ΑΛΕΞΗΣ ΝΕΒΑΣ
ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ
Τραγούδια και χαρές να μην προσμένεις
στη δουλική ν’ ανθίσουνε ζωή μας·
κι ούτε τα ρόδα αυγής ονειρεμένης
ολόδροσα να σκάσουν στην αυλή μας...
Μιας θάλασσας πικρής, τρικυμισμένης
τον σάλαγον επήρεν η ψυχή μας·
και μιάς ιαχής στριγγής κι αλαλιασμένης
τον στόνον έχει κλείσει η θύμησή μας...
Μιά πάλη είναι η ζωή, στυγνή ώς θανάτου,
στο μίσος τ’ αδυσώπητο θρεμμένη,
– κι εμπρός του αισχρού τυράννου ο θρόνος κάτου!
Στη βία, στο κνούτο, στην αισχρή φοβέρα
τη ματωμένη βία, κι ανταριασμένη
τη νιότη μας θα υψώσουμε παντιέρα!...
Δημοσιεύθηκε στο αθηναϊκό περιοδικό «ΝΕΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ», Μάης 1928, αρ. 5, σελ. 153.
ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Άνομοι νόμοι μ’ έσυραν μιά μέρα
απ’ τις τραχιές του κάμπου τις αγκάλες,
κι ανήλεη με χαλκεύουνε φοβέρα
στις πύρινες του ολέθρου ανεμοζάλες.
Του μαρτυρίου η πορφύρα μολεμένη,
τα νιάτα μου τ’ αγνά πάει να κουρσέψει,
κι οι διάτες οι τραχιές, τη λυτρωμένη
να διαφεντέψουν πάνε μου τη σκέψη...
Χαρά μου και τιμή! Τ’ αδρό ντουφέκι
στα χέρια μου φουχτώνω, δαμασμένο,
κι η πίστη μου κι η ορμή μου αστροπελέκι
θ’ αστράψουν στο χαμό το δοξασμένο.
Ακοίμητος φρουρός –πικρή όχεντρά σου–
Πατρίδα των αισχρών και των βαρβάρων,
τη λόγχη μου θα στρέψω στα πλευρά σου
στης πλέμπας την ορμή και τ’ άρον-άρον...
Δημοσιεύθηκε στο αθηναϊκό περιοδικό «ΝΕΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ», Αύγουστος 1928, αρ. 8, σελ. 238.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΗ
I
Ανάμεσα απ’ τον άγριο κι αδρό σάλο,
που αδέσποτα ξεχύνεται στην πόλη,
απ’ το στενό το δρόμο ώς το μεγάλο
και κλεί και καταλεί την κίνηση όλη·
απάνω απ’ των καπνών τον τρελό μπάλο
των καμινάδων, που τον σβήνει η σκόλη
και τον σειρήνιο αχό –σκληρό σινιάλο–
που σκεί, ξεσκεί τα σπλάχνα σου σα βόλι·
ανάμεσα απ’ αυτή τη φρενιασμένη
πορεία, που αχνή εναλάσσεται τρεχάτη,
κι απάνω απ’ τη ζωή τη μολεμένη,
που ορθώνεται μια ορμή σκληρή, εκδικήτρα,
αγέρωχε κι αγνέ αδερφέ μου Εργάτη,
τη δύναμή σου νιώθω εγώ οδηγήτρα!
II
Απ’ τ’ άγουρα, τα δώδεκά σου χρόνια,
χρόνια σκληρά που χάλκεψες στην πείνα,
κι ανάδευες ανέσπιδα από χρόνια
στη στέρηση, σε δέχτηκε η μακίνα!
Κι ώς σήμερα που σ’ τ’ άσπρισαν τα χιόνια
κι απέριττα φαντάζουν άσπρα κρίνα,
τα πέρασες κρυφά στην καταφρόνια,
σαν τ’ άλικα παιδιάστικά σου εκείνα!
Μιά βίδα στον αεικίνητο τροχό της,
που η αδέκαστη η ανάγκη σ’ έχει αρμόσει,
ζεις και στενάζεις με το στεναγμό της!
Μα μέσα απ’ την οργή την εκδικήτρα,
που ανδρώνεται κι οργά για να σιμώσει,
τη δύναμή σου νιώθω αδρή οδηγήτρα!
III
Σαν του μοτέρ τ’ ακάθαρτο το λάδι
στραγγίζεις την ατίμητή σου ικμάδα,
–για το οργιαστό, του αφέντη σου, το βράδυ
και την αισχρή του κι άνομη παστάδα! –
Κι αν του τροχού δεχτείς κανένα χάδι
–θα είταν, θα ειπούνε, η μέρα σου αποφράδα–
να μη γνοιαστείς, και το άνεργο κοπάδι
θα πάρει της τιμής σου την αράδα!
Κι ως ήρτες θε να φύγεις! Κι αν μικρά ’ναι
τα γόνια σου για το ξερό κομμάτι,
άμε! – σαν ’κείνα πόσα θα πεινάνε!
Και μέσα απ’ την ορμή την καταλύτρα
που ορθώνεται στυγνή, αδερφέ μου Εργάτη,
τη δύναμή σου νιώθω ωμή εκδικήτρα!
IV
Ανάμεσα απ’ το σάλαγο, που οξύνει
της δύναμής σου η έπαρση και η γνώση,
και την πολύβοη κίνηση, που σβήνει
το στιβαρό σου χέρι σαν στομώσει·
Ανάμεσα απ’ τη δαντική αυτή δίνη,
που οι μόχθοι σου και το αίμα έχουν γιομώσει
του αφέντη το τρισόλβιο το λαγήνι,
και σένα αδρώνει το θανάτιο κόσσι·
ανάμεσα απ’ αυτή τη σκληρή πάλη,
που επίμονα μοχθεί να σε δαμάσει,
της πίστης χαλυβδώνεις σου το ατσάλι!
Και στην ορμή, που οργά για να ξεσπάσει
κι ορθώνεται εκδικήτρα, καταλύτρα,
τη δύναμή σου νιώθω εγώ οδηγήτρα!
Δημοσιεύθηκε στο αθηναϊκό περιοδικό «ΝΕΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ», Δεκέμβρης 1928, αρ. 12, σελ. 363.
Το ερώτημα που τίθεται είναι: Ποιός είναι ο Αλέξης Νέβας;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου