Σάββατο 31 Μαρτίου 2007

ΜΥΣΤΙΚΗ ΠΑΝΔΑΙΣΙΑ



ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΒΕΛΛΙΟΣ (1924)


ΚΩΜΟΣ


Σαν αργυραμοιβός προβαίνει το φεγγάρι
και πράος και γελαστός και δολοπλόκος·
γύρω του οι πόκοι από ποίμνιο που εκάρη
θαρρείς το και που φύλαγε ο Πιτσικώκος.

Τίμια κρόνια κέρματα και αποζητούνε
μαύρα χάη να εξοφλήσουν, φίλια τ’ άστρα·
επαμειβόμενο το λαβείν και το δούναι
μιάς αιθέριας βαρβίτου στη ραβανάστρα.

Στην ψυχή μου πρωτόγνωρη δύναμι ας έμβη·
κι’ εύχου το κάλλος της, αρχαίο, να μοιάζη
με των χρυσών ονείρων μου τη θεία ρέμβη.

Σιμώνει, ακούω τη φωνή, συναρπάζε:
Μυθώδης έως τις κορφές δέντρων κι’ ορέων
Και μέθυσος και νυκτιπάτης ο Ανακρέων.



ΣΠΟΝΔΗ

Τα δρύινα βαρέλια να χτυπώ στο πόρτιασμα
κι’ εκείνων ν’ αντηχούν οι ως έμβιοι βόμβοι·
που σα δεχτούν το αίμα σου χοχλό, Διόνυσε,
τον πείρο ακούω, να μουγκανίζη, ως εκατόμβη.



Ο ΓΕΡΩΣ ΤΟΥ ΛΙΒΑΡΙΟΥ

Στην καλαμένια του ετοιμόρροπη καλύβα,
σκυφτός ο Ζάφνος που για πάπιες ενεδρεύει·
κι’ αργοσαλεύουν μέσα του στριφνά τα ερέβη·
Μνήμη της φυλακής του ανήμπορη ο Σίβα.

Ένα τσιμπούκι αναμμένο πάντα σε θέση
που δάκνει κι’ είναι από ατόφυον αιματίτη·
σαράντα χρόνια η τιμωρία κι’ η Νεφερτίτη
του απαιτεί γονατιστός να της προσπέσει.

Μες στου καπνού την αποπνιχτική βραχνάδα,
περνάει ωχρό το θύμα του και σύζυγός της
που αδιάφορος φάνη γι’ αυτόν κι’ ο Άγιος Σώστης.

Φτερώνουν τα υδρόβια και η εννεάδα
των δεκαετιών του προκαλεί, κομπάζει
στην παγωνιά που φύεται σαν το ραγάζι.



ΤΡΑΠΕΖΙ ΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ

Μες στη γαλήνη ωριοκεντάει το αηδονολάλημα
με φορτισμένους ακκισμούς την μυθική αμφιλύκη·
της νύχτας το αργοΰφαντο, πεποικιλμένο ένδυμα
μόλις που πάει για να φανή σα σκέπασμα ενός λίκνου
που χέρια κατεκόσμησαν με της στοργής τα μάθη·
[Ρεμβώδης πλούτος, άμωμος, πολύχρωμος που απλώνει
Έναν καινούργιον ουρανό, του πρώτου αντίπραξι,
Τριγύρω μας κι’ αστροφορεί τα μικρολούλουδά του·].
Πώς φτερουγούν ορίζοντες, δέντρων κορφές κι’ αισθήσεις
στη μυστική που εστρώσαμεν απόψε πανδαισία,
επά στον χλοοτάπητα που αβρός δωράει την δρόσο
για να χαρή την όλβητα ο εφήμερος εαυτός μας.


Από τη συλλογή «Έπαθλα και Χάριτες», 1985.

Η ΠΑΓΙΔΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ



ΖΗΣΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ (1911-2005)


ΑΙΦΝΙΔΙΑ ΕΠΙΣΚΕΨΗ


Το φιλικό ποτάμι αναδιπλώνεται
στην ερημιά της ροής του
λαλεί πουλί αδέσμευτο
δώθε και πέρ’ απ’ το χρόνο
ταξίδι ζωής σε άδειο παρόν:
χαίρεται με το τίποτα η καρδιά
του νου τα νερά διαυγή
εν σιγή στη γη αλγεί το αίσθημα
μουσική των σφαιρών
και τόνοι μέσα στον τόνο
καλάμι που κινιέται στον άνεμο
της ανεμώνας η απρόσκλητη χαρά
κι αιφνίδια επίσκεψη αγνώστου.



ΣΤ’ ΑΛΩΝΙΑ ΣΤΟ ΞΑΝΕΜΙ

Στ’ αλώνια, στο ξανέμι, που οι καρποί
ανάκατοι με χώμα: δώμα της ανάμνησης.
Οι μεγάλοι φευγάτοι, μείναμ’ εμείς
το παιδολόι: κορίτσια κι αγόρια
αλώνια στα χρόνια της γνήσιας αίσθησης
άλογα τρέχουν ξαναμμένα
κι εμείς κρυμμένοι στ’ άχυρα
μετά τον χορό των χεριών
και των μορφών τη συζήτηση
χορός των σωμάτων
αλώνια στα χρόνια της αίσθησης
άλογα τρέχουν ξαναμμένα.



ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΑΚΟΜΑ ΠΑΓΙΔΑ Ο ΧΡΟΝΟΣ

Ήταν καλά βολεμένο το σπιτάκι μας
καλύβι πάνω σε νησί
τραγούδια του πελάγου.

Σε βράχους αφροί και στα πόδια σου
εσύ γυμνή και νέα Εύα
φάγαμε, κοιμηθήκαμε
σαν τους πρώτους καιρούς:
ούτε θεοί, ούτε προφήτες, ούτε δαίμονες
δίχως ιστορίες κι αμαρτήματα.

Ήταν καλά βολεμένο το σπιτάκι μας
Σε λεύτερο πνεύμα και σώμα
Κοχύλια περπατάνε και γελάνε στο γιαλό
Τα νερά χαρά ζωής.

Δεν ήταν ακόμα παγίδα ο χρόνος.



Από τη συλλογή «Αιθρία Σιγή», Κέδρος, Αθήνα 1976.

ΨΕΥΤΙΚΑ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΙΚΑ



ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΕΜΣΗΣ ή ΣΑΛΟΝΙΚΙΟΣ (1883-1950)


Η ΨΕΥΤΟΦΙΛΙΑ


Όλος ο κόσμος τώρα δουλεύει μηχανές
κι αν κάνεις το κορόϊδο σου κάνει πιο πολλές

Ψεύτικα σου μιλούνε μηχανικά γελούν
κακό για να σου κάνουν μονάχα προσπαθούν

Σου κάνουνε το φίλο μπροστά μηχανικά
και πίσω σου σε βρίζουν κρυφά και μυστικά

Μην έχεις μπιστοσύνη ούτε και σ' αδελφό
γιατί κι αυτός κρυφά σου, σου θέλει το κακό



Τραγουδούν ο Στράτος Παγιουμτζής και ο Στελλάκης Περπινιάδης.

Παρασκευή 30 Μαρτίου 2007

ΔΥΟ "ΧΙΛΙΑΝΙΚΑ" ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΔΥΟ ΦΙΛΩΝ



ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ


ΝΕΡΟΥΔΑ


Στο Σαντιάγκο βγαίνει ένα φεγγάρι
κόκκινο αίμα κόκκινο φιλί
κι είναι ο έρωτας που ήρθε να μας πάρει
ένα ταξίδι στης καρδιάς μας τη Χιλή

Στο Σαντιάγκο έξι πάρα πέντε
φτερά του έρωτα φιλάει μια πεταλούδα
είναι η ώρα που τα πίνει ο Αλιέντε
στις παραλίες του ουρανού με τον Νερούδα

Στο Σαντιάγκο και την Ίσλα Νέγρα
με της βροχής την πρώτη την ανάσα
χόρεψε τα τραγούδια σου τα αλέγκρα
του έρωτά μας χόρεψε τη σάλσα




ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ


ΚΟΝΤΕΥΕΙ ΠΙΑ ΝΑ ΞΕΒΡΩΜΙΣΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ


Γι' ακούστε 'δώ χαμπέρι πού 'χει γούστο,
που μόλις τ' άκουσα κι εγώ στη RAI:
Εψόφησε στο Τσίλι –λέει– ο Αουγούστο!
Ν' ανοίξω, λέω, κρασάκι, που βαράει

αμέσως στο κεφάλι… να γιορτάσω
το νέο. Τί πειράζει πού 'μαι μόνος;
Διαβάζω και δυο στίχους (Δάντη ή Τάσσο),
παρέας δίκην, και απ' του Ελικώνος

τα πνεύματα θα δροσιστούν οι σπείρες
του νου που θά 'χουνε καλά μουλιάσει
στον οίνο. Πίνω-πίνω και σπινθήρες
του ήλιου θά 'χουνε τη μούρη μ' λιάσει,

ως θα προσμένω νά 'ρθει κι ο Αγιέντε
στην κάμαρά μου. Με φωνή μεγάλη
–"Στου διάβολου τα τάρταρα παγαίν'τε,
καθήκια!''– κράζω, σαν κειόν που εντελάλει,

στα πίσω χρόνια, τσ' είδησες στες ρούγες
του Τζάντε – "Παπαδόπουλοι, Τρουχίλοι,
Βιδέλες!..." Φίνες βγάνουνε φτερούγες
τα λόγια μου, καθώς τα λεν τα χείλη

στον αέρα, για να γίνουν σετ, και
με οσμές που θα φθονούσε και ο δυόσμος
ακόμη. Εψόφησε ο Πινοτσέτ! Αί,
κοντεύει πια να ξεβρωμίσει ο κόσμος!


Νάπολη, 10 Δεκεμβρίου 2006.



Στη φωτογραφία βλέπουμε τον Σαλβαδόρ Αγιέντε, τον Πάμπλο Νερούδα και τον Βίκτορ Χάρα. Χάθηκαν μέσα σε 12 μέρες.

ΤΑ ΖΩΝΤΑΝΑ ΤΟΥ ΓΛΥΤΩΜΟΥ



ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΝΤΟΡΡΟΣ


ΕΙΜΑΣΤΕ ΤΑ ΖΩΝΤΑΝΑ ΤΟΥ ΓΛΥΤΩΜΟΥ


Είμαστε τα ζωντανά του γλυτωμού
σε ξένες θετικότητες.
Κι ανύπαρχτο περνάει το διάστημα
απ’ την υγεία ώς την αρρώστια.

Πιο άνθρωποι,
θα βλέπουμε, αγριεμένοι από ντροπή,
τα τωρινά μας.

Απίστευτη η τέχνη μας να κάνουμε
στιγμές κι αιωνιότητες.

Δεν είν’ αυτά που θά ’λεγα
Ούτε κι εκείνα που τα φέραν.



ΨΑΛΙΔΙ ΚΑΙ ΡΟΛΟΪ


Το αφησμένο πέσιμο του ψαλιδιού
απάνω στο τραπέζι
που ’ναι η γυαλάδα του σαν όψη φωτισμένη από θυσίες,
κει μέσα κρατημένες,
μακριά από το ξέσκασμα των αλλωνώνε
που ’ναι πιο τ υ χ ε ρ ο ί πλασμένοι.

Ο κρότος του μιλάει για τη δουλεία τη βραδινή,
στο κλείσιμο μέσα από τζάμια χειμωνιάτικα,
στο νεκροζώντανο το χώσιμο
σε τρύπες ολάνοιχτες καλοκαιριού,
κι ανοίγει πλημμυρίσματα,
σε καταδίκες που θα κρατήσουνε καιρό.
Τις συντροφεύει.

Και δίνει στις ελπίδες
-κουρασμένες-
πιο πολλή ζωή απ’ το ρολόι που,
-λες ποτέ δεν κάνει τίποτ’ άλλο-
Μετράει τη δουλειά του ψαλιδιού.



ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΑ ΦΥΛΛΑ

'Ολα καινούρια,
τόσο που θά ’ρθει κάτι κι άλλο
πιο καινούριο κι απ' αυτά.

Τα φύλλα, φρεσκοπράσινα, μιλάγανε πιο νοητά
από ανθρώπους διαβασμένους.

Προσπέρασα ένα γέρο.
Κατέβαζε σκουπίδια σε υπόγειο.
Δε φύσηξαν γι’ αυτόνε.

Κατέβαινε βαριά μες στο σκοτάδι.


Από τη συλλογή «Στου γλυτωμού το χάζι», 1930.

ΜΙΑ ΛΙΑΝΟΥΤΣΙΚΗ ΣΗΜΥΔΑ




ΣΕΡΓΚΕΗ ΑΛΕΞΑΝΤΡΟΒΙΤΣ ΓΕΣΕΝΙΝ (1895-1925)


ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ ΒΥΣΣΙΝΙ


Το φως της δύσης βυσσινί, υφασμένο με τη λίμνη·
στα πλάγια οι ξυλοπετεινοί – κουδούνια, πένθιμοι ύμνοι.

Ο φλώρος κάπου κρυφοκλαίει χωμένος στην κουφάλα,
μα εγώ δεν κλαίω· στα βάθη μου κυλούν φώτα μεγάλα.

Ξέρω, θα βγεις το απόβραδο μακριά, πέρα απ’ το δρόμο,
και σε μια φρέσκια θημωνιά θα κάτσουμε ώμο με ώμο.

Όλος μιά μέθη απ’ τα φιλιά, σαν άνθος θα σε λιώσω·
ο που μεθάει από χαρά δεν έχει κρίμα ωστόσο.

Μόνη σου, από τα χάδια μου, θα ρίξεις το μετάξι
και μεθυσμένη θα σε πάω στα θάμνα ως να χαράξει.

Ας κλαίνε οι ξυλοπετεινοί μακριά στα λοφοπλάγια –
χαρούμενη μιά θλίψη ζει μες στ’ αυγινά μαγνάδια.


1910



[ΣΜΑΡΑΓΔΕΝΙΟ ΧΤΕΝΙΣΜΑ]

Σμαραγδένιο χτένισμα,
στήθος κοριτσιού χλωρό,
αχ, λιανούτσικη σημύδα,
τί κοιτάς μες στο νερό;

Το αγεράκι τί σου λέει;
η άμμος τί σου κουδουνά;
Στις πλεξούδες σου χτενάκι
το χρυσό φεγγάρι, να.

Πες μου, πες το μυστικό σου,
τη δεντρίσια συλλογή,
τ’ ανοιξιάτικο βουητό σου
πώς το αγάπησα πολύ.

Κι αποκρίθηκε η σημύδα:
«φίλε, ψες το βράδυ εδώ
στ’ αστροφεγγοβόλημα είδα
να δακρύζει ένα βοσκό.

Οι ίσκιοι λάμπαν στο φεγγάρι,
Πρασινάδες ρίχναν φως,
Τα γυμνά τα γόνατά μου
Μου τ’ αγκάλιαζεν αυτός.

Κι είπε μες στο θρο των κλώνων
με βαθιούς ανασασμούς:
έχε γειά, περιστερούλα,
ώς τους νέους γερανούς.»


1918



[ΑΓΕΡΗΔΕΣ, ΑΓΕΡΗΔΕΣ]

Αγέρηδες, αγέρηδες, ω χιονισμένοι αγέρηδες
σβήστε της περασμένης μου ζωής το δάκρυ.
Λαχτάρησε ένας έφηβος νά ’μαι κατάφωτος
ή ένα λουλούδι στων αγρών την άκρη.

Κάτω από τη φλογέρα του βοσκού λαχτάρησα
για όλους και για μένανε η ψυχή μου να λιώνει·
μέσα στ’ αφτιά μικρά κουδούνια αστέρινα
το βραδινό σωριάζει χιόνι.

Είναι όμορφο το λαγαρό του τρέμουλο,
όταν στη χιονοθύελλα βουλιάζει ο πόνος·
σα δέντρο θά ’θελα μεσοδρομίς να στέκομαι
ασάλευτος στό ’να μου πόδι, μόνος.

Κάτω απ’ το φρούμασμα του αλόγου θά ’θελα
ν’ αγκαλιαστώ με τα τριγύρω θάμνα.
Έι, εσείς φεγγαροπόδαρα σηκώστε τη
μ’ ένα χρυσό κουβά τη θλίψη μου στα ουράνια.


1919


Μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος, 1981.

ΟΙ ΜΥΣΤΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ



ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ


ΙΑΚΩΒ ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΗΣ


Δούλεψε εφτά χρόνια
τη χέρσα γη του Λάβαν
κι εκείνος αντί για τη Pαχήλ
του έδωσε τη Λεία.
Δούλεψε άλλα εφτά για τη Pαχήλ.
Όταν την πήρε την αγαπούσε πάντα
όμως κι η άσκημη αδελφή της
είχε αποκτήσει πια μια θέση στην καρδιά του.
Δεκατέσσερα χρόνια, μια ζωή
για δυο γυναίκες που δε γνώρισε ποτέ.
Kοίταξε μακριά τα στάχυα
το μοναδικό καρπό του
κι είπε πως τελικά είχε κερδίσει.



Η ΠΟΡΤΑ

Ο ποιητής εξηγούσε τους μυστικούς συμβολισμούς
τη διαλεχτική του ποιήματός του.
Η πόρτα, έλεγε, είναι το μυστήριο της επικοινωνίας
του μέσα με το έξω, μιας επικοινωνίας που
εναλλάσσεται, αντιστρέφεται, αναχαιτίζεται,
αναιρείται, υποτροπιάζει, τελικά επέρχεται,
γι' αυτό κι η πόρτα είναι μια πόρτα
που αναλώνει την πόρτα
που υπερβαίνει την ανάγκη της πόρτας
και μέσα από την αυτοκαταργημένη πόρτα
μπορεί κανείς να βυθομετράει, να βυθράει
να βεθλάει, να βουθλουβάει...
Γύρω οι θαυμαστές νιώθανε μια βαθιά δροσιά
καθώς τους ψέκαζαν τα σάλια.



ΟΦΕΙΛΗ

Μέσα από τόσο θάνατο που έπεσε και πέφτει,
πολέμους, εκτελέσεις, δίκες, θάνατο κι άλλο θάνατο
αρρώστια, πείνα, τυχαία δυστυχήματα,
δολοφονίες από πληρωμένους εχθρών και φίλων,
συστηματική υπόσκαψη κι έτοιμες νεκρολογίες
είναι σα να μου χαρίστηκε η ζωή που ζω.
Δώρο της τύχης, αν όχι κλοπή απ' τη ζωή άλλων,
γιατί η σφαίρα που της γλίτωσα δε χάθηκε
μα χτύπησε το άλλο κορμί που βρέθηκε στη θέση μου.
'Ετσι σα δώρο που δεν άξιζα μου δόθηκε η ζωή
κι όσος καιρός μου μένει
σαν οι νεκροί να μου τον χάρισαν
για να τους ιστορήσω.



ΠΟΡΕΙΑ

Τότε ήρθε στη συνεδρίαση ο Χαρίλαος,
πραγματικό του όνομα Γεράσιμος,
και είπε:
"Συναγωνιστές θα νικήσουμε".
Τον σκότωσαν έπειτα από δυο μέρες.
Και ήρθε στη θέση του ο Αλέξης,
όνομα πραγματικό του Νίκος,
και είπε:
"Συναγωνιστές θα νικήσουμε".
Στο τρίτο κύμα της τρομοκρατίας
έπιασε θέση λογιστή.
Τότε ήρθε στη θέση του ο Γρηγόρης,
επιλεγόμενος Αρμένης, πραγματικό του όνομα άγνωστο
κ' είπε:
"Αδέρφια, θα περάσουμε πολλές δοκιμασίες
μα θα νικήσουμε".
Αργότερα ανέλαβε πιο υπεύθυνη δουλειά.
Κ' ήρθε στη θέση του η Ρόζα,
πραγματικό της όνομα Φανή,
κ' είπε:
"Θα πρέπει τώρα να προσαρμοστούμε
στις νέες συνθήκες".
'Οταν την πιάσαν ήρθε στη θέση της ο Πέτρος,
πραγματικό του όνομα Θανάσης
κ' είπε:
"Ο δείχτης των απεργιών ανέβηκε".
Πέθανε αργότερα στο σανατόριο.
Κ' ήρθαμε με τη σειρά μου εγώ κι ο Πελοπίδας κι ο Στρατής
ήρθαν παιδιά καινούργια, οι καταδίκες ηγετών
ήρθανε τα πεντάχρονα, τα εφτάχρονα, οι αλλεπάλληλες επαναστάσεις
ήρθανε τα συνέδρια, η αποκατάσταση νεκρών ηρώων
ο θάνατος από τα γερατειά
σκοτείνιασε η σειρά των ονομάτων, μπερδεύτηκε η συνέχεια...
Και είπε ο νέος εργάτης στη νέα συνεδρίαση:
"Σύντροφοι θα νικήσουμε".

ΕΚΕΙΝΑ ΤΑ ΧΩΜΑΤΑ...



ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ


ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ


Ό,τι λιανά μου μείναν του ταξιού θαν τ’ αφήσω.
Τι ώρα απόψε το τραίνο φεύγει για Μασσαλία;
Το Παρίσι, τσιμπούρι, μέ ’χε πάρει από πίσω
με την σαν παραμύθι –του– φαντασμαγορία.

Χαιρετούρες!... Τα μάτια έχουν βουρκοδακρύσει,
πάει να σπάσει η καρδιά μου, οι σφυγμοί μου χαμός. Χα-
λάλιζα ζην και θνήσκειν εδώ, στο Παρίσι,
αν δεν είταν εκείνα τα χώματα, η Μόσχα!


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής

Πέμπτη 29 Μαρτίου 2007

ΣΤΟ ΑΔΕΙΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ



OCTAVIO PAZ (1914-1998)


DOS CUERPOS


Dos cuerpos frente a frente
son a veces dos olas
y la noche es océano.

Dos cuerpos frente a frente
son a veces dos piedras
y la noche es desierto.

Dos cuerpos frente a frente
son a veces raíces
en la noche enlazadas.

Dos cuerpos frente a frente
son a veces navajas
y la noche relámpago.

Dos cuerpos frente a frente
son dos astros que caen
en un cielo vacío.


1944




ΔΥΟ ΚΟΡΜΙΑ

Δύο κορμιά αντιμέτωπα
είναι πότε-πότε δυό κύματα,
ενώ ωκεανός είναι η νύχτα.

Δύο κορμιά αντιμέτωπα
είναι πότε-πότε δυό πέτρες
κι έρημη χώρα είναι η νύχτα.

Δύο κορμιά αντιμέτωπα
είναι πότε-πότε δεντρόριζες
μπερδεμένες μες σε μιά νύχτα.

Δύο κορμιά αντιμέτωπα
είναι πότε-πότε μαχαίρια
μέσα στο αστροπελέκι της νύχτας.

Δύο κορμιά αντιμέτωπα
είναι αστέρια και πέφτουν μαζί
σε ουρανό που χάσκει ολόαδειος.


1944



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής

ΠΑΞΙΜΑΔΟΚΛΕΦΤΡΑ




ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΗΡΟΜΥΤΗΣ *


ΗΣΟΥΝΑ ΞΙΠΟΛΥΤΗ



Ήσουνα τι ήσουνα μια παξιμαδοκλέφτρα,
τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις σούρτα φέρτα.

Ήσουνα ξιπόλητη και γύρναγες στους δρόμους,
τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις ιπποκόμους.

Ήσουνα στην αγορά και μάζευες τους σπόρους,
και τώρα που σε πήρα εγώ ζητάς αεροπόρους.

Ήσουνα ξιπόλητη και μάζευες κοσάρια,
τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις κατοστάρια.

Ήσουνα στην αγορά και μάζευες ραδίκια,
τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις σκουλαρίκια.

Έριξα τα ζάρια μου κι έφερα έξι πέντε,
και τους μπάτσους στη γωνιά τους πάει πέντε πέντε.

Πενήντα χρόνια φυλακή τιμώρησα το χάρο,
νά ’σαι πάντα ελεύθερη μαζί σου να γουστάρω.



* Το εν λόγω τραγούδι δεν είναι -όπως γενικώς και κατά παρεξήγηση πιστεύεται- του Μάρκου Βαμβακάρη, αλλά του Στέλιου Κηρομύτη. Την πληροφορία την έχω διαβάσει στην "Ανθολογία του Ρεμπέτικου" του Τάσου Σχορέλλη. Τραγουδήθηκε, ωστόσο, από τον Μάρκο και έτσι έγινε πολύ γνωστό (και ως δικό του). Μικρό το κακό, πάντως. Το τραγούδι είναι υπέροχο. Στην πρώτη φωτογραφία παραπάνω βλέπουμε τον Κηρομύτη και στη δεύτερη τον Κηρομύτη με τον Βαμβακάρη.

ΜΗΝ ΤΟ ΠΕΙΣ ΟΥΤΕ ΤΟΥ ΠΑΠΑ



ΝΙΚΟΛΑΣ ΑΣΙΜΟΣ


Ο ΠΑΠΑΣ


Εγώ κι εσείς, εσείς κι εγώ τραβάμε για το Βόλο
Το άλογο μας χλώμιασε τ' αφήσαμε στο δρόμο.
Ήταν μαζί ο Σταύρακας και ο Στρατής ο Λιόγκας
Είχαμε το θεό βοηθό και στο φλασκί μας το νερό.

Θυμάμαι τότε τον παπά κατούραγε στη στράτα
Κι ήτανε όλα γύρω μας όμορφα και καπάτσα
Ωρέ παπά του είπαμε, δεν ντρέπεσαι με ράσα
Το άλογό σας ψόφησε δεν το 'σωσαν μωρέ τα ράσα.

Θέμε όλοι, θέλουμ’ όλοι του παπά μας το περβόλι
Κατουράμε τη βδομάδα δυο φορές την πρασινάδα
Να μαράνει το περβόλι και να μπούμε μέσα όλοι
Να κρεμάσουμε λαμπάδα στου παπά μας τη φοράδα.

Μαστορεύανε και γελούσανε,
Τραγουδάγανε, κοροϊδεύανε
Τότες που τους χορεύανε στο ταψί
Τώρα σώπασαν, δε γελάνε πια,
Δεν τους νοιάζει πια, τά ’χουν όλα αυτά
Τάξη, ησυχία και λεφτά.
Μόνο που τους στερήσαν τη φωνή,
Χάσανε κι αυτοί την ανθρωπιά τους
Μόνο που μας αγόρασαν την καρδιά,
Χάσαμε κι εμείς την ανθρωπιά μας.

Ωρέ παπά του είπαμε δεν ντρέπεσαι με ράσα
Το άλογό σας ψόφησε δεν το 'σωσαν μωρέ τα ράσα.

Θέμε όλοι, θέλουμ’ όλοι του παπά μας το περβόλι
Κατουράμε τη βδομάδα δυό φορές την πρασινάδα
Να μαράνει το περβόλι και να μπούμε μέσα όλοι
Να κρεμάσουμε λαμπάδα στου παπά μας τη γενειάδα.
Φταίμε όλοι, φταίμε όλοι, που έχει ο παπάς περβόλι.

ΜΗ ΧΑΜΗΛΩΝΕΙΣ ΙΣΑΜΕ



ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ


Η ΜΙΚΡΗ ΡΑΛΛΟΥ


Σαράντα παλικάρια στην άκρη του γιαλού
επαίξανε στα ζάρια τη μικρή Ραλλού
Σ' ανατολή σε δύση σε κόσμο και ντουνιά
ρωτάν ποιος θα κερδίσει την ομορφονιά

Μικρό το καλοκαίρι μεγάλος ο καιρός
κανείς όμως δεν ξέρει ποιος θα 'ναι ο τυχερός
Σαράντα παλικάρια στην άκρη του γιαλού
επαίξανε στα ζάρια τη μικρή Ραλλού

Σαράντα παλικάρια με λιονταριού καρδιά
ερρίξανε στα ζάρια μια τρελή βραδιά
Ζηλεύει το φεγγάρι και στέλνει απ' τα βουνά
το μαύρο καβαλάρη που μας κυβερνά

Κι ο χάροντας σαν φίδι τραβάει την κοπελιά
σ' αγύριστο ταξίδι σ' ανήλιαγη σπηλιά
Σαράντα παλικάρια στην άκρη του γιαλού
εχάσανε στα ζάρια τη μικρή Ραλλού


ΓΕΙΑ ΣΟΥ ΧΑΡΑ ΣΟΥ ΒΕΝΕΤΙΑ

Γεια σου χαρά σου Βενετιά
πήρα τους δρόμους του νοτιά
και τραγουδώ στην κουπαστή
σ' όλο τον κόσμο ν' ακουστεί
Φύσα αεράκι φύσα με
μη χαμηλώνεις ίσαμε
να δω γαλάζια εκκλησιά
Τσιρίγο και Μονεμβασιά

Γεια σου χαρά σου Βενετιά
βγήκα σε θάλασσα πλατιά
κι απ' το κατάρτι το ψηλό
τον άνεμο παρακαλώ
Φύσα αεράκι φύσα με
μη χαμηλώνεις ίσαμε
να δω στην Κρήτη μια κορφή
που έχω μανούλα κι αδελφή


ΚΑΛΥΜΝΙΩΤΙΚΟ


Τώρα που πας στη ξενητειά
πουλί θα γίνω του νοτιά
γρήγορα να σ' ανταμώσω.
Για να σου φέρω τον σταυρό
που μου παράγγειλες να βρω
δαχτυλίδι να σου δώσω.

Χρυσή μου αγάπη έχε γεια
να 'ναι μαζί σου η Παναγιά
κι όταν 'ρθει το περιστέρι.
Θά ’χω κρεμάσει φυλαχτό
στο παραθύρι τ' ανοιχτό
την καρδιά μου σαν αστέρι.

Ήσουν κυπαρίσσι
στην αυλή μου αγαπημένο
ποιος θα μου χαρίσει
το φιλί που περιμένω.
Στ' όμορφο ακρογιάλι
καρτερώ να μού ’ρθεις πάλι
σαν μικρό χαρούμενο πουλί.

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2007

ΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΤΟΥΣ ΦΡΙΧΤΟΤΑΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ





HEINRICH HEINE (1797-1856)


ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΠΟΥ ΜΟΥ ΕΓΡΑΨΕΣ



Το γράμμα που μου έγραψες
δεν με γεμίζει πόνο·
για να μου πεις δεν μ’ αγαπάς
γέμισες έναν τόμο.

Καλογραμμένες και πυκνές
σελίδες θες σαράντα·
μα αντίο, άμα θες να πεις,
δυό λόγια λες σταράτα.



ΣΤΙΣ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΕΣ


Στις πινακοθήκες πόσες φορές δεν είδες
για πόλεμο που ξεκινάει το παλληκάρι,
στη μάχη να ζητάει να πάει να σκοτωθεί,
με ασπίδα αρματωμένο και κοντάρι.

Μα έλα που το τσιγκλάνε κάτι ερωτάκια,
και την ασπίδα του αρπάνε, το σπαθί,
το ραίνουνε όλο με άνθη και με ανθάκια,
κι εκείνο τώρα πώς μπορεί ν’ αντισταθεί;

Έτσι κι εμένανε πολλά γλυκά εμπόδια
μού κόβουνε τα πόδια, τους αγκώνες,
την ώρα που άλλοι πάν και πολεμάνε
στου χρόνου τους φριχτότατους αγώνες.



ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΣ ΕΙΤΑΝ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

Ένας γέρος είταν βασιλιάς
–η καρδιά βαριά, το κεφάλι άσπρο–
ο φτωχός μας γερο-βασιλιάς
επαντρεύτηκε μια νιά – αχ!

Νέος και ωραίος είταν αυλικός
–το μαλλί ξανθό, το μυαλό λειψό–,
το διάδημα της ρήγισσας
εκράτειε το μεταξωτό – αχ!

Ξέρετε, θαρρώ, τη ριτορνέλλα
την παλιά, τη γλυκιά, τη θλιμμένη:
Βασιλιάς κι αυλικός επεθάναν
μες την τόσην αγάπη πνιγμένοι.


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής

Τρίτη 27 Μαρτίου 2007

ΤΕΤΟΙΑ ΟΜΟΡΦΙΑ ΠΟΤΕΣ ΜΟΥ




ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ



ΔΥΟ ΓΥΦΤΟΠΟΥΛΕΣ


Δυο γυφτοπούλες στο βουνό, μάνα και θυγατέρα δυο,
βότανα εμαζεύανε, βρίσκουν ένα λαβωμένονε.

Μάνα να τον επάρουμε, τον ξένο να τον γιάνουμε,
εμείς ψωμί δεν έχουμε, τον ξένο τι τον θέλουμε.

Μάνα το σεντονάκι μου, χαλάλι στο ξενάκι μου,
μανούλα μου τον αγαπώ και ντρέπουμαι να σου το πω.



ΕΦΟΥΜΕΡΝΑΜ’ ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ

Εφουμέρναμ' ένα βράδυ
αργιλέ, σπαχάνη μαύρη.
Δίχως νά ’χουμε στην πόρτα
χωρίς νά ’χουμε στην πόρτα
τσιλιαδόρους όπως πρώτα.

Κι έρχουντε δύο πολιτσμάνοι
και δε βρίσκουνε ντουμάνι.
Ζούλα όλοι οι αργιλέδες
φυλαχτείτ’ από τους τζέδες.

Στάσου, πολιτσμάν λεβέντη
Κι ας τον αργιλέ να καίει.
Να φουμάρει το Τουρκάκι
Που ’ναι φίνο δερβισάκι.

Μαύρο φέρνει από τη Σμύρνη
και καλάμι από τ' Αϊδίνι
και χαρά σ’ τον που την πίνει.



ΚΙ ΟΙ ΓΚΟΜΕΝΕΣ ΦΟΡΕΣΑΝ ΤΡΑΓΙΑΣΚΕΣ


Και οι γκόμενες φορέσανε τραγιάσκες
Και στους δρόμους τριγυρνούν και κάνουν τσάρκες
Βλέπεις γκόμενα τραγιάσκα να φοράει
Και σαν μαγκίτης αβέρτα περπατάει

Και οι γκόμενες αντρίκια κουσουμάρουν
Και με μάγκες τρέχουνε για να φουμάρουν
Βλέπεις μάγκα μου ντερβίσικα κορίτσια
Με ναζάκια με κολπάκια με καπρίτσια

Βλέπω μία και μια ώρα την κοιτάζω
Και σαν με βλέπει την τραγιάσκα κατεβάζω
Τήνε φέρτε να της πω μωρ’ αδερφάκι
Ζούλα πάμε στον τεκέ για τσιμπουκάκι

Γεια σου Μάρκο δερβίση!


Δεν μπορώ να καταλάβω ποιοί είν’ οι μάγκες
και οι κυρίες κουσουμάρουνε τραγιάσκες
τί θα κάνουμε και εμείς τα ντερβισάκια
μας ζυγώνουν και μας πιάνουν τα μεράκια



ΜΑΥΡΑ ΜΑΤΙΑ ΜΑΥΡΑ ΦΡΥΔΙΑ


Μαύρα μάτια μαύρα φρύδια,
κατσαρά μαύρα μαλλιά
άσπρο πρόσωπο σαν κρίνος
και στο μάγουλο ελιά

Τέτοια ομορφιά ποτές μου
αχ τσαχπίνα μου γλυκιά
δεν την έχω απαντήσει
μέσα σ' όλο τον ντουνιά

- Γειά σου Μάρκο μου Καρούζο
- Γειά σου Ρούκουνα Κεπούρα


Μαυρομάτα μου για σένα
εκατάντησα τρελός
θα πεθάνω δεν αντέχω
έχω γίνει φθισικός

Πόνους έχω εγώ κρυμμένους
μες στα φύλλα της καρδιάς
με τα μάγκικά σου μάτια
όταν φως μου με κοιτάς



ΝΟΣΤΙΜΟ ΤΡΕΛΟ ΜΙΚΡΟ ΜΟΥ


Κάνω τη τσάρκα μου περνώ
για σε μικρό μελαχροινό
από τη γειτονιά σου
για τα γλυκά τα μάτια σου
και για την εμορφιά σου
νόστιμο μικρό τρελό μου
μάγκικο μελαχροινό μου

Γιατί δε βγαίνεις να σε δω
που ξέρεις πόσο σ’ αγαπώ
κρυφά από τη μαμά σου
μελαχροινό με τρέλανες
με τη γλυκιά ματιά σου
μάγκικο τρελό μικρό μου
κορμί μελαχροινό μου

Ένα γλυκό φιλάκι σου
βγάλε απ’ το στοματάκι σου
μη θες να με παιδεύεις
εσύ για μένα είσαι γιατρός
εσύ θα με γιατρέψεις
νόστιμο μικρό τρελό μου
μάγκικο μελαχροινό μου

ΜΕ ΠΕΡΣΙΑΣ ΤΟΥΜΠΕΚΙ



ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΪΖΙΡΙΔΗΣ ή ΓΙΟΒΑΝ ΤΣΑΟΥΣ (1896-1942)


ΠΕΝΤΕ ΜΑΓΚΕΣ ΣΤΟΝ ΠΕΡΑΙΑ


Πέντε μάγκες στον Περαία
πέρασαν απ’ τον τεκέ
ένας είπε απ’ την παρέα
πα’ να πιούμε ναργιλέ.

Μπήκαν μέσα να φουμάρουν
φώναξαν του τεκετζή
πιάσε ναργιλέ αφράτο
με Περσίας τουμπεκί.

- Γειά σου Αντωνάκη μου λεβέντη!

Δύο τάλλαρα τον δίνεις
τρία θα πληρώσουμε
αν η γκλάβα μας γεμίσει
θα σε προτιμήσουμε.

Φούμαραν και ήταν τζούρα
φώναξαν τον τεκετζή
δεν κατάλαβαν μαστούρα
ήταν σκέτο τουμπεκί.

- Γειά σου Γιοβάν Τσαούς!

Εσύ νόμιζες πως έχεις
τίποτα κορτάκηδες
ούτε πιτσιρίκια έχεις
μήτε και πρεζάκηδες.

Πάμε ’κεί στου Κουνελάκη
έχω ζούλα ναργιλέ
πάμε μάγκες να τον πιούμε
να μην πάμε στον τεκέ.

Εσύ νόμιζες πως έχεις
τίποτα κορτάκηδες
ούτε πιτσιρίκια έχεις
μήτε και πρεζάκηδες.

Αν θα κλείσουν τους τεκέδες
Πειραιά Κρεμμυδαρού
τότε πια θα κουβαλάω
στην σπηλιά την κουρελού.

- Όοοπα!


Πρώτη έκτέλεση: Αντώνης Καλυβόπουλος, 1935.

ΔΡΟΣΕΡΟ, ΕΤΟΙΜΟ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΙΚΟ





GAUILLAUME APOLLINAIRE (1880-1918)


ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ


Ο αγέρας γέμισε με ανήσυχο αλκοόλ
Φιλτραρισμένο από μισόκλειστα άστρα
Οι οβίδες κλαψουρίζουν μες στο χώμα
ο θάνατος εραστής γίνηκε των ρόδων


Εσύ που σιωπηλά δίνεις τις υποσχέσεις στην αγάπη
κι είδες να συμβιβάζεται για τη δόξα σου ένας ποιητής
Ω ρόδο πάντα δροσερό ω ρόδο πάντα σου έτοιμο
Το άρωμα σου προσφέρω το τρομερό της μάχης

Εσύ που χωρίς να μαραίνεσαι χωρίς να πεθαίνεις ενδίδεις
Ω ρόδο πάντα δροσερό στον άνεμο που σε στραπατσάρει
Άνθησε όλες τις ελπίδες μιας στρατιάς που ασθμαίνει
Ταρίχευσε όλους αυτούς π’ αγάπησες τους χλωροφορμισμένους
Βρέχει τόσο απαλά τη νύχτα τόσο τρυφερά τη νύχτα
Ενώ ανεβαίνει μέσα μας το μοιραίο ρευστό
Μουσικός με μάσκα που τίποτα δεν μπορεί ν’ ακούσει
Παίζω ένα είδος αγάπης σε κρυστάλλινες χορδές
Απ’ αυτή την απαλή βροχή που ξαλαφρώνει τα δεινά μου
Κι οι ουρανοί την κάνουν πάνω μας γλυκά να κατεβαίνει.


Μετάφραση: Ιάσων Δεπούντης

ΕΣΠΕΡΙΝΑ ΜΑΤΙΑ




PAUL ELUARD


Η ΚΙΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΣΠΕΡΑΣ


Σεμνή φωτιά ευκαιρίας δοθείσης
Μέλισσα και φτερό τσαλακωμένο
Μακριά από τη δέσμη των δρόμων
Των οικογενειών των αγραναπαύσεων

Μπρος στα μάτια σου σεμνή φωτιά
Που σηκώνει τα βλέφαρά σου
Και που περνάει και πάει όλο πάει
Μέσα στη διαυγή τη δροσερή εσπέρα

Σ’ άλλα μάτια ίδια ολόιδια
Που ολοένα σκοτιδιάζουν κι άλλο
Που ολοένα αδειάζουν κι άλλο
Και που καθόλου δεν παύουν υπάρχοντα.


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής

ΜΕ ΟΥΡΑΝΙΟ ΛΑΛΗΜΑ ΝΑ ΠΩ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΘΕΙΑ



ΙΑΚΩΒΟΣ ΠΟΛΥΛΑΣ (1825-1896)


ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΗΣ


Όταν στα βάθη της νυκτός με περιζώνη
άκρα θαλάσσης ουρανού και γης ειρήνη,
το πνεύμα, οπού στην ταραχήν του κόσμου σβήνει,
σιγά την μυστικήν ζωήν του ανανεώνει·

των πόθων όλων και παθών αγάλ’ οι πόνοι
παύουν, καθώς στον νουν απλώνετ’ ευφροσύνη,
ο αιθέρας, όπου αρχήθεν η ψυχή μου κλίνει·
ήσυχη ορμή προς κόσμον άλλον με φτερώνει,

και όσα πνεύματα εδώ στα πλάσματά τους είδα,
ακαθρέφτιστα εκεί θωρεί τα η φαντασία,
και όταν θαρρώ πως την χρυσήν πατώ βαθμίδα,

οπού αντηχεί ψηλάθε απέραντη αρμονία,
θαμπή στιγμή την ιλαρήν μου παίρνει ελπίδα
με ουράνιο λάλημα να πω τραγούδια θεία.



ΟΙ ΘΡΗΝΟΙ ΤΗΣ ΑΝΔΡΟΜΑΧΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΚΑΒΗΣ
(Ιλιάς, Ω, 718-759)


Και ως είπ' εκείνοι εχώρισαν τ' αμάξι να περάσει
και αφού στα ωραία δώματα το λείψανο ανεβάσαν,
στην κλίνη τον απόθεσαν, κι εκάθισαν στο πλάγι
τους θρηνωδούς, το θλιβερό τραγούδι ν' αρχινήσουν.
Και αντιφωνούσαν κλαίοντας στο θρήνον οι γυναίκες
Και η λευκοχέρ' αρχίνησε το θρήνο η Ανδρομάχη
στην κεφαλή του Έχτορα απλώνοντας τα χέρια.
"Άνδρα μου, νέος πέθανες, κι εμέν' αφήνεις χήρα
στο σπίτι με το τρυφερό παιδί που εμείς οι δύο
οι άμοιροι γεννήσαμε και δε θα μεγαλώσει
ωιμένα, ότι γρήγορα τούτη θα πεσ' η πόλη
τώρα σαν χάθηκες εσύ, ο στύλος της, η ασπίδα,
που τα παιδιά της έσωζες και τις σεμνές μητέρες,
που γλήγορα στα πλοία τους δε να μας ρίξουν όλες
και συ μαζί μου, τέκνο μου, θε να'σαι να δουλεύεις
με κόπο σ' έργα ουτιδανά καταδυναστεμένος
κάτω απο κύριο σκληρό, αν πρώτα δε σε ρίξει
απο του πύργου την κορφή να κακοθανατίσεις
κανείς οπού του σκότωσε ο Έκτωρ τον πατέρα,
τον αδερφό ή το παιδί, διότι απο το χέρι
εκείνου πλήθος Αχαιών εδάγκασαν το χώμα.
Ότι ο πατέρας σου απαλός στον πόλεμον δεν ήταν
για τούτο σήμερα ο λαός ολόκληρος τον κλαίει
και λύπη θα'σαι αμίλητη, ώ Έκτορ στους γονείς σου,
μόν' άλλος είναι ο πόνος μου στην κλίνη σου, ώ γλυκέ μου,
δεν πέθανες, το χέρι σου στο χέρι μου ν' απλώσεις,
και κάποιον λόγον φρόνιμον να βάλεις στην καρδιά μου
ημέρα νύκτα μες στον νού να το'χω και να κλαίω".
Και με τον θρήνον που'καμνε στενάζαν οι γυναίκες
και ανάμεσόν τους άρχισε κι η Εκάβη να θρηνήσει
"Έκτορ, ως το ακριβότερο απ' όλα τα παιδιά μου,
και όταν μου εζούσες, οι θεοί, γλυκέ μου, σ' αγαπούσαν
Τ' άλλα παιδιά μου, οσά 'πιανε ο γλήγορος Πηλείδης
απόπερ' απ' την θάλασσαν στα ξένα τα επουλούσε
στην Λήμνον την σκοταδερή, στην Σάμον και στην Ίμβρον
και σύ, αφού σ' ενέκρωσεν η λόγχη του και γύρω
του φίλου οπού του εφόνευσες τον τάφον σ' έχει σύρει
και όμως μ' αυτό δεν έκαμε τον φίλον ν' αναζητήσει,
εμπρός μου τώρα δροσερός και ανέγγιχτος στο σπίτι
κείτεσαι, ωσάν τον άνθρωπον που την ψυχήν του επήρε
ο Φοίβος ο αργυρότοξος με τ' άλυπά του βέλη".

Μετάφραση: Ιάκωβος Πολυλάς

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2007

ΕΝΑ ΤΕΤΡΑΣΤΙΧΟ ΚΙ ΕΝΑ ΣΟΝΕΤΤΟ



ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΣ (1811-1901)


ΣΥΧΑΡΙΑΣΜΑΤΑ ΕΙΣ ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΓΑΪΔΑΡΟΥ


Νά ’ν’ καλορίζικο το νιο γαϊδούρι,
και του εύχομαι όσο δύνεται αθρωπιά.
Μα όχι οχ, γιατί τότε δα
είναι καλύτερα νά ’ναι γαϊδούρι.



ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ

Έρωτα, α θες νάν τά ’χωμε καλά,
στο σπίτι μου να μη ματαπατήσης.
Ε! που σ’ το λέω· κι α θέλης να με αφήσης
αναπαμένον, πάει πολύ καλά..

Εγώ, μ’ έκαψε η πρώτη κουμπαριά.
Κι αν εσύ τώρα δεν αποφασίσης
να πάς στο διάολο και να μη γυρίσης,
θά ’ρτωμε καμιά μέρα στα χοντρά.

Για δαύτο να με λείπεις, κουμπαρόπουλο·
μη σου μαδήσω ευκείνες τσι φτερούγες
και σε κάμω να σκούζης σα γαλόπουλο,

και να τρέχης κουτσόφτερο ’ς τσι ρούγες.
Κι ευκείνες τσι σαΐτες οπού φέρεις
σου τσι βάνω όλες μάτσο εκεί που ξέρεις.

Σάββατο 24 Μαρτίου 2007

ΕΝΑ ΣΟΝΕΤΤΟ ΜΕ ΟΥΡΑ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ


ΜΕΤΟΡΓΑΣΜΙΚΗ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ


Το χέρι σου κατέβασε απαλά την πόσθη·
στο σκότος λάμπανε τα κόκκινά σου νύχια:
βαθιά pois electriques,σαν μάτια, που ώς τα μύχια
βουτάγαν μέσα της ψυχής να δούνε. Και εξώσθη,

έτσι, όποιο λάμπος άλλο από πιο μπρος εγνώσθη.
(Κρυστάλλωση ο Σταντάλ τό ’πε, όταν είχε δει χια-
στί να διαγράφονται οι εγωτισμοί, και λάμψη αντήχει α-
περίφραστη στην κάμαρά του – τότε.) Εντόσθι-

α αναδευθήκαν από του χεριού το χάδι: η
Τοσκάνη πράσινη άνθει μες στο καφέ Λάτιο,
κι ας γίνονταν οι πράξεις τούτες εν Ελλάδι.

Δασάκι εφλέγετο πυκνό του γλυκανίσου
να θάψει τις φωτιές μου κάτω από το ιμάτιο
’κεί που συμβάλλονται με χάρη οι δυο μηροί σου.


******


Μα σαν επάψαν νά ’ν’, μετά, όλα εκεί εν ποιήσει,
ανάψανε τα φώτα πού ’χε η Κύπρις κλείσει·
και, εξίτηλα όλα, σβήσαν, πού ’χε η φύση εμποιήσει,
βαθιά στης μελανής χολής την ύπνια κλήση.

Παρασκευή 23 Μαρτίου 2007

ΔΥΟ ΓΑΛΛΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΣΕ ΠΑΛΙΕΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ




PAUL VALÉRY (1871-1945)


ΤΟ ΓΝΩΡΙΜΟ ΔΑΣΟΣ


Πλάσαμε κάποια ονείρατα μαζί
στο δρόμο, πλάι-πλάι, περπατώντας
κι ύστερα πλανηθήκαμε πεζοί,
κι ώς πέρα μακριά κρυφομιλώντας.

Ήμασταν δυό, θαρρείς, ερωτευμένοι
γυρνώντας μες στη νύχτα μοναχοί μας·
και το φεγγάρι ως άρχισε να βγαίνει
στεφάνωσε με φως την κεφαλή μας,

Καθήσαμε κατάχαμα στη χλόη
κι ακούσαμε συρτό το μοιρολόι
των δέντρων, μες στο δάσος το βαθύ.

Κι εκεί, χωρίς μιλιά πλέον να πούμε,
χωρίς ο ένας τον άλλον να κοιτούμε,
δειλά σε θρήνους είχαμε λυθεί.


Μετάφραση: Λ[ώρος] Φαντάζης
Περιοδικό «Μπουκέτο», τ. Θ΄, τχ. 459 (18.12.1932), σελ. 1691.


(Το σκίτσο του Βαλερύ το σκάρωσε ο ίδιος ο ποιητής.)


*********


ALBERT SAMAIN (1858-1900)


ΤΟ ΔΕΙΛΙΝΟ


Ροδόχρυσος ο ουρανός σιγα-σιγά χλωμιάζει,
φρίσσουν οι ελιές οι ασημιές, η χλόη σαλεύει ώς κάτου.
Το ροδομέτωπο βουνό περήφανα σωριάζει
μύρια λαχούρια διάφανα στα ριζοθέμελά του.

Γυρνούνε τώρα απ’ τους αγρούς. Έν’ άστρο τρεμουλιάζει.
Κάποια γλυκάδα της Βηθλεέμ πλανιέται ολόγυρά του.
Εμπρός ο άντρας και στο ζο καθήμενη αγκαλιάζει
Μάνα, κουνώντας το παιδί που κλει τα βλέφαρά του.

Κι ολούθε προς το μέτωπο ζυγίζοντας με χάρη
κανίστρια φέρνουν, που ευωδιές των μενεξέδων ραίνουν,
κι έχουν τον δρόμο τον πλατύ, το μονοπάτι πάρει,

γυναίκες που η περπατησιά κι η ώρα ομορφαίνουν.
Κι αργοδιαβαίνουν πίσω τους αφήνοντας τα θάμπη
του θείου εκείνου δειλινού που εμύρωσαν κι οι κάμποι.



Μετάφραση: Γιάννης Περγιαλίτης
Περιοδικό «Μπουκέτο», τ. ΣΤ΄, τχ. 299 (26.12.1929) &
Περιοδικό «Μπουκέτο», τ. Η΄, τχ. 372 (07.05.1931).

Τετάρτη 21 Μαρτίου 2007

ΔΥΟ ΕΚΔΟΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΗΘΗ



JOSÉ-MARIA DE HÉRÈDIA (1842-1905)


L’OUBLI


Le temple est en ruine au haut du promontoire.
Et la Mort a mêlé, dans ce fauve terrain,
Les Déesses de marbre et les Héros d'airain
Dont l'herbe solitaire ensevelit la gloire.

Seul, parfois, un bouvier menant ses buffles boire,
De sa conque où soupire un antique refrain
Emplissant le ciel calme et l'horizon marin,
Sur l'azur infini dresse sa forme noire.

La Terre maternelle et douce aux anciens Dieux
Fait à chaque printemps, vainement éloquente,
Au chapiteau brisé verdir une autre acanthe ;

Mais l'Homme indifférent au rêve des aïeux
Ecoute sans frémir, du fond des nuits sereines,
La Mer qui se lamente en pleurant les sirènes.


Από τη συλλογή «Les Trophées»



Η ΛΗΘΗ

Σε μια ραχούλα του βουνού ναός πεσμένος μένει.
Και πάνω κει ο θάνατος κρατεί στην ερημιά
Αδελφωμένα των θεών κι ηρώων τα κορμιά,
Που θάφτηκε η δόξα των με χόρτα σκεπασμένη.

Κι αν κάποτε κανείς βοσκός τα ζωντανά πηγαίνει
Να τα ποτίσει κάτω κει στην ακροποταμιά,
Στη μοναξιά, που δεν ακούς άλλη φωνή καμμιά,
Απ’ τη γλυκιά φλογέρα του σκοπός αρχαίος βγαίνει.

Κι η γη που τους παλιούς θεούς πονεί κι αυτή στολίζει
Του κάκου, όταν άνοιξις τριγύρω πρασινίζει,
Σπασμένα κιονόκρανα με τα χλωρά της κάλλη.

Κι εκείνος που δεν τον πλανούν σβησμένου κόσμου πόθοι
Της θάλασσας το βραδυνό παράπονο δεν νιώθει,
Σαν κλαίει τις Σειρήνες της το κύμα στ’ ακρογιάλι.


Μετάφραση: Δ.Χ. Χαμουδόπουλος
Περιοδικό «Μπουκέτο», έτος ΙΑ΄, τχ. 513 (28.12.1933), σελ. 29.




Η ΛΗΘΗ


Ερειπωμένος ο ναός στου κάβου τον αθέρα·
Κι οι μαρμαρένιες του οι Θεές κι οι χάλκινοί του Ηρώοι
Παιγνίδι είναι του θάνατου στην άγρια ετούτη ξέρα,
Τη δόξα τους που ερημική θάφτει μονάχα η χλόη.

Μονάχος, κάπου, ένας βοσκός, που πάει να πιούν τα ζα του,
Με κάποιο από την κόγχη του παμπάλαιο μοιρολόι
Γιομίζοντας τα πέλαγα και τον γαλήνιο αιθέρα,
Περνάει στο ατέλειωτο ουρανί το μαύρο ανάστημά του.

Κι η Μάνα η Γη η τόσο γλυκιά Θεών αρχαίων η χώρα,
Βλασταίνει, μάταια ευγενική, κάθε άνοιξή της τώρα,
Συντρίμμι στο κιονόκρανο κάποιο άλλο της αγκάθι…

Μα στων προγόνων ο Άνθρωπος τ’ όνειρο εκείνο, δίχως
Να φρίσσει, ακούει τη θάλασσα μες στων νυχτών τα βάθη
Που τις Σειρήνες της θρηνεί κάθε πικρός της ήχος.


Μετάφραση: Γιάννης Περγιαλίτης
Περιοδικό «Μπουκέτο», έτος ΙΑ΄, τχ. 529 (19.04.1934), σελ. 793.

ΡΟΔΑ ΤΡΥΓΩΝΤΑΣ ΔΥΣΜΙΚΑ




ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΜΕΛΑΧΡΙΝΟΣ (1880-1952)


ΣΤΟ ΘΡΟ ΤΟΥ ΑΠΟΣΠΕΡΝΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ…


Στο θρο του απόσπερνου όνειρου
μιά ελεγεία εθρύλει…
Κάποιοι ασυνήθιστοι ρυθμοί
ετάραξαν το δείλι…

Ορχιούνταν λάγνα οι Σάτυροι
σ’αρχαία χλόη πλούσια,
ενώ αύλει ο Παν ο ρεμβαστής
σε κρήνην αρεθούσια.

Ρόδα τρυγώντας δυσμικά
Νύφες αναμαλλιάρες,
θρηνούσαν τον Υάκινθο
με νηραντές κιθάρες.

Ερίγη ο άλσινος ρυθμός
σε θρον αρχαίας χλόης.
Στα ναρκισσιακά νερά
βασίλευεν ο Γόης.

Τη λιτανεία των ανθών,
έρμη ψυχή, παράτα.
Πήρες τα μάτια κ’ έφυγες
Προς την αβέβαιη στράτα,

και στων θλιμμένων την Κερά
ανάβεις το καντήλι.
Στο θρο του απόσπερνου όνειρου
μιά ελεγεία εθρύλει…



Κ’ ΕΤΣΙ ΑΝ ΠΕΘΑΙΝΑΜΕ

Κ’ έτσι αν πεθαίναμε, στο λυρικό μας τάφο
θλιβερό κυπαρίσσι δε θα φύτρωνε.
Θαμένοι θάμασταν σε κάποια Πάφο·
στο μοσκοβόλημα των λεϊμονιώνε και των κίτρωνε.

Δίδυμη φλόγα σε δροσάτο μνήμα:
Τους ζωντανούς θα εμέθα με άρωμα,
ψηλά βεργολυγίζοντας τη ρίμα,
των ρόδων το ζευγάρωμα.



ΧΑΙΡΕ

Του αθώρητου κι ανέγγιχτου δέρνει με πάλι ο πόνος…
Πλανήθηκα ίσκιων τρυγητής στο αλλοπαρμένο δείλι,
προς το υπεράψηλο δεντρό που ασήκωσε η κορφή σου,
με παρωρίμαντους καρπούς τα φευγαλέα σου χείλη.

Με ακολουθά ο αντίλαλος στις έρμες πλάκες μόνος,
κι απ’ τα’ άνθη τα θρηνητικά του χινοπώρου δρέπω
στους κήπους σου τους κρεμαστούς που αλλόχροιασαν θυμήσου
το «Χαίρε» που αφροκρέμασε η αναβρυτή φωνή σου.

Τρίτη 20 Μαρτίου 2007

ΝΑ ΖΗΣΟΥΜΕ Σ' ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΑΛΗΤΕΙΑ!



ΡΩΜΟΣ ΦΙΛΥΡΑΣ (1889-1942)


ΠΡΟΔΟΣΙΑ


Τί κι αν χαρούμε των Ωραίων τα κάλλη,
τί κι αν ο πλούτος χάρες μας πλουμίσει;
κάτι ζητούμε να μας νανουρίσει
κι η ψυχή, χρυσό ψάρι στ’ ανθογυάλι,

Να ξεχάσει τη λάμψη, μανουάλι
στο Θεό της εμπρός λαμπρό να στήσει
και μες στο στέριο, φωτεινό κρουστάλλι
για θάνατον ωραίο να λαχταρίσει.

Αγνούς μονάχα να μας θέλει η Πλάση,
με ψυχή λυτρωμένη απ’ τη μικρότη,
απ’ τη στενή προσήλωση, απ’ την πρώτη

Προσπάθεια της ζωής, που από τα δάση
μας πλάνεψε στην έρμη πολιτεία,
να ζήσουμε σ’ αρνητική αλητεία!



ΚΑΡΤΕΡΙ

Πάντα να περιμένω στο ακρογιάλι,
σαν άλλοτε, σαν χθες, σήμερα – χρόνια:
μες απ’ τη στάχτη να πετιέμαι πάλι
φοίνικας, κρίνο στα τετράκρυα χιόνια.

Τον ίδιο εμένα να θωρώ σε εικόνα,
σ’ ένα γιαλό, προσμονητή του Αγνώστου,
που έρχεται τάχα, σαν σε νάρκη αρρώστου,
μα γλιστρά κάτω προς τον καλαμιώνα…

Καπνός να βγαίνει από ένα τζάκι πέρα,
Να φθάνει η βάρκα χωρίς νέο πιλότο,
Δίχως μαλλιά κυματιστά στον αέρα,
- όνειρο αγάπης και στερνό και πρώτο.



ΧΩΡΙΣ ΣΚΟΠΟ

Έτσι χωρίς σκοπό η Ζωή ριγμένη,
και ράθυμα ενώ ζούμε στην ανία,
μιά φλόγα αγάπης ξάφνου ν’ ανασταίνει
την καρδιά μας, κρυφή χαλκομανία!

Στο περιθώριο τάχα πεταμένοι,
ξένοι προς κάθε δράσεως τη μανία,
ένα λικέρ αδρό να μας προσδένει
με του Υπερπέραν την ευρυχωρία!

Χαρούμενα να ζήσουμε τα νιάτα,
χωρίς δεσμούς, που κυβερνά η ρουτίνα,
δίχως συμβάσεις, συμφωνίες γεμάτα.

Εφήμερα τα ειδύλλια τα φίνα,
να μαδούν στ’ άγγιγμα πνοής καινούργιας,
σαν ρόδου πρώιμου φύλλα, κρόσσια ούγιας.

ΜΕΣ ΣΤΟ ΧΑΟΣ Ο ΗΧΟΣ ΕΧΑΘΗ




ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ (1869-1943)


ΤΟ ΣΟΝΕΤΤΟ ΤΟΥ ΜΕΣΟΝΥΧΤΙΟΥ


Όλα βουβά τριγύρω μου, στην πάχνη όλα κρυμμένα,
Χαμένα κάτ' από το φως κι απ' το σκοτάδι κάτου,
Με το βαρύν αέρα τους μ' έπνιξαν ξάφνω εμένα,
Θαμπώνοντάς μου τη στερνή ρονιά του αναβλεμμάτου.

Μα δάκρυο δεν εστάλαξε, μήδ' έλαμψε κανένα
Στο ξαναμμένο βλέφαρο, στητό στο λάγγεμά του,
Και τα δικά μου αγροίκησα βαθειά μου και τα ξένα,
Καρδιόχτυπα ανατάραχα σε μιά σιωπή θανάτου.

Κ' είπα το χαίρε δυό φορές, και μέσ' στο χάος ο ήχος
Εχάθη, ως αντιβόησε ο βυθός του κάτου κόσμου,
Μήνυμα πως σφραγίστηκε παντοτεινά ο χαμός μου.

Και μένει επίσημος, αδρός, ο αριστοκράτης στίχος,
Αξήγητος, σιβυλλικός, ν' ανησυχή μονάχα
Τα πνέματα που αδύνατα παλεύουν νυχτομάχα...

ΤΟ ΚΕΝΟ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ



CESARE PAVESE (1908-1950)


VERRÀ LA MORTE E AVRÀ I TUOI OCCHI


Verrà la morte e avrà i tuoi occhi-
questa morte che ci accompagna
dal mattino alla sera, insonne,
sorda, come un vecchio rimorso
o un vizio assurdo. I tuoi occhi
saranno una vana parola,
un grido taciuto, un silenzio.
Così li vedi ogni mattina
quando su te sola ti pieghi
nello specchio. O cara speranza,
quel giorno sapremo anche noi
che sei la vita e sei il nulla
Per tutti la morte ha uno sguardo.

Verrà la morte e avrà i tuoi occhi.
Sarà come smettere un vizio,
come vedere nello specchio
riemergere un viso morto,
come ascoltare un labbro chiuso.
Scenderemo nel gorgo muti.


22 marzo ’50



ΘΑ ΡΘΕΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΘΑ ’ΧΕΙ ΤΑ ΔΙΚΑ ΣΟΥ ΜΑΤΙΑ


Θά ’ρθει ο θάνατος και θά ’χει τα δικά σου μάτια -
εκείνος πλάι εκεί ο συνοδίτης
ο από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός ακοίμητος
και απηνής και αδιάφορος, σαν γριαφαφούτα Ερινύα
ή σαν τ’άραχνα κρίματα τα παραλοϊκά. Τα μάτια σου
θά ’ναι μάταιο ρήμα,
κραυγή πνιγμένη θα είναι, θά ’ναι σιωπή.
Κι έτσι δα, έτσι θαν τα βλέπεις κάθε που ξυπνάς το πρωί
και σκύβεις και κοιτιέσαι στον καθρέφτη
μονάχη. Ω ηδεία ελπίς,
την ημέρα εκείνη θα δούμε και θα μάθουμε όλοι
ότι του βίου είσαι το πλήρωμα και το κενό της αβύσσου.

Για όλους έχει ο θάνατος μια ματιά φυλαγμένη.
Θά ’ρθει ο θάνατος και θά ’χει τα δικά σου μάτια.
Θά ’ναι σαν να ξεπλένεις κρίμα παλαιό
σαν να κοιτάς μες στον καθρέφτη και να βλέπεις
όψη νεκρή που αναδύεται,
και σαν ν’ ακούς να σου μιλάνε σφαλιστά χείλη.
Άλαλοι θα καταδυθούμε στα τάρταρα.


25 Μαρτίου 1950


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2007

ΕΙΣ ΜΑΤΗΝ ΠΑΝΕ



LEOPOLDO LUGONES (1874-1938)


ΝΥΚΤΕΡΙΝΟ


Στης λίμνης γύρω
την όχθη λύνει
τρελή σελήνη
χούφτες το μύρο.

Τοπάζια χύνει
η ανατολή της
και στην αχλύ της
η Χτίσις σβήνει.

Και κάποιον γκιώνη
σε γάμο ή ξόδι
γυμνό το πόδι
ξανανταμώνει.

Ο δίσκος μένει
με ατμούς στην όψη
που χάσκει απόψι
βιτριολισμένη.

Σε τούλια ομίχλης
μια πούλια πάλι
θα βρει μι’ αγκάλη
μοιραίας κίχλης.

Όλα στην πράξη
εις μάτην πάνε.
Σκυλιά αλυχτάνε
ώς να χαράξει.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής

Σάββατο 17 Μαρτίου 2007

ΝΥΚΤΩΡ - ΤΑ ΤΡΙΣΕΥΓΕΝΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ






ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ


NOTTURNO SOLOMIANO


Το πέλαγο είναι ολόστρωτο, λεπτότατος ο αγέρας,
κι από κοντά sorge la notte – è tenebría profonda·
μες στη γλαυκή τη σιγαλιά ξιπάζονται τα φόντα,
σαστίζ’ η γη κι η θάλασσα κι ο ουρανός το τέρας…

Στο βλέμμα σου χορεύει ο συριγμός μιας σφαίρας,
κάτι όντα απάντεχα, οχ τα βάθη ενού βουνού κατιόντα,
γλυκολυπούμενα μιλούν· βουβά τα χείλη, βοώντα
τα φύλλα της καρδιάς στους άμμους διεκδικούν το γέρας

της άκρας ευγλωττίας. Κι ωσάν το πεσμένο σείστρο
πεσούμεν’ άστρο, διάττοντας, κατέβη να δονήσει
παλμούς οπού εγλυκόσφιγγες στα στήθη. Ω, πώς ετράπης

αμέσως τότε σε φωτιά που εξάναβε τον οίστρο!
Χιλιάδες ήχοι αμέτρητοι, πολύ βαθιά στη χτίση
εσκόρπααν τα τρισεύγενα λουλούδια της αγάπης.



************************************************************



ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ


Για περίπου δέκα ημέρες το ΑΛΩΝΑΚΙ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ μάλλον δεν θα λειτουργήσει. Θα βρίσκομαι σε μέρος, όπου δεν γνωρίζω ποιές διαδικτυακές δυνατότητες θα έχω. Αν συναντήσω εκεί τουλάχιστον "αξιοπρεπείς" συνθήκες, θα λειτουργήσει το μπλογκ. Αν όχι, δεν! Ας πούμε ότι κάνουμε ένα μικρό διάλειμμα. Εξ άλλου υπάρχει πλούσιο υλικό προς μελέτη και εντρύφηση!...

Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΤΗΣ ΜΟΥΣΑΣ




ΑΝΝΑ ΑΧΜΑΤΟΒΑ (1889-1966)


Муза


Когда я ночью жду ее прихода,
Жизнь, кажется, висит на волоске.
Что почести, что юность, что свобода
Пред милой гостьей с дудочкой в руке.
И вот вошла. Откинув покрывало,
Внимательно взглянула на меня.
Ей говорю: “Ты ль Данте диктовала
Страницы Ада?” Отвечает: “Я”.

1924



Η ΜΟΥΣΑ

Τον ερχομό σου μες στη νύχτα καρτερώ
σε μια κλωστή θαρρώ κρέμεται η ζωή μου
νιότη, ελευθερία, δόξα, ας πάνε στο καλό.
Αγαπημένη εσύ, πλησίασε, έλα με τη φλογέρα
να την, που πέταξε το πέπλο της.
Στα μάτια με κοιτά προσεχτικά: Ρωτώ:
«Του Δάντη τις σελίδες υπαγόρεψες εσύ;
Τους στίχους για την κόλαση;» Και απαντά. «Εγώ.»

1924


Mετάφραση: Άρης Αλεξάνδρου

Παρασκευή 16 Μαρτίου 2007

ΜΕ ΧΡΩΜΑ ΩΣΑΝ ΛΩΤΟΣ





JOSEPH VON EICHENDORFF


MONDNACHT

Es war, als hätt der Himmel
Die Erde still geküsst,
Dass sie im Blütenschimmer
Von ihm nun träumen müsst.
Die Luft ging durch die Felder,
Die Ähren wogten sacht,
Es rauschten leis die Wälder,
So sternklar war die Nacht.
Und meine Seele spannte
Weit ihre Flügel aus,
Flog durch die stillen Lande,
Als flöge sie nach Haus.



ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΦΕΓΓΑΡΙ

Ήταν ωσάν ο ουρανός
δειλά τη γη να ’χε φιλήσει
κι αυτή με χρώμα ωσάν λωτός
ονείρων νά ’κλωθε τη φύση.
Πνοή ανέμου στους αγρούς
και στάχυα αθόρυβα θροΐζαν.
Καθώς εβγάνανε τα δάση αχούς,
καθώς τ’ αστέρια τη νυχτιά στολίζαν,
’κεί διάπλατα άπλωσε η ψυχή
τα πάλλευκα φτερά της·
το πέταγμά της αντηχεί
σ’ όλη τη γη, ώς τα πέρατά της.


Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη

ΣΕ ΚΥΝΗΓΟΥΣΑ ΜΕ ΤΗ ΡΙΜΑ...




ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ


[ΜΕ ΤΟ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΜΜΑ Μ' ΕΙΧΕΣ ΚΑΚΟΜΑΘΕΙ]


Με το υστερόγραμμα μ' είχες κακομάθει
κι εγώ σε κυνηγούσα με τη ρίμα.
Πάει το παιγνίδι, σκόλασε, τι κρίμα,
κι είσαι ένα ρόδο πια χωρίς αγκάθι.

Τον άνθρωπο σαν τί να τον αλλάζει
κι η γνώμη μας αλλάζει με το χρόνο;
Ξαπλώνομαι όπου να 'ναι και στυλώνω
το βλέμμα στ' ουρανού το λείο ατλάζι.

Πολύ με παίδεψ' ο έρωτας, παρότι
θα μ' έλεγε κανείς ψυχή γαλήνια
σίδερα έκαιγαν μέσα μου, καμίνια
πέρσι και πρόπερσι, όλη μου τη νιότη.

Μα έχοντας πια ξεφύγει από τα βρόχια,
τη φύση τώρα χαίρομαι, το σπίτι,
και μυστικά ζηλεύω το ζευγίτη
που πάει να σπείρει με τα πρωτοβρόχια.


Από το "Τέλος Της Εποχής".

Η ΧΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝΟΥ...



ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ


ΖΟΥΓΚΛΑ


Μουσελίνα τέζα
σ' ορθοβύζι ντούρο
προσωπάκι σκούρο-
λάγνα χαβανέζα!

Kορακοφρυδάτη,
μυγδαλοματούσα,
μελισσοχνουδάτη.
Ε, και να πατούσα

τ' ατσαλένιο νύχι,
δόντι σιδερό,
στο κρουστό σου σνίχι
το μαυριδερό,

όπως στη λαγκάδα
την ερημική
τίγρη τη ζαρκάδα
την καταξεσκεί

κι' άγρι' αντιβογκά
γύρω στα λογκά
η χαρά του ενού
Χάρος τ' αλλουνού.

ΕΞΗ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ




ΑΚΗΣ ΠΑΝΟΥ



Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΟΛΗ

Η ζωή μου όλη είναι μια ευθύνη
όλα μου τα παίρνει, τίποτα δε δίνει·
η ζωή μου όλη είν’ ένα καμίνι
που έχω πέσει μέσα και με σιγοψήνει.

Η ζωή μου όλη μια ανοησία
κι η μοναδική μου η περιουσία·
η ζωή μου όλη είναι μια θυσία
που σκοπό δεν έχει, ούτε σημασία.

Η ζωή μου όλη είναι ένα τσιγάρο
που δεν το γουστάρω κι όμως το φουμάρω·
κι όταν γίνει γόπα, κέρασμα στο Χάρο
όταν έρθει η ώρα να τόνε τρακάρω.



ΤΟ ΘΟΛΩΜΕΝΟ ΜΟΥ ΜΥΑΛΟ


Στο θολωμένο μου μυαλό
ο κόσμος είναι μια σταλιά
κάτι σκιές απ’ τα παλιά
και κάποιο πάθος μου τρελό
στο θολωμένο μου μυαλό.

Το θολωμένο μου μυαλό
μ’ έχει προδώσει προ πολλού·
του λέω αλλού και τρέχει αλλού
με κάνει να παραμιλώ
το θολωμένο μου μυαλό

Του θολωμένου μου μυαλού
τους εφιάλτες τραγουδώ·
κι αν σας επίκρανα ως εδώ
φταίει το πάθος του τρελού
του θολωμένου μου μυαλού



ΠΥΡΕΤΟΣ

Στη ζωή μου κάθε μία, κάθε μία γνωριμία
μιά καινούρια τρικυμία, ένας άλλος πυρετός·
κάθε νέα γνωριμία, όνειρα με συντομία
μια ελπίδα κάθε μία κι ένας πόνος δυνατός.

Κι αν εσύ δεν είσαι απ’ αυτές
κι αν εσύ δε φταις - τι πρέπει να γίνει;
Όταν πάρουν όλα φωτιά, τα κάψει η ψευτιά,
τι θέλεις να μείνει, τι θέλεις να μείνει;

Στη ζωή μου κάθε μία, κάθε μία γνωριμία
μια γλυκιά λιποθυμία, μια παγίδα του καημού·
κάθε νέα γνωριμία, όνειρα με συντομία
κι ένα βήμα κάθε μία προς τα χείλη του γκρεμού.



ΜΟΛΟΓΑ ΤΑ

Ποντάρει σ’ άλογο κουτσό
και παίρνει πεντακόσα
κι εγώ ποντάρω σ’ αετό –
και χάνω κάπου τόσα.

- Μολόγα τα μολόγα τα
- Τα φράγκα μοιρολόγα τα
- Τι γίνανε; μολόγα τα
- Χορτάρι για τ’ αλόγατα.

Σηκώνει τον ιππόδρομο –
μ’ ένα παλιοκοσάρι
κι εγώ αδειάζω καφετιά –
και γίνονται κριθάρι.

- Μολόγα τα μολόγα τα
- Τα φράγκα μοιρολόγα τα
- Τι γίνανε; μολόγα τα
- Χορτάρι για τ’ αλόγατα.

Αν θέλει η τύχη η στραβή
σ’ τα φέρνει και στα δίνει·
αλλιώτικα σε κυνηγά –
σ’ τα παίρνει και σε γδύνει.

- Μολόγα τα μολόγα τα
- Τα φράγκα μοιρολόγα τα
- Που τά ’φαγες; μολόγα τα
-Τα φάγανε τ’ αλόγατα…



ΣΕΙΣΜΟΣ

Γιατί να ζήσω φρόνιμα
τα χρόνια μου τα γόνιμα;
Ένας σεισμός και χάνεσαι
και παύεις να αισθάνεσαι.

Γιατί να κάνω όνειρα
πιο πέρα από το σήμερα;
Ένας σεισμός και φύγαμε
κι άντε να βρεις που πήγαμε.

Γιατί να χτίσω μέγαρα
με είκοσι πατώματα;
Ένας σεισμός και χάνεσαι
και τρώει η μούρη χώματα



ΟΙ ΜΙΣΟΙ ΚΑΛΟΙ

Μη ζητάς να βρεις καλό
μπέσα μη ζητάς·
στων ανθρώπων τις καρδιές
μέσα μην κοιτάς.

Οι μισοί καλοί
σε μοναστηριού κελί
κι οι άλλοι στο τρελλάδικο
από κακό κι απ' άδικο.

Μη ζητάς να βρεις καλό
μη βαρυγκομάς·
και τα πάθη η ζωή
τά 'φτιαξε για μας.

Οι μισοί καλοί
σε μοναστηριού κελί
κι οι άλλοι στο τρελλάδικο
από κακό κι απ' άδικο.

Πέμπτη 15 Μαρτίου 2007

ΔΥΟ ΤΑΥΡΟΙ





MIGUEL HERNÁNDEZ (1910-1942)


COMO EL TORO

Como el toro he nacido para el luto
y el dolor, como el toro estoy marcado
por un hierro infernal en el costado
y por varón en la ingle con un fruto.

Como el toro lo encuentra diminuto
todo mi corazón desmesurado,
y del rostro del beso enamorado,
como el toro a tu amor se lo disputo.

Como el toro me crezco en el castigo,
la lengua en corazón tengo bañada
y llevo al cuello un vendaval sonoro.

Como el toro te sigo y te persigo,
y dejas mi deseo en una espada,
como el toro burlado, como el toro.



ΣΑΝ ΤΟΝ ΤΑΥΡΟ

ΣΑΝ ΤΟΝ ΤΑΥΡΟ για το πένθος έχω µοίρα
και για τον πόνο σαν τον ταύρο έχω σηµάδι
στο πλευρό µου µ' ένα σίδερο του Άδη
και του ßουßώνα τον καρπό ανδρισµού πείρα.

Σαν τον ταύρο που µου τη µετράει λίγη
την καρδιά που σαν απέραντη φαντάζει,
της µορφής σου ο έρωτας µε αναγκάζει,
σαν τον ταύρο να σου φωνάζω ό, τι µε πνίγει.

Σαν τον ταύρο µες στα σίδερα ωριµάζω
στην καρδιά µου έχει η γλώσσα µου ßαφτεί
κι έχω µέσα στο λαιµό έναν ήχο µαύρο.

Σαν τον ταύρο ακολουθώ και σε κοιτάζω
και τον πόθο µου αφήνεις σε σπαθί,
σαν τον ταύρο να γυρίζω σαν τον ταύρο


Μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης



ΣΑΝ ΤΑΥΡΟΣ ΕΓΕΝΝΗΘΗΚΑ

Σαν ταύρος εγεννήθηκα – στο άλγος και στο
βαρύ δοσμένος πένθος• σαν ταυρί μαρκάρι-
σαν τα πλευρά μου με μια στια καυτή, και χάρι-
σμα κάμανε σπορά στο μόριό μου – να, δες το!

Σαν ταύρου μοιάζει εμέ η καρδιά μου• άμετρη (έστω)
και τοσοδά μικρή, που βάθος έχει πάρει
ερωτικού φιλιού, και με ταυριού καμάρι
τον έρωτά σου διεκδικεί. Σαν ταύρος μες στο

κορμί του πόνου μπήγω εγώ τη γλώσσα, να ’βρω
αιμάτων φρέατα στην καρδιά σου, ενόσω βάνω
κουδούνες στο λαιμό μου από λαζούρι μαύρο.

Σε στρώνω στο κυνήγι, κι είμαι σαν τον ταύρο
που θες να σούρει ιμέρους στο σπαθί του πάνω
ανήμερους να τρέχουν σαν τον γαύρo ταύρο.


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής