Τετάρτη 21 Μαρτίου 2007

ΔΥΟ ΕΚΔΟΧΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΛΗΘΗ



JOSÉ-MARIA DE HÉRÈDIA (1842-1905)


L’OUBLI


Le temple est en ruine au haut du promontoire.
Et la Mort a mêlé, dans ce fauve terrain,
Les Déesses de marbre et les Héros d'airain
Dont l'herbe solitaire ensevelit la gloire.

Seul, parfois, un bouvier menant ses buffles boire,
De sa conque où soupire un antique refrain
Emplissant le ciel calme et l'horizon marin,
Sur l'azur infini dresse sa forme noire.

La Terre maternelle et douce aux anciens Dieux
Fait à chaque printemps, vainement éloquente,
Au chapiteau brisé verdir une autre acanthe ;

Mais l'Homme indifférent au rêve des aïeux
Ecoute sans frémir, du fond des nuits sereines,
La Mer qui se lamente en pleurant les sirènes.


Από τη συλλογή «Les Trophées»



Η ΛΗΘΗ

Σε μια ραχούλα του βουνού ναός πεσμένος μένει.
Και πάνω κει ο θάνατος κρατεί στην ερημιά
Αδελφωμένα των θεών κι ηρώων τα κορμιά,
Που θάφτηκε η δόξα των με χόρτα σκεπασμένη.

Κι αν κάποτε κανείς βοσκός τα ζωντανά πηγαίνει
Να τα ποτίσει κάτω κει στην ακροποταμιά,
Στη μοναξιά, που δεν ακούς άλλη φωνή καμμιά,
Απ’ τη γλυκιά φλογέρα του σκοπός αρχαίος βγαίνει.

Κι η γη που τους παλιούς θεούς πονεί κι αυτή στολίζει
Του κάκου, όταν άνοιξις τριγύρω πρασινίζει,
Σπασμένα κιονόκρανα με τα χλωρά της κάλλη.

Κι εκείνος που δεν τον πλανούν σβησμένου κόσμου πόθοι
Της θάλασσας το βραδυνό παράπονο δεν νιώθει,
Σαν κλαίει τις Σειρήνες της το κύμα στ’ ακρογιάλι.


Μετάφραση: Δ.Χ. Χαμουδόπουλος
Περιοδικό «Μπουκέτο», έτος ΙΑ΄, τχ. 513 (28.12.1933), σελ. 29.




Η ΛΗΘΗ


Ερειπωμένος ο ναός στου κάβου τον αθέρα·
Κι οι μαρμαρένιες του οι Θεές κι οι χάλκινοί του Ηρώοι
Παιγνίδι είναι του θάνατου στην άγρια ετούτη ξέρα,
Τη δόξα τους που ερημική θάφτει μονάχα η χλόη.

Μονάχος, κάπου, ένας βοσκός, που πάει να πιούν τα ζα του,
Με κάποιο από την κόγχη του παμπάλαιο μοιρολόι
Γιομίζοντας τα πέλαγα και τον γαλήνιο αιθέρα,
Περνάει στο ατέλειωτο ουρανί το μαύρο ανάστημά του.

Κι η Μάνα η Γη η τόσο γλυκιά Θεών αρχαίων η χώρα,
Βλασταίνει, μάταια ευγενική, κάθε άνοιξή της τώρα,
Συντρίμμι στο κιονόκρανο κάποιο άλλο της αγκάθι…

Μα στων προγόνων ο Άνθρωπος τ’ όνειρο εκείνο, δίχως
Να φρίσσει, ακούει τη θάλασσα μες στων νυχτών τα βάθη
Που τις Σειρήνες της θρηνεί κάθε πικρός της ήχος.


Μετάφραση: Γιάννης Περγιαλίτης
Περιοδικό «Μπουκέτο», έτος ΙΑ΄, τχ. 529 (19.04.1934), σελ. 793.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου