Σάββατο 3 Μαρτίου 2007
Ο ΙΡΛΑΝΔΟΣ ΚΙ Ο ΙΟΥΔΑΙΟΣ ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΤΣΕΧΟΣ
ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ
Ο ΙΡΛΑΝΔΟΣ ΚΙ Ο ΙΟΥΔΑΙΟΣ
Χρόνια και χρόνια μες στην άμμο
εκεί που ανθίζει η φοινικιά
δυο φίλοι πήγαιναν σε γάμο
δώρα κρατώντας και προικιά
Ο ένας ήταν Ιρλανδός,
ο άλλος ήταν Ιουδαίος
Δίψα τούς έκαιγε τα χείλη
μα πριν φωνάξουν τη βροχή
είδαν στην έρημο μια πύλη
που ’γραφε τέλος και αρχή
Μπροστά πηγαίνει ο Ιρλανδός,
πίσω πηγαίνει ο Ιουδαίος
Πέρασαν τα μεγάλα τείχη
και κάπου εκεί στην αγορά
κάποιον ρωτήσανε στην τύχη
πού είναι ο γάμος κι η χαρά
Τον ρώτησε ο Ιρλανδός,
τον ρώτησε κι ο Ιουδαίος
Κι αυτός απλώνοντας τα χέρια
τους έδειξε στο χώμα εμπρός
δυο πεθαμένα περιστέρια
που ήταν η νύφη κι ο γαμπρός
Δάκρυσε τότε ο Ιρλανδός,
και δάκρυσε κι ο Ιουδαίος
FRANTIŠEK HALAS
ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ
Αγγιγμένος απ’ ό,τι είναι αγάπη
Ολοένα τραβάω κοντά σου
Λυπημένος απ’ ό,τι είναι αγάπη
Ολοένα πετάω μακριά σου
Ξαφνιασμένος απ’ ό,τι είναι αγάπη
Αγρυπνώ με χαρά στο σκοτάδι
Πληγωμένος απ’ ό,τι είναι αγάπη
Επαιτώ με λαχτάρα το χάδι
Νικημένος απ’ ό,τι είναι αγάπη
Το φιλί της νυχτιάς καρτεράω
Και σωσμένος απ’ ό,τι είναι αγάπη
Στο κορμί σου απάνω ορμάω
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Εμένα τώρα πάλι
ΑπάντησηΔιαγραφήμου είπανε μιαν άλλη
ιστορία αλληγορική
που κινάει κάπως έτσι
κι όποιος θέλει ας προσέξει
πόσο οι καιροί ειν' κακοί.
(Όταν ο Ιρλανδός κι ο Ιουδαίος συνάντησαν τους Βεδουίνους.)
Στης Ανατολής τα μέρη μια φορά κι έναν καιρό
ήταν άδειο το κεμέρι, μουχλιασμένο το νερό.
Στη Μοσσούλη, στη Βασσόρα, στην παλιά τη χουρμαδιά
πικραμένα κλαίνε τώρα της ερήμου τα παιδιά.
Κι ενας νέος από σόι και γενιά βασιλική
αγροικάει το μοιρολόι και τραβάει κατά ‘κει.
Τον κοιτάν οι Βεδουίνοι με ματιά λυπητερή
κι όρκο στον Αλλάχ τους δίνει, πως θ' αλλάξουν οι καιροί.
Σαν ακούσαν οι αρχόντοι του παιδιού την αφοβιά
ξεκινάν με λύκου δόντι και με λιονταριού προβιά.
Απ' τον Τίγρη στον Ευφράτη κι απ' τη γη στον ουρανό
κυνηγάν τον αποστάτη να τον πιάσουν ζωντανό.
Πέφτουν πάνω του τα στήθη σαν ακράτητα σκυλιά
και τον πάνε στο χαλίφη να του βάλει τη θηλιά.
Μαύρο μέλι, μαύρο γάλα ήπιε εκείνο το πρωί
πριν αφήσει στην κρεμάλα τη στερνή του την πνοή.
Με δυο γέρικες καμήλες, μ' ένα κόκκινο φαρί
στου παράδεισου τις πύλες ο προφήτης καρτερεί.
Πάνε τώρα χέρι-χέρι κι είναι γύρω συννεφιά
μα της Δαμασκού τ' αστέρι τους κρατούσε συντροφιά.
Σ' ένα μήνα σ' ένα χρόνο βλέπουν ‘μπρος τους τον Αλλάχ
που από τον ψηλό του θρόνο λέει στον άμυαλο Σεβάχ:
«Νικημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι καιροί,
με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί.»
Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ
Καληνύχτα...
"Ξεκινάν με λύκου δόντι
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι με λιονταριού προβιά".
Αυτοί είναι στίχοι! Γκάτσος, ο μέγιστος.
Κύριε Κεντρωτή είμαι μαι φοιτήτρια από την Τσεχία και χαίρομαι που γνωρίζετε την ποίηση της πατρίδας μου. Σας ευχαριστώ πολύ
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα ήθελα μια μέρα να σας προσκαλέσω σε ένα φιλιλογικό σαλόνι για κουβέντα γύρω από την ποίηση της Τσεχίας. Τι θα λέγατε για ένα...σαλονάκι της ποίησης;
ΑπάντησηΔιαγραφή@ iren oyitsak: Δεκτή η πρόσκληση. Το "Σαλονάκι της Ποίησης" το λέγαμε χάριν αστεϊσμού με τη φίλη μου την Αθηνά, όταν με βοηθούσε να στήσω το "ΑΛΩΝΑΚΙ". Είταν της γνώμης να ορίσω "ζουρ φιξ" την Τρίτη ή την Πέμπτη (όπως όλη η καλή αστική κοινωνία) με φιλολογικόν τέιον. Επειδή τη χρονια αυτή (και την επόμενη) ζω στην Ιταλία, δεν είμαι πάντοτε διαθέσιμος. Όταν όμως βρεθώ στην Ελλάδα, ναι, ευχαρίστως! Το μέιλ μου είναι geo_kent@hotmail.com.
ΑπάντησηΔιαγραφή