BERTOLT BRECHT
ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟ ΑΣΜΑ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 78
Εκείνην, αχ, τη νύχτα των ερώτων
κοιμήθηκα σαν ψόφιος, σαν σανίδα,
κι ένα δεντρί στ’ αμάλγαμα των φώτων
δονούμενο και βαθυπράσινο είδα.
Και μέσα εκεί σκεφτόμουν (στ’ όνειρό μου)
δεντριά, που μες στον ήλιο θε ν’ ανάψουν.
Να γράφει θά ’θελα το ριζικό μου
στη ρίζα τέτοιου δέντρου να με θάψουν.
Σαν ξύπνησα μετά μ’ εσένα δίπλα
σε πεντακάθαρα λινά σεντόνια,
λινό είπα ας με τυλίξει, με τη δίπλα
του ατσάκιγη, σαν φύγω με τα χρόνια.
Κι εφάνηκε και πάλι το φεγγάρι
στη σιγαλιά μέσ’ από τις κουρτίνες,
καθώς σκεφτόμουν πότε θα με πάρει
ο χάρος για τ’ αλλού – σε πόσους μήνες;
Και σαν απάνω στο ζεστό κορμί σου
ακούμπαγα και στο γλυπτό σου πόδι,
στη αγκαλιά σκεφτόμουν τη δική σου,
αχ, ας γινόταν το δικό μου ξόδι!
Κι εσάς, τους κληρονόμους που είστε πάνω
από την κλίνη μου και κλαίτε λίγο,
σας είδα και σας είπα: όταν θα πεθάνω,
αφήστε με τουλάχιστον να φύγω!
Πολλά αν μου δώσατε, θα μετανιώστε
που δεν μου τά ’χατε όλα εμένα δώσει.
Και ουδέποτε τη χάρη θά ’χετε, ώστε
το φέρετρό μου νά ’χετε σηκώσει!
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου