Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2018

ΤΟΤΕ ΗΤΑΝ ΠΟΥ ΣΤΑΘΗΚΑ




Ζ.Δ. ΑΪΝΑΛΗΣ


[ΤΟΤΕ ΗΤΑΝ ΠΟΥ ΣΤΑΘΗΚΑ…]   

ΤΟΤΕ ΗΤΑΝ ΠΟΥ ΣΤΑΘΗΚΑ γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ μπρο­στὰ σὲ κα­θρέ­φτη. Ἀ­πὸ τὴν πρώ­τη-πρώ­τη στιγ­μὴ ἐ­κεῖ­νο ποὺ μοῦ ‘κά­νε τὴν με­γα­λύ­τε­ρη ἐν­τύ­πω­ση ἦ­ταν πὼς μέ­σα του κα­θρε­φτί­ζον­ταν τὰ νῶ­τα μου. Ἦ­ταν ὁ­πωσ­δή­πο­τε μιὰ ἀλ­λό­κο­τη δι­α­πί­στω­ση ποὺ δι­έ­ψευ­δε κά­θε ἐμ­πει­ρι­κὴ πα­ρα­τή­ρη­ση. Ὁ­πό­τε ἔ­σκυ­ψα, πλη­σι­ά­ζον­τας λι­γά­κι ἐγ­γύ­τε­ρα τὸ πρό­σω­πό μου στὴν λεί­α του ἐ­πι­φά­νεια, καὶ πί­σω ἀ­πὸ τὴν πλά­τη μου σ’ ἕ­να ἀ­προ­σμέ­τρη­το βά­θος δι­έ­κρι­να κά­τι ποὺ νὰ λαμ­πυ­ρί­ζει πα­ρά­ξε­να. Πλη­σί­α­σα κι ἄλ­λο τὸ πρό­σω­πο κι εἶ­δα ξάφ­νου τὴν ἐ­πι­φά­νειά του νὰ τρε­μου­λιά­ζει κα­θὼς τὴν ἐ­πι­φά­νεια τοῦ νε­ροῦ. Τὴν ἄγ­γι­ξα δει­λὰ μὲ τ’ ἀ­κρο­δά­κτυ­λά μου κι ἦ­ταν ὄν­τως νε­ρό. Κοί­τα­ξα ἔ­νο­χα ἕ­να γύ­ρω τρι­γύ­ρω μου δὲν ὑ­πῆρ­χε ψυ­χή, κρά­τη­σα τὴν ἀ­νά­σα μου καὶ βού­τη­ξα μέ­σα στὴν ἐ­πι­φά­νεια τοῦ κα­θρέ­φτη ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νος νὰ κα­τα­κτή­σω γιὰ μέ­να τοὺς ἄ­γνω­στους ἐ­κεί­νους θη­σαυ­ροὺς ποὺ φαν­τα­σι­ω­νό­μουν πὼς ἂν πε­ρι­μέ­ναν αἰ­ῶ­νες στὴν ἄλ­λη πλευ­ρὰ δὲν ἦ­ταν πα­ρὰ για­τὶ πε­ρι­μέ­ναν ἐ­μέ­να καὶ μό­νο νὰ τοὺς ἀ­να­κα­λύ­ψω ἀ­κέ­ραι­ους. Ἀ­φέ­θη­κα τό­τε πα­ρά­φο­ρος στὸ ὑ­γρὸ στοι­χεῖ­ο νὰ μ’ ἀγ­κα­λιά­σει ὁ­λό­κλη­ρο. Ἐ­σὺ παι­δά­κι μου μὲ τὰ μυα­λὰ ποὺ κου­βα­λᾶς θὰ πε­θά­νεις στὴ ψά­θα, ἄ­κου­σα νὰ μοῦ ψι­θυ­ρί­ζει μιὰ οἰ­κεί­α φω­νὴ στὸ κε­φά­λι μου καὶ κα­τά­λα­βα πὼς ἦ­ταν τὸ φάν­τα­σμα τῆς μη­τέ­ρας μου, ὅ­τι ἐ­κεῖ­να τὰ λό­για τὰ εἶ­χε χι­λιά­δες φο­ρὲς ἴ­σα­με τό­τε μουρ­μου­ρί­σει σὰν νὰ μη­ρύ­κα­ζε πάν­τα τὸν ἑ­αυ­τό της κι ἐ­γὼ ἀ­να­ρω­τι­ό­μου­να μὰ ποῦ στὸ κα­λὸ μὲ ξε­τρύ­πω­σε πά­λι, ἐ­γὼ ἔ­κα­να χρό­νια νὰ τῆς ξε­φύ­γω, χώ­θη­κα μά­λι­στα σ’ ἕ­να κου­τὶ ἀ­πὸ κά­τι πα­λι­ο­πά­που­τσα πού ‘χα ἀ­γο­ρά­σει μι­κρὸς κι ἔ­κρυ­βα μέ­σα τὰ στρα­τι­ω­τά­κια μου καὶ τὶς μπί­λι­ες μου, κι ἔ­τσι κρυμ­μέ­νος κα­λὰ βί­ω­σα τὴν ἐ­νη­λι­κί­ω­σή μου ἐ­κεῖ ἔ­κτο­τε δὲν μὲ ξα­να­βρῆ­κε κα­νεὶς ὅ­μως τὸ κορ­μί μου κι­νι­ό­τα­νε μό­νο του καὶ ξάφ­νου κα­τά­λα­βα ποὺ δὲν ἤ­μουν μα­κριὰ ἀ­πὸ κεί­νη τὴ φω­τει­νὴ πη­γὴ ποὺ ἔ­τσι ἀ­δυ­σώ­πη­τα μ’ εἶ­χε πα­ρα­σύ­ρει μέ­σα σ’ ἐ­κεῖ­νον τὸν ὑ­δά­τι­νο κό­σμο. Καὶ ἴ­σως νὰ ἔ­φται­γ’ ἡ ζέ­στη ποὺ ὁ­λο­έ­να κι αὐ­ξαί­νο­ταν ποὺ μ’ ἔ­κα­νε ν’ ἀ­νοί­ξω τὰ μά­τια μου. Κι ὄν­τως στὸ βά­θος εἶ­χε ἀρ­χί­σει ν’ ἀ­κτι­νο­βο­λεῖ κα­θα­ρὰ ἕ­να πε­ρί­γραμ­μα κί­τρι­νο ἄ­νοιγ­μα σὰ κρό­κος αὐ­γὸ γε­μά­το χρυ­σό. Ἄρ­χι­σα τό­τε νὰ κου­νῶ μὲ μα­νί­α τὰ μέ­λη μου σὰ σκυ­λὶ στὸ νε­ρὸ καὶ γρα­πώ­θη­κα ἀγ­γί­ζον­τας τὸ τά­σι τοῦ φεγ­γα­ριοῦ ἀρ­γυ­ρό. Βγῆ­κα ὁ­λό­κλη­ρος καὶ βάλ­θη­κ’ ἀ­μέ­σως νὰ πέ­φτω σὰν σὲ γκρε­μὸ οὐρ­λια­χτό. Προ­σγει­ώ­θη­κα ἄ­τσα­λα πά­νω στὴν ἄμ­μο τῆς ἔ­ρη­μος. Ὁ πα­γω­μέ­νος ἀ­έ­ρας νὰ πα­ρα­σέρ­νει τοῦ­φες-τοῦ­φες κά­τι θά­μνους ξε­ροὺς κι ἡ σι­ω­πή. Ση­κώ­θη­κα καὶ τί­να­ξα τὴν ἄμ­μος ἀ­πὸ τὰ ροῦ­χα μου. Κοί­τα­ξα γιὰ λί­γο σὰ χα­μέ­νος ὁ­λό­γυ­ρα. Ἄν­θρα­κες ὁ θη­σαυ­ρὸς καὶ μαύ­ρη ἡ νύ­χτα. Πῆ­ρα νὰ περ­πα­τά­ω μὲς τὸ σκο­τά­δι πρὸς τὸ ξη­μέ­ρω­μα τυ­λιγ­μέ­νος τὰ χέ­ρια μου. Μὲ κό­πο κόν­τρα στὸν ἄ­νε­μο.




Από το βιβλίο: Ζ.Δ. Αϊναλής, «Τα παραμύθια της έρημος», Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2017, σσ. 20-22.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου