ


Όταν πού βρίσκεσαι θέλω
να μάθω, χρόνε, από τ’ άστρα,
βλέπω μ’ εκείνα πως φεύγεις,
μα δε γυρίζεις με δαύτα.
Τ’ αχνάρια σου πού τ’ αφήνεις
και δεν μπορώ να τα βρω;
Μα, αχ, φαίνεται πως γελιέμαι,
όταν πως τρέχεις θαρρώ.
Εσύ ’σαι, χρόνε, που μένεις
κι αυτός που φεύγει είμ’ εγώ.



Μετάφραση: Ηλίας Ματθαίου.

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2008

Η ΖΑΝ ΜΟΡΩ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΜΑΡΓΚΕΡΙΤ ΝΤΥΡΑΣ


ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η JEANNE MOREAU


MARGUERITE DURAS


INDIA SONG


Chanson,
Toi qui ne veux rien dire
Toi qui me parles d'elle
Et toi qui me dis tout
Ô, toi,
Que nous dansions ensemble
Toi qui me parlais d'elle
D'elle qui te chantait
Toi qui me parlais d'elle
De son nom oublié
De son corps, de mon corps
De cet amour là
De cet amour mort
Chanson,
De ma terre lointaine
Toi qui parleras d'elle
Maintenant disparue
Toi qui me parles d'elle
De son corps effacé
De ses nuits, de nos nuits
De ce désir là
De ce désir mort
Chanson,
Toi qui ne veux rien dire
Toi qui me parles d'elle
Et toi qui me dit tout
Et toi qui me dit tout


Μουσική: C. d'Alessio.

ΓΙΑΤΙ ΕΙΜΑΙ ΑΠ' ΤΟΝ ΠΕΡΑΙΑ


ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΕΝΙΤΣΑΡΗΣ


Ο ΒΕΡΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΤΗΣ


Είμαι βέρος Πειραιώτης,
μάγκας, σοβαρός και ιππότης.
Πάντα όμορφα ξηγιέμαι
δύσκολα παραξηγιέμαι.

Το κρασάκι μου σαν πίνω
σημασία εγώ δεν δίνω
γύρω τί θα πουν οι άλλοι
σαν γεμίζω το κεφάλι.

Θα τα πιω και θα χορέψω
γιατί τό ’χω ρίξει έξω,
όμορφα σεμνά κι ωραία
γιατί είμαι απ’ τον Περαία.


Στίχοι, μουσική, ερμηνεία: Μιχάλης Γενίτσαρης.

ΤΟ ΝΑΠΟΛΙΤΑΝΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ 3


SU AL SUD - LA CANZONE NAPOLETANA 3

ΕΙΔΑΜΕ ΤΑ ΙΝΔΑΛΜΑΤΑ


ΤΑΚΗΣ Κ. ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ


ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΠΑΝΤΩΝ


Χθες εδώ, σήμερα εκεί, σήμερα πουθενά,
το εκεί το ισοδύναμο με το Μηδέν, το Παν,
εξελιγμένο στο Μηδέν, και πάλιν εξ αυτού
του Μηδενός, το ίδιο το Παν, προχωρημένο
κατά την ίδια του διάλειψη. Σοφή
Δημιουργία. Σοφή και στείρα.
Από Στειρότητός σου ακούσαμε Φωνής
Ιδέα, είδαμε τα Ινδάλματα·
και όλα τους ήσαν της Ανυπαρξίας.
Μάταιο Περίβλημα, που με εμποδίζεις,
πώς να σε σπάσω. Πώς να πλησιάσω
τα αιώνια Όντα, τα ούτε εδώ ή εκεί,
τα ούτε χθες ή σήμερα, τ’ απροσμέτρητα,
τα εξουθενώματα της Ανοίας μας,
τα έσχατα των μηδόλως Όντων.



Από το βιβλίο: Τ. Κ. Παπατσώνης «Εκλογή Α΄, Ursa minor», Έκδοση Γ΄, Ίκαρος, Αθήνα 1975, σελ. 28.

Το ποίημα αυτό το στέλνω εγώ στην εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Eugenia Silva.

ΤΟ ΒΟΥΗΤΟ ΤΟΥ ΑΗΔΟΝΙΟΥ


ANTONIO GAMONEDA


AÚN


Recuerdo el frío del amanecer, los círculos de los insectos sobre las
tazas inmóviles, la posibilidad de un abismo lleno de luz bajo las
ventanas abiertas para la ventilación de la enfermedad, el olor triste
de la sosa cáustica.
Pájaros. Atraviesan lluvias y países en el error de los imanes y los
vientos, pájaros que volaban entre la ira y la luz.
Vuelven incomprensibles bajo leyes de vértigo y olvido.
No tengo miedo ni esperanza. Desde un hotel exterior al destino, veo
una playa negra y, lejanos, los grandes párpados de una ciudad cuyo
dolor no me concierne.
Vengo del metileno y el amor; tuve frío bajo los tubos de la muerte.
Ahora contemplo el mar. No tengo miedo ni esperanza.
Eres sabio y cobarde, estás herido en las mujeres húmedas, tu
pensamiento es sólo recuerdo de la ira.
Ves la rosas temibles.
Ah caminante, ah confusión de párpados.
Hay una hierba cuyo nombre no se sabe; así ha sido mi vida.
Vuelvo a casa atravesando el invierno: olvido y luz sobre las ropas
húmedas. Los espejos están vacíos y en los platos ciega la soledad.
Ah la pureza de los cuchillos abandonados.
Amé todas las pérdidas.
Aún retumba el ruiseñor en el jardín invisible.


            Del Libro del frío (1992)


************


ΑΚΟΜΑ


Θυμάμαι το κρύο του ξημερώματος, τις σβούρες που κάναν τα έντομα πάνω από
φλιτζάνια ακίνητα, την πιθανότητα μιας κόλασης γεμάτης φως κάτω απ’ τα
ανοιχτά παραθύρια που αερίζουν την αρρώστια, τη θλιμμένη μυρωδιά
καυστικού νατρίου.
Πουλιά. Διασχίζουν βροχές και χώρες μέσα στο σφάλμα μαγνητών και ανέμων,
πουλιά που πετούσαν μεταξύ οργής και φωτός.
Επιστρέφουν ακατανόητα υπό το πρίσμα νόμων του ιλίγγου και της λήθης.
Δεν έχω φόβο ούτε και ελπίδα. Από ένα ξενοδοχείο ξένο στη μοίρα, βλέπω
μια παραλία μαύρη και, μακρινά, τα μεγάλα βλέφαρα μιας πόλης, της οποίας
ο πόνος με αφήνει αδιάφορο.
Είμαι από μεθυλένιο και έρωτα. Κρύωνα κάτω απ’ τους σωλήνες του θανάτου.
Τώρα αγναντεύω τη θάλασσα. Δεν έχω ούτε φόβο ούτε και ελπίδα.
Είσαι σοφός μα και δειλός, λαβωμένος μέσα στις υγρές γυναίκες,
η σκέψη σου δεν είναι παρά ανάμνηση της οργής.
Βλέπεις τα τρεμάμενα τριαντάφυλλα.
Αχ, οδοιπόρε! Τι παραλήρημα βλεφάρων!
Υπάρχει ένα βοτάνι που τ’ όνομά του κανείς δεν ξέρει∙ τέτοια υπήρξε η ζωή μου.
Επιστρέφω στο σπίτι διασχίζοντας το χειμώνα: λήθη και φως πάνω στα ρούχα,
τα υγρά. Οι καθρέφτες είναι άδειοι και στα πιάτα τυφλώνει η εκτυφλωτική μοναξιά.
Αχ! Τι αγνότητα, αυτή των παρατημένων μαχαιριών!
Αγάπησα όλες τις απώλειες.
Ακόμα βουίζει το αηδόνι στον αόρατο κήπο.


Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη.

Τρίτη 18 Μαρτίου 2008

Η ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΚΑΙ Η ΑΓΝΟΙΑ


BERTOLT BRECHT


ΤΑ ΣΥΜΠΕΦΩΝΗΜΕΝΑ


Εσείς, όμως, που συμφωνείτε με των πραγμάτων τη ροή
μην πά’ να ξαναβουλιάξετε στο τίποτα.
Μη λυώσετε σαν το αλάτι στο νερό, μα
σηκωθείτε
καθώς πεθαίνετε τον θάνατό σας όπως
κάνατε πάντοτε και με τη δουλειά σας
έχοντας ανατρέψει ανατροπές και ανατροπές.
Στραφείτε, όθεν, πεθαίνοντας
όχι προς τον θάνατο
αλλά λάβετε από εμάς την εντολή
το αεροπλάνο μας να ξαναφτιάξετε.
Μπρος, αρχίστε!
Για να πετάξετε ως εμάς
εκεί που σας έχουμε ανάγκη
και την ώρα ακριβώς που πρέπει. Διότι
απαιτούμε να πορευθείτε μαζί μας
και μαζί μας ν’ αλλάξετε όχι
κάποιον τυχαίο νόμο της γης, αλλά
τον ίδιο τον συνταγματικό της χάρτη.
Συνομολογούμε ότι όλα θ’ αλλάξουν:
ο κόσμος και η ανθρωπότητα
και πριν από όλα τ’ άλλα η αταξία
των ανθρώπινων τάξεων, καθότι δύο ειδών
άνθρωποι υπάρχουν,
διό και η εκμετάλλευση αλλά και
η άγνοια εκ παραλλήλου.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΤΟ ΝΑΠΟΛΙΤΑΝΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ 2


SU AL SUD - LA CANZONE NAPOLETANA 2

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ: ΥΠΑΡΧΩ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ



ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ


ΥΠΑΡΧΩ


Υπάρχω
κι όσο υπάρχεις θα υπάρχω,
σκλάβα τη ζωή σου θά ’χω
κι ας βαδίζουμε σε δρόμους χωριστούς.
Υπάρχω
μες στα μάτια σου που κλαίνε,
μες στα χείλη σου που καίνε
και θα υπάρχω στα τραγούδια που θ’ ακούς.

Υπάρχω,
στη χαρά σου και στη λύπη
η μορφή μου δεν θα σου λείπει
κι ούτε πρόκειται ποτέ να ξεχαστώ.
Υπάρχω
μες στην τύχη σου που βρίζεις,
στο μυαλό σου που ζαλίζεις
με τσιγάρο μ’ αναμνήσεις και πιοτό.

Είμαι της ζωής σου ο ένας,
δεν με σβήνει κανένας
κι αν με άλλους μιλάς
κι ώρες-ώρες γελάς
κατά βάθος πονάς,
γιατί σκέφτεσαι εμένα.
Είμαι και αρχή και φινάλε
και στη σκέψη σου βάλε
πως αν κάνεις δεσμό
μες σε λίγο καιρό
θα χωρίσεις γιατί
θα υπάρχω εγώ.



Μουσική: Χρήστος Νικολόπουλος.
Ερμηνεία: Στέλιος Καζαντζίδης.


ΜΑΚΡΟΖΩΙΑ


ZBIGNIEW HERBERT (1924-1998)


ΜΙΑ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ


Ήταν τόσο θεατρικός. Στάθηκε μπροστά στον
καθρέφτη με κουστούμι μαύρο ένα λουλούδι στην
μπουτονιέρα του. Έβαλε το σιδερικό στο στόμα
του περίμενε να ζεσταθεί ο σωλήνας και χαμογελώντας
έξαλλα στην ίδια του τη μορφή – πυροβόλησε.

Έπεσε σαν παλτό που το ρίχνουν από τους
ώμους. Η ψυχή του όμως στάθηκε για λίγο
κουνώντας το κεφάλι που έγινε ελαφρύτερο και
ελαφρύτερο ύστερα απρόθυμα ξαναμπήκε στο σώμα ματωμένο
στην κορφή την ώρα που η θερμοκρασία του προσέγγιζε
την θερμοκρασία των αντικειμένων. Αυτό
–όπως είναι γνωστό– προλέγει μακροζωία.



Από το βιβλίο: «Δύο ευρωπαίοι ποιητές: Ζμπίγκνιεβ Χέρμπερτ & Μίροσλαβ Χόλουπ», εισαγωγή - μετάφραση Γιώργος Ζ. Χριστοδουλίδης, Παρασκήνιο, Αθήνα 2001, σελ. 59.

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2008

ΤΟ ΝΑΠΟΛΙΤΑΝΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ 1


SU AL SUD - LA CANZONE NAPOLETANA 1

ΧΑΣΤΟΥΚΙ ΣΤΑ ΣΚΟΤΗ


ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ


ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΟ
(ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΥ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ)


Στα πόδια σου προσπέφτω –να! – κ ι ε γ ώ, Λιλή,
και με φιλιά-αστραπές τρυγώ τους δυό αστραγάλους
που συμπυκνώσει έχουν το άπαντον του κάλλους
ορίζοντάς του πούθε ο ορίζοντάς του κλει.

Σαν υψικάμινος υψώνεται καλή
η γάμπα σου στο στόμα μου αποπάνω, σε άλλους
αιθέρες, λίαν πολύρρητους και πιο μεγάλους,
που αιθάλη θάλλει ωσάν κατάμαυρη ευχωλή.

Χωλή η σελήνη μπήγει το αιχμηρό της κόρνο
απ’ το παραθυρότζαμό μας μέσα σε ό,τι
συναρμολόγησε της γλώσσας μου τον τόρνο.

Επίβουλο φεγγάρι… – εποφθαλμιά το λούκι
των ηδονών να κουτουλήσει. Εγώ στα σκότη,
Λιλή μου, σ’ έχω ορθό στα μούτρα του χαστούκι.



Εικονίζεται η κ. Federica Ridolfi.

ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΕΝΔΟΜΥΧΟΥ ΔΟΚΙΜΑΣΜΕΝΟΥ ΚΟΣΜΟΥ


ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΔΡΙΒΑΣ


ΜΙΑ ΔΕΣΜΗ ΑΧΤΙΔΕΣ ΣΤΟ ΝΕΡΟ,
XV (ΓΚΡΕΤΑ ΓΚΑΡΜΠΟ)


Ράγισμα πάγων σε πολική ατέλειωτη μοναξιά
φλόγα του κίτρινου κερένιου ρόδου –
πάθος που ξέρει να μεταπλάθεται
τεφρή ουσία μυστική
πηλός στα χέρια του τεχνίτη.
Είν’ η σκιά σου καθώς σπαράζει
όμοια με τη ζεστή φτερούγα του πουλιού
σα μάτωσε το τρυφερό απάτητο χιόνι –
ομορφιά ευκίνητη σπασμωδική και σαν από κοράλλι.
Είν’ η σκιά σου
φωνή του ενδόμυχου δοκιμασμένου κόσμου
το αστάθμητο η απόχρωση
ο λυγμός των αποσιωπήσεων
η τομή που ξεχωρίζει
η αιχμή που θανατώνει.
Η ευγένεια η καλοσύνη χρωματίζουν τη μορφή σου
η αιθρία του χιονιού του κύκνου συμπληρώνει το μυστήριό της –
ένα με την ύλη του γλαυκού σαν ξημερώνει
ένα με το κόκκινο τριαντάφυλλο
στη μοναξιά του χειμωνιάτικου κήπου.

ΚΙΝΓΚ ΚΡΙΜΣΟΝ


KING CRIMSON


ELEPHANT TALK


Talk, its only talk
Arguments, agreements, advice, answers,
Articulate announcements
Its only talk

Talk, its only talk
Babble, burble, banter, bicker bicker bicker
Brouhaha, boulderdash, ballyhoo
Its only talk
Back talk

Talk talk talk, its only talk
Comments, cliches, commentary, controversy
Chatter, chit-chat, chit-chat, chit-chat,
Conversation, contradiction, criticism
Its only talk
Cheap talk

Talk, talk, its only talk
Debates, discussions
These are words with a d this time
Dialogue, dualogue, diatribe,
Dissention, declamation
Double talk, double talk

Talk, talk, its all talk
Too much talk
Small talk
Talk that trash
Expressions, editorials, expugnations, exclamations, enfadulations
Its all talk
Elephant talk, elephant talk, elephant talk


Ο,ΤΙ ΚΑΙ ΑΝ ΕΙΝΑΙ Τ' ΑΣΤΡΑ


NÂZIM HIKMET


ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ


Όταν ετούτο τ’ άστρο που το φώς του
πέφτει τώρα στα μάτια μου σα μια χρυσή σταγόνα
όταν ετούτο τ’ άστρο πρώτη του φορά
έσκισε τα σκοτάδια του κενού
πάνου στη γης δεν ύπαρχε μήτε ένα πανδοχείο
Τ’ αστέρια είτανε γέρικα
Κ’ η γης είτανε βρεφος

Είναι μακριά από μας τ’ αστέρια
μακριά-μακριά, πολύ-πολύ μακριά
Ανάμεσα στ’ αστέρια η γη μας είναι μια κουκκίδα
μια τόση δα κουκκίδα
κ’ η Ασία τό ’να πέμπτο είναι της γης μας.
Μια χώρα της Ασίας είναι οι Ινδίες.
Μες στις Ινδίες μια πόλη είναι η Καλκούτα.
Ο Μπενερτζή δεν είναι παρά μοναχά ένας άνθρωπος
                 μες στην Καλκούτα.
Και, να, τι θέλω τώρα να σας πω:
Μες στις Ινδίες, μέσα στην πόλη της Καλκούτας
Φράξαν το δρόμο ενός ανθρώπου
Αλυσοδέσαν έναν άνθρωπο που βάδιζε.
Να το λοιπόν
γιατί δεν καταδέχουμαι
να υψώσω το κεφάλι στ’ αστροφώτιστα διαστήματα.
Θα πείτε: τ’ άστρα είναι μακριά
κ’ η γη μας τόσο δα μικρή.
Ε, το λοιπόν ό,τι κι αν είναι τ’ άστρα
εγώ τη γλώσσα μου τους βγάζω.
Για μένα το λοιπόν πιο εκπληχτικό
και πιο επιβλητικό
και πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο
είναι ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίζει
είναι ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουν.



Μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος.
Από το βιβλίο: Ναζίμ Χικμέτ, «Ποιήματα», πρόλογος και απόδοση Γιάννη Ρίτσου, έκτη έκδοση, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1976, σελ. 29-30.

Κυριακή 16 Μαρτίου 2008

ΝΑ ΠΑΡΩ ΤΑ ΦΙΛΙΑ ΣΟΥ


ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΒΙΚΥ ΜΟΣΧΟΛΙΟΥ


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ


ΠΟΡΤΑ ΚΛΕΙΣΤΗ ΤΑ ΧΕΙΛΗ ΣΟΥ


Ποιος έχει κάνει τα βουνά
ψηλά σαν νά 'ναι κάστρα,
ν' αγγίζουνε τον ουρανό
και να μου κρύβουν τ' άστρα.

Πού να είναι τα λόγια σου
και τ' άστρο της καρδιάς σου.
Βουνά και κάστρα θ' ανεβώ
να πάρω τα φιλά σου.

Ποιος σού 'χει κάνει την καρδιά
αστέρι λυπημένο,
πόρτα κλειστή τα χείλη σου
κι απέξω περιμένω.

Πού να είναι τα λόγια σου
και τ' άστρο της καρδιάς σου.
Βουνά και κάστρα θ' ανεβώ
να πάρω τα φιλά σου.



Στίχοι: Δημήτρης Χριστοδούλου.
Μουσική: Γιώργος Ζαμπέτας.
Πρώτη εκτέλεση: Βίκυ Μοσχολιού.
Τραγούδι του 1967.



Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΒΙΟΛΙ


ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η LUCIENNE BOYER


JEAN RICHEPIN


MON COEUR EST UN VIOLON


Mon coeur est un violon
Sur lequel ton archet joue
Et qui vibre tout du long
Appuyé contre ta joue
Tantôt l'air est vif et gai
Comme un refrain de folie
Tantôt le son fatigué
Traîne avec mélancolie

Dans la nuit qui s'achève
Mon coeur est plein de toi
La musique est un rêve
Qui vibre sous tes doigts
Sous tes doigts la caresse
Rend mon désir si fort
Qu'il va jusqu'à l'ivresse
Et meurt à la fin de l'accord

Mon coeur est un violon
Sur lequel ton archet joue
Et qui vibre tout du long
Appuyé contre ta joue
Tantôt l'air est vif et gai
Comme un refrain de folie
Tantôt le son fatigué
Traîne avec mélancolie

Et vibrant à l'unisson
Mon coeur est un violon...


Μουσική: MiarkaLaparcerie.
Στίχοι: Jean Richepin.
Τραγούδι του 1945.



ΔΡΟΜΟΣ ΟΝΕΙΡΟΥ


ΤΑΚΗΣ Κ. ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ


BEATA BEATRIX


Είδα τη Βεατρίκη μου στο δρόμο, κι’ ευθύς ο δρόμος έγινε δρόμος
  ονείρου.
Αντιπαρήλθα πλάι της σα διαβάτης, και όλη η ψυχή μου άνθισε ως
  σε άνοιξη.
Χαθήκαμε κι’ οι δυο στην κίνηση της πόλης, αλλά πλουτίσαν οι
  ανάμνησές μας
με την εικόνα του άλλου ζωντανή, και συντροφιά τα δυο του μάτια
  φωτοβόλα.
Στο πλάι μου, Φύλακες Αγγέλοι, αιωρούμενα τα βλέμματα της
  αγάπης.
Άστρα εξαιρετικά στ’ ολόμαυρο Στερέωμα του γύρω μου κενού,
  έρημου χώρου.
Μας εδάμασε και τους δυο το μυστήριο που καλύπτει την ψυχή του
  πλησίον.
Μας έφερε αντιμέτωπους, στο χάος του εγκόσμιου βίου, πρόσωπο
  προς πρόσωπο.
Η κοινότατη γένηκε με μιας ζωή, για μας, θαύμα ονείρου.
Και τέφρα πολλή συγκάλυψε την πριν ανόητη φωτοχυσία.
Με μεγαλοπρέπειαν ανάτειλε για μας ο φλογερός ο Ήλιος των
  Μεσονυχτίων,
που συγκρατεί στην αγκαλιά του όλα τα πλήθη των Αστερισμών του
  Στερεώματος,
και ουδέποτε αναζήτησε τον όλεθρό τους στη γαλανή εξαφάνιση.
Μας εσυγκάλυψαν με μιας τα πυκνά νυχτερινά σύννεφα.
Επερπατήσαμε νυχτερινά σε δασώδη βουνά, σε συννεφιές μουντές,
  σαν θεοί·
χανόνταν οι συνομιλίες μας σε αιώνιες εκτάσεις,
κινούσαμε το ενδιαφέρον όλης της πλάσης, αγαπημένοι καθώς
  διαβαίναμε.
Σκοπός κανένας ή επιθυμία δε μας οδηγούσε σ’ αυτούς τους
  περιπάτους.
Ήταν η ξενοιασιά κι’ η αμεριμνησία των σκοτεινών κόσμων.
Η ευτυχία του μυστηρίου, που κρατώντας μας απ’ το χέρι, μας
  οδηγούσε.
Δεν μας ετάρασσε η συνάντηση των ρυακιών, των πουλιών τα
  πετάγματα,
ούτε το φύσημα των ανέμων, ούτε ο θόλος της υγρασίας.
Όλα ήταν γοητεία, τα δώρα ουράνια, και ανάπαυση πάρα πολλή.
Αλλά ήρθε ο Χρόνος να σημάνει, ο γήινος, με τους μεταλλικούς
  τούς ήχους,
που, αυτοί, περνούνε αλάθητα, σα σφαίρες, τα διαστήματα
και φθάνουν ώς εμάς. Ήρθαν τα ρόδινα σύννεφα της Αυγής.
Ήρθεν ο Ήλιος. Να βγαίνει από τη θάλασσα και να φωτίζει.
Ήρθεν η Μέρα. Και η σφραγίδα των πλανήσεών μας.
Και οι δρόμοι να πληθαίνουνε από κίνηση, περίσκεψη πολλή,
  ασχολίες εγκόσμιες.
Μόνος προς την Ανάμνηση ανυψώνω τώρα τα χέρια ικετευτικά,
να μου χαρίζει κάποτε με όλη τη δύναμη τις στιγμές των ονείρων,
τώρα, που εφυγαδεύθηκαν, ίσως για πάντα, οι τέτοιες απέραντες
  νύχτες.



Από το βιβλίο: Τ. Κ. Παπατσώνης «Εκλογή Α΄, Ursa minor», Έκδοση Γ΄, Ίκαρος, Αθήνα 1975, σελ. 43.

Το ποίημα αποτελεί ευγενή αποστολή της εικονιζόμενης κ. Silvia Battisti, νέας φίλης του ιστολογίου.

ΠΡΟΚΟΛ ΧΑΡΟΥΜ: ΤΟ ΚΟΥΤΙ ΤΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ


PROCOL HARUM


PANDORA’S BOX


While horsemen ride across the green
and Snow White still remains unseen.
Pegasus, the winged horse,
relays his messages by Morse.
And like some pirate sailor
We crossed the Spanish Main
And brought our magic carpet
to a marble staircased plain.

While Handel plays his melody
Doctors cause uncertainty
And though I know the lifeguard's brave
There is no one for him to save.
And like some pirate sailor
We crossed the Spanish Main
And brought our magic carpet
to a marble staircased plain.

Cock Robin views his frozen feet
and wraps them in a winding sheet
and calls out for his favourite drink
the Persian that's as warm as mink.
And like some pirate sailor
We crossed the Spanish Main
And brought our magic carpet
to a marble staircased plain.


ΓΙΓΑΣ ΣΤΟΥΣ ΓΙΓΑΝΤΕΣ



ΜΑΥΡΑ ΚΟΡΑΚΙΑ


Μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά
πέσανε πάνω στην εργατιά
άγρια κράζουν για αίμα διψούν
το Δημητρώφ στην κρεμάλα να δουν

Τον Ντάνεφ και Ποπώφ τον Τέλμαν κι άλλους
αντιφασίστες αρχηγούς
και στην Καντόνα χιλιάδες σφάζουν
προλεταρίους ηρωικούς

Γίγας στους γίγαντες ο Δημητρώφ
βράχος γρανίτης στέκει ορθός
τους δικαστές του χτυπάει σκληρά
τους ξεσκεπάζει τους ποδοπατά

Και μπρος στο θάνατο και στην κρεμάλα
έδειξες σ’ όλους Δημητρώφ
τους προλετάριους της οικουμένης
το δρόμο για το λυτρωμό

Ήρωες τέτοιοι μπορούν μοναχά
να βγούνε μέσα απ’ την εργατιά
δοκιμασμένος στη μάχη σκληρά
κρατάς εσύ τη σημαία ψηλά

Της Τρίτης Διεθνούς του Λένιν Στάλιν
κι έδειξες σ’ όλους τους λαούς
πώς να παλεύουν πώς να νικάνε
τους ταξικούς τους τούς εχθρούς...

... της επανάστασης και της θυσίας
κι έδειξες σ’ όλους τους λαούς
πώς να παλεύουν πώς να νικάνε
τους ταξικούς τους τούς εχθρούς

Σάββατο 15 Μαρτίου 2008

ΛΟΡΚΑ - ΙΒΑΝΙΕΘ



ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο PACO IBAÑEZ


FEDERICO GARCIA LORCA


CANCIÓN DE JINETE


En la luna negra
de los bandoleros,
cantan las espuelas.

Caballito negro.
¿ Dónde llevas tu jinete muerto ?

...Las duras espuelas
del bandido inmóvil
que perdió las riendas.

Caballito frío.
¡ Qué perfume de flor de cuchillo !

En la luna negra
sangraba el costado
de Sierra Morena.

Caballito negro.
¿ Dónde llevas tu jinete muerto ?

La noche espolea
sus negros ijares
clavándose estrellas.

Caballito frió.
¡ Qué perfume de flor de cuchillo !

En la luna negra,
¡un grito! y el cuerno
largo de la hoguera.

Caballito negro.
¿ Dónde llevas tu jinete muerto ?



*************


ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΚΑΒΑΛΛΑΡΗ


Μέσα στη μαύρη νύχτα
–νύχτα γιομάτη μ’ άρματα–
σπιρούνια τραγουδάνε…

Μαύρο μου αλογάκι,
νεκρόν τον καβαλλάρη σου
πού τόνε σέρνεις τώρα;

… τα κοφτερά σπιρούνια
του κοντραμπαντιέρη
που δεν βαστάει χάμουρα.

Κρύο αλογάκι μου,
τι μόσχους κλει
η κάμα στο μαχαίρι!

Μέσα στη μαύρη νύχτα
αίματα τρέχουνε οι πλαγιές
όλες της Σιέρρα Μορένα.

Μαύρο μου αλογάκι,
νεκρόν τον καβαλλάρη σου
πού τόνε σέρνεις τώρα;

Σπιρουνίζει η νύχτα
τις μαύρες πληγές σου
και καρφώνει τ’ αστέρια.

Κρύο αλογάκι μου,
τι μόσχους κλει
η κάμα στο μαχαίρι!

Μέσα στη μαύρη νύχτα
μια φωνή… κι ο μακρινός
της φωτιάς αντίλαλος.

Μαύρο μου αλογάκι,
νεκρόν τον καβαλλάρη σου
πού τόνε σέρνεις τώρα;


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.



ΑΔΕΡΦΟΥΛΗ, ΚΛΕΙΣΕ ΤΗΝ ΠΟΡΤΟΥΛΑ



ΓΡΑΦΕΙ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο KAREL KRYL


BRATRICKU, ZAVIREJ VRATKA


Bratříčku,nevzlykej, to nejsou bubáci,
vždyť už jsi velikej, to jsou jen vojáci,
přijeli v hranatých železných maringotkách.

Se slzou na víčku hledíme na sebe,
buď se mnou, bratříčku, bojím se o tebe
na cestách klikatých, bratříčku, v polobotkách.

R: Prší a venku se setmělo,
tato noc nebude krátká,
beránka vlku se zachtělo,
bratříčku, zavřel jsi vrátka?

Bratříčku, nevzlykej, neplýtvej slzami,
nadávky polykej a šetři silami,
nesmíš mi vyčítat, jestliže nedojdeme.

Nauč se písničku, není tak složitá,
opři se, bratříčku, cesta je rozbitá,
budeme klopýtat, zpátky už nemůžeme.

Prší a venku se setmělo,
tato noc nebude krátká,
beránka vlku se zachtělo,
bratříčku, zavírej vrátka! Zavírej vrátka!

ΡΕ ΚΟΡΜΙΑ ΒΑΣΑΝΙΣΜΕΝΑ


ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ Ή ΨΗΛΟΣ Ή ΠΑΤΣΑΣ


ΒΓΗΚΕ Ο ΧΑΡΟΣ ΝΑ ΨΑΡΕΨΕΙ



Βγήκε ο χάρος να ψαρέψει,
με τ' αγκίστρι του ψυχές
και γυρεύει πληγωμένους,
δυστυχείς και προδομένους
μες ‘τις φτωχογειτονιές,
ω, βγήκε ο χάρος για ψυχές

Με την μαύρη την σφεντόνα,
βγήκε ο χάρος στα στενά
για πιαστείτε χέρι-χέρι,
βρε να του στήσουμε καρτέρι
κι όποιον πάρει η σφεντονιά,
ω, βγήκε ο χάρος στα στενά

Ρε κορμιά βασανισμένα,
πιάστε απόψε τα στενά
για πιαστείτε χέρι-χέρι,
να του στήσουμε καρτέρι
κι όποιον πάρει η σφεντονιά,
ω, βγήκε ο χάρος για δουλειά

ΠΙΠΕΡΙ ΜΠΑΜΠΑΚΙ ΚΑΠΝΟ ΚΑΙ ΧΑΣΙΣΙΑ


ΜΑΡΚΟΣ ΜΕΣΚΟΣ


ΧΙΧ


Κι αν το ρολόι σταματημένο στον ίλιγγο του ηλίου
κι αν η θάλασσα παφλάζει στον πάτο της σιωπής
κι αν αθέατα άλογα βουλιάζουν στο χρυσάφι ακόμα
αν η στροφή του κόσμου στο βάραθρο οδηγεί των αιμάτων
κι αν θάνατος είναι των αγριμιών οι φωνές.

Ας πούμε ακόμη δυο λόγια
παραδείγματος χάριν η Καρατζιόβα παράγει
πιπέρια μπαμπάκι καπνό και χασίσια
κι όταν παζάρι ημέρα Πέμπτη και με όποιον καιρό
οι μάνες δημόσια θηλάζουν στον μαστό
τα νεογνά βλαστάρια και τα πίτσκα.


Από τη συλλογή "Στον ίσκιο της γης" 1986.
Το ποίημα μάς το στέλνει η δημοφιλής στο μπλογκ κ. Γιαμίλα Δίας.

Ο ΑΚΡΙΒΟΓΙΟΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ


ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ


Ο ΓΚΡΕΜΙΣΤΗΣ


Ακούστε. Εγώ είμαι ο γκρεμιστής, γιατί είμ’ εγώ κι ο χτίστης,
ο διαλεχτός της άρνησης κι ο ακριβογιός της πίστης.
Και θέλει και το γκρέμισμα νου και καρδιά και χέρι.
Στου μίσους τα μεσάνυχτα τρέμει ενός πόθου αστέρι.

Κι αν είμαι της νυχτιάς βλαστός, του χαλασμού πατέρας,
πάντα κοιτάζω προς το φως το απόμακρο της μέρας.
εγώ ο σεισμός ο αλύπητος, εγώ κι ο ανοιχτομάτης·
του μακρεμένου αγναντευτής, κι ο κλέφτης κι ο απελάτης

και με το καριοφίλι μου και με τ’ απελατίκι
την πολιτεία την κάνω ερμιά, γη χέρσα το χωράφι.
Κάλλιο φυτρώστε, αγκριαγκαθιές, και κάλλιο ουρλιάστε,λύκοι,
κάλλιο φουσκώστε, ποταμοί και κάλλιο ανοίχτε τάφοι,

και, δυναμίτη, βρόντηξε και σιγοστάλαξε αίμα,
παρά σε πύργους άρχοντας και σε ναούς το Ψέμα.
Των πρωτογέννητων καιρών η πλάση με τ’ αγρίμια
ξανάρχεται. Καλώς να ρθει. Γκρεμίζω τη ασκήμια.

Είμ’ ένα ανήμπορο παιδί που σκλαβωμένο τό 'χει
το δείλιασμα κι όλο ρωτά και μήτε ναι μήτε όχι
δεν του αποκρίνεται κανείς, και πάει κι όλο προσμένει
το λόγο που δεν έρχεται, και μια ντροπή το δένει

Μα το τσεκούρι μοναχά στο χέρι σαν κρατήσω,
και το τσεκούρι μου ψυχή μ’ ένα θυμό περίσσο.
Τάχα ποιός μάγος, ποιό στοιχειό του δούλεψε τ' ατσάλι
και νιώθω φλόγα την καρδιά και βράχο το κεφάλι,

και θέλω να τραβήξω εμπρός και πλατωσιές ν’ ανοίξω,
και μ’ ένα Ναι να τιναχτώ, μ’ ένα Όχι να βροντήξω;
Καβάλα στο νοητάκι μου, δεν τρέμω σας όποιοι είστε
γκρικάω, βγαίνει από μέσα του μια προσταγή: Γκρεμίστε!