JUAN RAMÓN JIMÉNEZ
ΝΤΟΝΑ
ΕΣΤΡΕΛΙΤΑ ΜΟΝΤΕΖ
Πέφτει
η βροχή μονότονη στους κήπους και ματώνει
Με
φύλλα κίτρινα κι ωχρά τους πάγκους. Τώρα μια
Ανάσα
ο αγέρας έφερε από σάπια γιασεμιά·
Ένα
κοτσύφι το λευκό ουρανό κυττάει που λυώνει.
Σε
τούτην την πανάρχαιη νοσταλγία που με κυκλώνει
Έρπει
ένα φάντασμα παλιό μέσα στην ερημιά
Κάποιας
γυναίκας με ηλιανθούς ντυμένη, όπως καμμιά
Με
γυμνό στήθος και γυμνά τα χέρια που μου απλώνει.
Τα
δυό μεγάλα μάτια της παράξενα πνιγμένα
Το
έλεός μου εκλιπαρούν βαθειά και σιωπηλά.
Δεν
ξέρω ποια είναι αυτή η φωνή που φτάνει αργά ώς εμένα.
Οι
πολυέλειοι χρύσιζαν σ’ ένα έκθαμβο παιχνίδι
–Κάποιος
χορός δινότανε στου Μίγκουελ Νταλκαλά–
Το
πρόσωπό της που έκρυβε πίσω απ’ τ’ αρχαίο ριπίδι.
Μετάφραση:
Γιάννης Β. Ιωαννίδης.
Δημοσιεύθηκε
στο αθηναϊκό περιοδικό «Ποιητική Τέχνη», τ. Ι, τχ. 10, έτος Β΄ (1.7.1948), σελ.
208.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου