Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013

ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΚΡΑΤΥΛΟΣ




Μπορεί να μην πραγματοποίησα φιλολογικές σπουδές, αλλά η ενασχόλησή μου με τα κείμενα της ελληνολατινικής γραμματείας δεν τερμάτισε με την απόλυσή μου από τα θρανία της Δευτεροβαθμίου. Συνέχισα –και ποτέ δεν έπαυσα– να εντρυφώ στα κλασικά γράμματα συμπεριφερόμενος κυριολεκτικώς ως «ερασιτέχνης». Μεγάλη αγάπη ο Πλάτωνας, που ένιωθα να τον κατακτώ από τα μαθητικά μου χρόνια ήδη, όταν, με τη συνδρομή του αείμνηστου –ομοίως «ερασιτέχνη»– πατέρα μου, τον μελετούσα ανελλιπώς κάθε βράδυ στα δύο τελευταία έτη των σπουδών μου.
Τον Κρατύλο τον διάβασα πρώτη φορά στα 22 μου – και στο πρωτότυπο και από μετάφραση. Από τα «συγγενικά» προς αυτόν έργα γνώριζα τότε μόνο τον Γοργία και τον Θεαίτητο. O Φίληβος, ο Παρμενίδης και ο Σοφιστής μού έγιναν γνωστοί αργότερα, και αφού ήδη είχα διαβάσει αρκετές φορές τον Κρατύλο, τον οποίο μπορώ να ισχυρισθώ ότι τον είχα αποστηθίσει. Σε επιστολή προς τη μετέπειτα σύζυγό μου είχα εκφράσει την επιθυμία «κάποτε να τον μεταφράσω», όπερ και εγένετο. Εγένετο τον Νοέμβριο του 2001, όταν ήμουν 43 ετών. Η συστηματική μεταφραστική ενασχόλησή μου μαζί του είχε ξεκινήσει από το καλοκαίρι του 1996. Ο Κρατύλος μου εκδόθηκε το 2001 από τις Εκδόσεις Πόλις και, επανεπεξεργασμένος, επανεκδόθηκε εφέτος από τον Gutenberg. Πατήρ και υιός Δαρδανοί και Γιάννης Μαμάης φιλοτέχνησαν μιαν υπέροχη από πάσης απόψεως έκδοση.
Η γοητεία τού εν λόγω πλατωνικού διαλόγου έγκειται στο ότι στις γραμμές του τίποτε δεν είναι ασφαλές και βέβαιο – ούτε καν ο υπότιτλός του: «περί ορθότητος ονομάτων, λογικός»! Και μόνο το ότι σχεδόν για όλα τα εκεί ετυμολογικώς εξεταζόμενα ονόματα παρέχονται δύο εκδοχές (αναλόγως του αν στεκόμαστε ή αν κινούμαστε!) αρκεί για να αναιρεθεί η «ορθότητα». Αν συνυπολογισθεί δε ότι στο τέλος του διαλόγου εκφράζεται η ευχή να ξανασυναντηθούν οι συνομιλητές (: Σωκράτης, Ερμογένης και Κρατύλος) για να εκθέσουν και άλλα ευρήματα ή δεδομένα ή ενδεχόμενα, αντιλαμβανόμαστε ότι μόνο παιγνιωδώς οφείλουμε να εκλάβουμε την προειρημένη «ορθότητα των ονομάτων». Αλλά και ο «λογικός έλεγχος» των μεταξύ των συνομιλητών διαμειφθέντων πάει –κυριολεκτικώς– περίπατο, από τη στιγμή που οδηγός του Σωκράτη είναι –κατά τα λεγόμενά του– μια τρόπον τινά θεϊκή μανία.
Γι’ αυτό και μετάφρασα τον διάλογο «παιγνιωδώς» και «μανικώς»: παναπεί «με καμμία απολύτως πεποιημένη επισημότητα» (δηλαδή, χωρίς την αγιάτρευτη πληγή των μεταφρασμάτων από τα αρχαία προς τα νέα ελληνικά). Λίγα αρχαία ελληνικά να ξέρει κανείς, αντιλαμβάνεται από τις πρώτες αράδες του έργου κιόλας ότι, αν όχι τα πάντα, τα συντριπτικώς περισσότερα εκεί μέσα είναι ad jocandum, κοινώς χάριν παιδιάς, αν μη για πλάκα! (Πίσω από την «πλάκα», ωστόσο, κρύβεται με δολιότητα μια διπλή ερωτηματική δίζηση αληθείας που αιώνες και αιώνες μάς ξεφεύγει, όταν «μιλάμε για τη γλώσσα»: Ποιος έθεσε το πρώτον τα ονόματα; Και γιατί κάτι το λέμε έτσι, και όχι αλλιώς;)
Η συζήτηση γίνεται στο πόδι –σε κάποιο μέρος της Αθήνας– και αυτοσχεδίως, χωρίς επιτηδεύσεις και χωρίς κανέναν εκ των προτέρων σχεδιασμό. Αλλά οι συμμετέχοντες είναι ενήμεροι επί του θέματος, πράγμα που αποδεικνύει ότι το θέμα τούς απασχολεί από παλιά και που αποδεικνύεται από την αμεσότητα των απαντήσεων στις ερωτήσεις. Είναι κάτι σαν «θεατρική παράσταση» που επαναλαμβάνεται για πολλοστή φορά.
Αυτό το στιγμιότυπο θέλησα να τονίσω στη μετάφρασή μου: τα πάντα στο κείμενο αποτελούν αντίκτυπους ρόλων παιγμένων και ξαναπαιγμένων. Οι «ατάκες» (τούς) είναι γνωστές και αναμενόμενες να λεχθούν. Λέγονται και ξαναλέγονται και ξαναλέγονται, με την κρυφή (ίσως) προσδοκία να φανεί κάποια στιγμή εξ ύψους ή από μηχανής η ποθητή αλήθεια, η οποία σημειωτέον ετυμολογείται επίσης διττώς: και ως «α + λήθη» (: «δεν λησμονώ») και ως «θεία άλη» (: άσκοπη περιφορά ή αλητεία του θεού).
Ο Πλάτων όλα αυτά τα κοινά και εκ της χρήσεως τετριμμένα πράγματα τα ντύνει με ένα υπερθαύμαστο λεκτικό –άφοβα θα λέγαμε και ρητορικό– ένδυμα, που έχει δύο όψεις (είναι, δηλαδή, double face): τον ρηματικό αντίλαλο και τον σημασιακό αντίλαλο. Αμφότερους τους εξηγώ στο τέλος της εκτεταμένης εισαγωγής που εκπόνησα, γιατί ήταν ο οδηγός μου στην άρθρωση των εκάστοτε μεταφραστικών επιλογών μου.
Επιμύθιο αφιερωμένο σε τυχόν «ελληνολάγνους»: Ο Πλάτων διατείνεται διά του Σωκράτους ότι οι λέξεις «πυρ» και «κύων» δεν είναι ελληνικές, αλλά βαρβαρικής καταγωγής. Ο δε Διονύσιος Σολωμός έγραψε στα 1823 στον Διάλογο ότι «κάθε γλώσσα πρέπει εξ ανάγκης να έχει ξένες λέξες». Άλλοι δυο «προσκυνημένοι»...

2 σχόλια: