Σάββατο 9 Απριλίου 2022

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 


FEDERICO GARCÍA LORCA

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 

Να τη η καρδιά μου,

κι έλα, Θεέ μου,

το σκήπτρο σου βύθισε μέσα της, Κύριε.

Κυδώνι είναι,

στο προχωρημένο φθινόπωρο,

κι έχει τώρα σαπίσει.

Ξερίζωσε τους σκελετούς

των λυρικών γερακιών

που τόσο, μα τόσο την πλήγωσαν,

κι αν τυχόν διαθέτεις και ράμφος,

απάλλαξέ την απ’ τη φλούδα

της ανίας.

 

Μα αν δεν θέλεις να το κάνεις,

το ίδιο κάνει πάλι,

κράτα τον γαλάζιο σου ουρανό,

τον τόσο πληκτικό,

και τη χορεία όλη των άστρων

μα και το Άπειρό σου ολόκληρο·

κι εγώ θα πάω να δανειστώ

την καρδιά κάποιου μου φίλου.

Καρδιά με ρυάκια

και πεύκα,

και μ’ ένα σιδερένιο αηδόνι

που θ’ αντέχει

στις σφυριές

των αιώνων.

 

Άσε που εμένα

πολύ με αγαπάει ο Σατανάς,

ο σύντροφός μου τότε παλιά,

σ’ έναν διαγωνισμό

ακολασίας· και θα πάει ο παμπόνηρος

να φέρει εδώ τη Μαργαρίτα

–μου το έχει υποσχεθεί–

τη Μαργαρίτα τη μελαχρινή,

και φόντο θά ’χει βάλει γέρικα λιόδεντρα

με δυο πλεξούδες νύχτα

θερινή,

για να της ανοίξω εγώ

τους μηρούς της του άμωμους.

Και τότε, ω Κύριε,

θα είμαι εγώ τόσο πλούσιος

όσο τουλάχιστον κι εσύ,

διότι το κενό

είναι αδύνατο να συγκριθεί

με το κρασί

που κερνάει ο Σατανάς

τους καλούς του φίλους:

ποτό φτιαγμένο από λυγμούς.

Τί περισσότερο να δώσει!

Είναι το ίδιο ακριβώς

με το ποτό που φτιάχνεις εσύ

απ’ τις τρίλιες των πουλιών.

 

Πες μου, Κύριε

και Θεέ μου!

Ώστε μας κρύβεις στο σκοτάδι

της αβύσσου;

Είμαστε λοιπόν πουλιά τυφλά

χωρίς φωλιές;

 

Σβήνει το φως λίγο-λίγο,

Και το θεϊκό το λάδι;

Τα κύματα ψυχορραγούν.

Θέλησες όντως

να παίξεις μαζί μας

λες και ήμασταν εμείς στρατιωτάκια;

 

Πες μου, Κύριε

και Θεέ μου!

δεν φτάνει αλήθεια ο πόνος μας

στ’ αφτιά σου;

Δεν έχουν υψώσει οι βλασφημίες

βαβέλειους πύργους δίχως τούβλα

για να σε πληγώσουν, ή μήπως σ’ αρέσουνε

οι κραυγές;

Είσαι κουφός; Είσαι τυφλός;

Ή μήπως το πνεύμα σου

αλληθωρίζει

και βλέπεις την ανθρώπινη ψυχή

με χρώματα αντεστραμμένα;

 

Ω Κύριε υπναλέε!

Κοίτα την κρύα

καρδιά μου, κρύα

σαν κυδώνι,

στο προχωρημένο φθινόπωρο,

που έχει τώρα πια σαπίσει!

Αν είναι το φως σου να φτάσει εδώ,

τα ζωντανά σου άνοιξε μάτια·

αν όμως εξακολουθείς

τον ύπνο τον δικό σου να κοιμάσαι,

τότε έλα εσύ περιπλανώμενε Σατανά,

αιμόφυρτε προσκυνητή,

και φέρε μου τη μαύρη

Μαργαρίτα στα λιόδεντρα,

με πλεξούδες νύχτας

θερινής,

και θα μάθω έπειτα εγώ να της ανάβω

τα στοχαστικά της μάτια

με τα φιλιά μου τα λεκιασμένα

με κρινολούλουδα.

Και μια τυφλή βραδιά θ’ ακούσω

«Ερρίκο μου, Ερρίκο

λυρικέ»,

και τα όνειρά μου όλα

θα γεμίσουνε δροσοσταλίδες.

Να τη η παλιά καρδιά μου, Κύριε,

να τη, σ’ την αφήνω

και πάω να δανειστώ

την καρδιά κάποιου μου φίλου.

Καρδιά με ρυάκια

και πεύκα,

καρδιά χωρίς φίδια

και κρίνους.

Καρδιά ρωμαλέα, με τη χάρη

του νεαρού αγρότη

που μ’ ένα σάλτο περνάει

στο ποτάμι απέναντι.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου