JOSÉ ANTONIO RAMOS SUCRE
ΛΟΥΚΙΑ
Άνοιξα τα παράθυρα του
γυμνού θαλάμου και εμπιστεύτηκα στις πλάνες κάποιας νοσηρής ριπής το όνομα της
απούσης. Παλεύοντας με μια ταφόπλακα η φωνή μου εμιμείτο την εφόρμηση του
ωκεάνειου πουλιού ενάντια στον φάρο.
Προμάντευα τους καθαρούς τόνους της αυγής, και βγαίνοντας από το
ησυχαστήριό μου επάταγα με σεβασμό και φόβο το κλιμακοστάσιο που το ροκάνιζε ο
καιρός. Διασκέδασα τη θλίψη θωρώντας ορίζοντα διάφανον. Η φλαμουριά και το
πεύκο επαναλαμβάνονταν μακριά και τυχαία στη χώρα των λιμνών και των χειμάρρων.
Λογόκρινα πιστά τον
εαυτό μου. Ήθελα να πετύχω ένα ολίσθημα αδεξιότητας ή απάθειας στη διαδικασία
των απάνθρωπων Πόνων του και δεν θυμόμουν άλλο τίποτα, ειμή μόνο τη
δραστηριότητά μου και τη συνεχή παρουσία μου στο διαμέρισμα. Ο θάνατός του
αναπαρήγαγε την όψη της αγωνίας του Ιησού.
Οι αργές ομίχλες γεννήθηκαν, στις αρχές της νύχτας, από τα πηγάδια
του βρόχινου νερού· γαλήνεψαν τους θόρυβους και έπειτα χάθηκαν στην κατοικία
των παραισθήσεων.
Του τελματωμένου νερού τα πέπλα διευκόλυναν την επιστροφή της επιμελέστατης
εκείνης παρθένας. Ως ένδειξη αναγνωρίσεως άφησε να πέσει στα χέρια μου το
μετάλλιο της ειλικρινείας της. Έπιασε μετά το στέμμα από το μέτωπό της και μου το
επέστρεψε.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου