FEDERICO GARCÍA LORCA
Ο ΓΕΡÓΣΑΥΡΟΣ
Στο ξερό μονοπάτι
τον σαύρο είδα τον καλό μας
(μια στάλα από κροκόδειλο)
να συλλογιέται.
Με την πράσινη βελάδα του
σαν αββάς του διαβόλου,
με τους καλούς του τρόπους,
με τον κολλαριστό γιακά του
κι είχε το πολύ θλιμμένο ύφος
γηραιού καθηγητή.
Κι αυτά τα μαραμένα του τα μάτια,
μάτια ξοφλημένου καλλιτέχνη,
τη λιποθυμισμένη πώς κοιτάνε
εσπέρα!
Είναι ο περίπατός σας,
φίλε, με το σούρουπο;
Να έχετε μπαστούνι, διότι είστε πλέον
πολύ γέρος, δον Σαύρε –
του χωριού τα παιδιά
μπορεί να σας τρομάξουνε.
Τί θέλετε στο μονοπάτι
μυωπικέ φιλόσοφε, τώρα που
το αναποφάσιστο φάντασμα
τούτης της αυγουστιάτικης βραδιάς
έχει σπάσει πια τον ορίζοντα;
Τη γαλάζια ελεημοσύνη γυρεύετε τάχα
τ’ ουρανού που ξεψυχάει;
Καμιά δεκάρα απ’ τ’ άστρα;
Ή μήπως
κανά βιβλίο μελετάτε
του Λαμαρτίνου, και σας αρέσουν
των πουλιών
οι ασημένιες τρίλιες;
(Κοιτάς το ηλιοβασίλεμα
και τα μάτια σου λάμπουν,
ω δράκε εσύ των βατράχων!,
με την ανθρώπινη λάμψη.
Χωρίς κουπιά οι γόνδολες
των ιδεών διασχίζουν
τα σκοτεινά νερά
της καμένης σου ίριδας).
Πηγαίνετε ίσως να βρείτε
την όμορφη σαύρα,
την πράσινη σαν τα στάχυα
τον Μάιο,
σαν τις μακριές κόμες
των πηγών που κοιμούνται –
και που σας περιφρόνησε κι έφυγε
απ’ το δικό σας χωράφι;
Ω τρυφερό ειδύλλιο που χάλασε
στα δροσερά τα βούρλα!
Ζήστε όμως! τί διάβολο! Ζήστε,
και μου είστε τόσο συμπαθής.
Το ρητό «Αντιτάσσομαι
στο φίδι» θριαμβεύει
στο μέγα διπλοσάγονό σας
που σας κάνει αρχιεπίσκοπο.
Ο ήλιος βούλιαξε πια
στου βουνού το ποτήρι,
και τα κοπάδια θολώνουν
το δρόμο.
Είναι ώρα να φύγετε,
αφήστε το ξερό μονοπάτι,
κι αφήστε επί τέλους στην άκρη
τις σκέψεις.
Θά ’χετε χρόνο πολύ
να κοιτάτε τ’ αστέρια,
όταν θα σας τρώνε τα σκουλήκια
δίχως καθόλου να βιάζονται.
Γυρίστε σπίτι σας,
κάτω στο χωριό των γρύλων!
Καληνύχτα, φίλε μου
δον Σαύρε!
Στα χωράφια πια ούτε ψυχή,
τα βουνά σβησμένα
κι ο δρόμος παντέρημος·
που και που μονάχα
κανάς κούκος λαλεί στο σκοτάδι
που ρίχνουν οι λεύκες.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου