STÉPHANE MALLARMÉ
[ΟΤΑΝ Ο ΙΣΚΙΟΣ ΑΠΕΙΛΗΣΕ…]
Όταν ο ίσκιος απείλησε με τον μοιραίο νόμο, τότε ένα
παλιό Όνειρο, σαν πόθος και σαν πόνος των σπονδύλων μου, θλιμμένο
που θα χανόμουν κάτω από ταβάνι πένθιμο, έφερε απλωμένο
πλατιά το ακαταγώνιστο φτερό του κάμπτοντάς το προς εμένα.
Χλιδή, ω αίθουσα με εβένους! Για ν’ αποπλανήσεις ρήγα, τυλιγμένα
στολίδια με όλο νεκρικές γιρλάντες παίζουν, έχοντας πλεγμένο
στον ζόφο μέσα κάτι, απλώς νά ’ν’ σαν υπερηφάνεια διαψευσμένο
στα μάτια του ερημίτη εκεί, που η πίστη του τού τά ’χει τυφλωμένα.
Ναι, ξέρω ότι μακριά απ’ τη νύχτα ο πλανήτης Γη μάς δείχνει
πως το μυστήριο το ανεξείκαστο κάποια μεγάλη λάμψη ρίχνει
κάτω από δύσμορφους αιώνες που όσο νά ’ναι τον ξεσκοτεινιάζουν.
Το διάστημα, και τούτο ομοίως –μεγαλώνει ή ψεύδεται– σαν ρεύμα
κυλάει μες στην όλη πλήξη κι έχει μάρτυρες φωτιές που μοιάζουν
κακές, ερχόμενες από άστρο γιορτινό, που πυρπολεί το πνεύμα.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου