Ζ.Δ.
ΑΪΝΑΛΗΣ
[ΤΟΤΕ ΗΤΑΝ ΠΟΥ ΣΤΑΘΗΚΑ…]
ΤΟΤΕ
ΗΤΑΝ ΠΟΥ ΣΤΑΘΗΚΑ γιὰ πρώτη φορὰ μπροστὰ σὲ καθρέφτη. Ἀπὸ τὴν πρώτη-πρώτη
στιγμὴ ἐκεῖνο ποὺ μοῦ ‘κάνε τὴν μεγαλύτερη ἐντύπωση ἦταν πὼς μέσα
του καθρεφτίζονταν τὰ νῶτα μου. Ἦταν ὁπωσδήποτε μιὰ ἀλλόκοτη διαπίστωση
ποὺ διέψευδε κάθε ἐμπειρικὴ παρατήρηση. Ὁπότε ἔσκυψα, πλησιάζοντας
λιγάκι ἐγγύτερα τὸ πρόσωπό μου στὴν λεία του ἐπιφάνεια, καὶ πίσω ἀπὸ
τὴν πλάτη μου σ’ ἕνα ἀπροσμέτρητο βάθος διέκρινα κάτι ποὺ νὰ λαμπυρίζει
παράξενα. Πλησίασα κι ἄλλο τὸ πρόσωπο κι εἶδα ξάφνου τὴν ἐπιφάνειά
του νὰ τρεμουλιάζει καθὼς τὴν ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ. Τὴν ἄγγιξα δειλὰ
μὲ τ’ ἀκροδάκτυλά μου κι ἦταν ὄντως νερό. Κοίταξα ἔνοχα ἕνα γύρω
τριγύρω μου δὲν ὑπῆρχε ψυχή, κράτησα τὴν ἀνάσα μου καὶ βούτηξα μέσα
στὴν ἐπιφάνεια τοῦ καθρέφτη ἀποφασισμένος νὰ κατακτήσω γιὰ μένα
τοὺς ἄγνωστους ἐκείνους θησαυροὺς ποὺ φαντασιωνόμουν πὼς ἂν περιμέναν
αἰῶνες στὴν ἄλλη πλευρὰ δὲν ἦταν παρὰ γιατὶ περιμέναν ἐμένα καὶ μόνο
νὰ τοὺς ἀνακαλύψω ἀκέραιους. Ἀφέθηκα τότε παράφορος στὸ ὑγρὸ
στοιχεῖο νὰ μ’ ἀγκαλιάσει ὁλόκληρο. Ἐσὺ παιδάκι μου μὲ τὰ μυαλὰ ποὺ
κουβαλᾶς θὰ πεθάνεις στὴ ψάθα, ἄκουσα νὰ μοῦ ψιθυρίζει μιὰ οἰκεία
φωνὴ στὸ κεφάλι μου καὶ κατάλαβα πὼς ἦταν τὸ φάντασμα τῆς μητέρας
μου, ὅτι ἐκεῖνα τὰ λόγια τὰ εἶχε χιλιάδες φορὲς ἴσαμε τότε μουρμουρίσει
σὰν νὰ μηρύκαζε πάντα τὸν ἑαυτό της κι ἐγὼ ἀναρωτιόμουνα μὰ ποῦ στὸ
καλὸ μὲ ξετρύπωσε πάλι, ἐγὼ ἔκανα χρόνια νὰ τῆς ξεφύγω, χώθηκα μάλιστα
σ’ ἕνα κουτὶ ἀπὸ κάτι παλιοπάπουτσα πού ‘χα ἀγοράσει μικρὸς κι ἔκρυβα
μέσα τὰ στρατιωτάκια μου καὶ τὶς μπίλιες μου, κι ἔτσι κρυμμένος καλὰ
βίωσα τὴν ἐνηλικίωσή μου ἐκεῖ ἔκτοτε δὲν μὲ ξαναβρῆκε κανεὶς ὅμως
τὸ κορμί μου κινιότανε μόνο του καὶ ξάφνου κατάλαβα ποὺ δὲν ἤμουν μακριὰ
ἀπὸ κείνη τὴ φωτεινὴ πηγὴ ποὺ ἔτσι ἀδυσώπητα μ’ εἶχε παρασύρει μέσα
σ’ ἐκεῖνον τὸν ὑδάτινο κόσμο. Καὶ ἴσως νὰ ἔφταιγ’ ἡ ζέστη ποὺ ὁλοένα
κι αὐξαίνοταν ποὺ μ’ ἔκανε ν’ ἀνοίξω τὰ μάτια μου. Κι ὄντως στὸ βάθος
εἶχε ἀρχίσει ν’ ἀκτινοβολεῖ καθαρὰ ἕνα περίγραμμα κίτρινο ἄνοιγμα
σὰ κρόκος αὐγὸ γεμάτο χρυσό. Ἄρχισα τότε νὰ κουνῶ μὲ μανία τὰ μέλη
μου σὰ σκυλὶ στὸ νερὸ καὶ γραπώθηκα ἀγγίζοντας τὸ τάσι τοῦ φεγγαριοῦ
ἀργυρό. Βγῆκα ὁλόκληρος καὶ βάλθηκ’ ἀμέσως νὰ πέφτω σὰν σὲ γκρεμὸ οὐρλιαχτό.
Προσγειώθηκα ἄτσαλα πάνω στὴν ἄμμο τῆς ἔρημος. Ὁ παγωμένος ἀέρας
νὰ παρασέρνει τοῦφες-τοῦφες κάτι θάμνους ξεροὺς κι ἡ σιωπή. Σηκώθηκα
καὶ τίναξα τὴν ἄμμος ἀπὸ τὰ ροῦχα μου. Κοίταξα γιὰ λίγο σὰ χαμένος ὁλόγυρα.
Ἄνθρακες ὁ θησαυρὸς καὶ μαύρη ἡ νύχτα. Πῆρα νὰ περπατάω μὲς τὸ σκοτάδι
πρὸς τὸ ξημέρωμα τυλιγμένος τὰ χέρια μου. Μὲ κόπο κόντρα στὸν ἄνεμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου